Αντιδρά η Εκκλησία της Ελλάδος στην πιθανότητα επιπλέον φορολόγηση των ακινήτων της. Σε αυτό καταλήγει η ανακοίνωση της Διαρκούς Ιερά Συνόδου μετά την χθεσινή της συνεδρίαση.
Οι ιεράρχες στην χθεσινή τους συνάντηση συζήτησαν την πιθανότητα τριαπλασιασμού του Ε.Τ.Α.Κ. των ακινήτων της Εκλησσίας της Ελλάδος, καθώς αυτό προβλέπει το προσχέδιο νόμου σχετικά με την «Ενίσχυση κοινωνικής αλληλεγγύης και εισφορά κοινωνικής ευθύνης των μεγάλων επιχειρήσεων και της μεγάλης ακίνητης περιουσίας».
Συμμετέχοντας στην δημόσια διαβούλευση, η Δ.Ι.Σ. κατέληξε στα εξής:
1. Παρά τις αντίθετες εντυπώσεις, που ίσως κυκλοφορούν, κατά το κείμενο του προσχεδίου νόμου (άρθρο 3 παρ. 4), το ποσό εκ του τριπλασιασμού του συντελεστή του ενιαίου τέλους ακίνητης περιουσίας, ειδικά για τα νομικά πρόσωπα της Εκκλησίας της Ελλάδος, δεν προβλέπεται ως έκτακτη εισφορά της Εκκλησίας μόνον προκειμένου να καταβληθούν οι δύο δόσεις της έκτακτης ενίσχυσης κοινωνικής αλληλεγγύης σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, αλλά ως πάγια αύξηση της φορολογίας της και για το μέλλον.
2. Η Εκκλησία δεν αρνήθηκε την φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας της. Επιθυμεί όμως να έχει ίση φορολογική μεταχείριση με τα υπόλοιπα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου του ελληνικού κράτους, όποιο περιεχόμενο και εάν αυτή εκάστοτε έχει.
Οποιαδήποτε νομοθετική μεταβολή του καθεστώτος σχέσεων εκκλησίας και πολιτείας δεν μπορεί να επιχειρείται με σποραδικές νομοθετικές παρεμβάσεις.
Αποτελεί κεφαλαιώδες ζήτημα διμερούς ενδιαφέροντος, και όπως όλα τα ζητήματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος, εξυπακούουν προηγουμένως σοβαρό και υπεύθυνο διάλογο ως και πλήρη συζήτηση των σχετικών παραμέτρων μεταξύ των δύο πλευρών.
3. Ήδη από το 2008 η Εκκλησία της Ελλάδος, οι μητροπόλεις, οι μονές και οι ενορίες καταβάλλουν το Ε.Τ.Α.Κ., ακόμα και για ακίνητα, τα οποία έχουν δεσμευθεί με ρυμοτομικά βάρη και απαλλοτριώσεις, αλλά δεν έχουν καταβληθεί οι απαραίτητες αποζημιώσεις, οπότε παραμένουν στην κυριότητά τους, χωρίς να αποδίδουν κανένα μίσθωμα και χωρίς να είναι εφικτή η πώλησή τους στην πραγματική αξία τους.
Ειδικά για την Εκκλησία της Ελλάδος, ποσοστό 60% των ακινήτων για τα οποία καταβάλλει Ε.Τ.Α.Κ. είναι δεσμευμένα, και μολονότι εκδόθηκαν δεκάδες αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις, που διατάσσουν την αποδέσμευσή τους, το Ελληνικό Δημόσιο, παρά τις αντίθετες υποσχέσεις του, δεν έχει προβεί σε συμμόρφωση προς αυτές.
Εν όψει αυτής της χρονίζουσας εκκρεμότητας, παρακαλείται για άλλη μία φορά η πολιτεία να προχωρήσει στην αποδέσμευση των εν λόγω ακινήτων, τόσο για να χρησιμοποιηθούν προς τον σκοπό ίδρυσης και λειτουργίας των συγκεκριμένων ιδρυμάτων (για αυτιστικά παιδιά, εξαρτημένα άτομα, ηλικιωμένους, καρκινοπαθείς, κατασκηνώσεις κ.λπ.), την σύσταση των οποίων απεφάσισε προσφάτως η Δ.Ι.Σ., όσο και για την αξιοποίησή τους, προς στήριξη του εν γένει φιλανθρωπικού της έργου.
4. Διευκρινίζεται επίσης ότι στα εκκλησιαστικά ακίνητα η Εκκλησία της Ελλάδος δεν ασκεί «επιχειρηματική δραστηριότητα», αλλά στην καλύτερη περίπτωση εισπράττει από αυτά μισθώματα αναγκαία για την συντήρηση των πολυάριθμων κοινωφελών ιδρυμάτων και φιλανθρωπικών υπηρεσιών της, την καθημερινή παροχή συσσιτίων σε απόρους κάθε εθνικότητας και θρησκείας, οι οποίοι δεν έχουν τύχει της αναγκαίας κρατικής μέριμνας.
Η Δ.Ι.Σ. έχει ζητήσει σχετικώς ενημέρωση από τις μητροπόλεις, ώστε να υπολογισθεί με συγκεκριμένα οικονομικά μεγέθη, ο εκ της ενδεχομένης αυξήσεως του Ε.Τ.Α.Κ. περιορισμός των πόρων τους, οι οποίοι διατίθενται για την λειτουργία των κοινωφελών ιδρυμάτων και δράσεων.
Η ανακοίνωση της Δ.Ι.Σ. καταλήγει λέγοντας: Είμεθα βέβαιοι ότι η πολιτεία και οι τοπικές κοινωνίες γνωρίζουν την μεγάλη συμβολή και προσφορά της εκκλησίας για την ανακούφιση των ευπαθών κοινωνικών ομάδων, η οποία έχει καθημερινό και όχι έκτακτο η εποχικό χαρακτήρα.
Για τον λόγο αυτό προτείνεται στην πολιτεία να αναλογισθεί τις άμεσες και δυσμενείς επιπτώσεις στην εύρυθμη λειτουργία των ιδρυμάτων και των προνοιακών δράσεων της Εκκλησίας της Ελλάδος από τον μελετούμενο τριπλασιασμό του Ε.Τ.Α.Κ.