Διαδοχικές διμερείς συναντήσεις με τον Υπουργό Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Νίκο Χριστοδουλίδη, τον Υπουργό Άμυνας της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. Χαράλαμπο Πετρίδη και την Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας κα Αννίτα Δημητρίου, είχε ο ευρωβουλευτής και υποψήφιος για την ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής, Νίκος Ανδρουλάκης, κατά την επίσκεψή του στην Κύπρο.
Ο κ. Ανδρουλάκης συμμετείχε στο το συνέδριο στη Λευκωσία για «Το Μέλλον της Ευρωπαϊκής Άμυνας» που διοργανώθηκε από το Γραφείο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Κύπρο και υπό την αιγίδα του Κυπριακού Υπουργείου Άμυνας, όπου και πραγματοποίησε ομιλία για την ανάγκη δημιουργίας μιας κοινής κουλτούρας άμυνας και ασφάλειας μέσω της εκπαίδευσης και της έρευνας.
Στην ομιλία του, ο κ. Ανδρουλάκης επικεντρώθηκε στις σημαντικές εξελίξεις γύρω από τον δομημένο διάλογο που έχει ξεκινήσει για το μέλλον της Κοινής Ευρωπαϊκής Άμυνας, υπενθυμίζοντας ότι η λέξη ευρωστρατός υπήρξε σχεδόν απαγορευμένη, ενώ η αμυντική αυτοδυναμία της Ευρώπης θεωρούταν ανταγωνιστική προς το ΝΑΤΟ. Ωστόσο, η απομάκρυνση των ΗΠΑ από την Ανατολική Μεσόγειο σε συνδυασμό με την πορεία που έχει ακολουθήσει η Τουρκία, «άρχισε να πείθει και τους πιο δύσπιστους ότι η Ευρώπη πρέπει να μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της».
Χαρακτηρίζοντας εμπόδιο τα αντικρουόμενα συμφέροντα των κρατών – μελών, ο κ. Ανδρουλάκης ανέφερε την Κοινή Απόφαση του 2008 για τα κοινά κριτήρια για τις εξαγωγές όπλων προς τις τρίτες χώρες που παρά την πρόσφατη αναθεώρησή της παραμένει ευχολόγιο. «Ενώ λοιπόν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έχει καταδικάσει τις Τουρκικές προκλήσεις, έχει επιβάλει κυρώσεις σε Τούρκους αξιωματούχους για τις παράνομες ενέργειες στην Κυπριακή ΑΟΖ και όπως ανακοίνωσε ο Ύπατος Εκπρόσωπος στο Συμβούλιο του Δεκεμβρίου θα παρουσιαστεί ένας νέος κατάλογος μέτρων για το παράνομο άνοιγμα στα Βαρώσια, Ευρωπαϊκές χώρες συνεχίζουν να πωλούν όπλα στην Τουρκία», πρόσθεσε σχετικά ο κ. Ανδρουλάκης, υπενθυμίζοντας ότι μόλις την προηγούμενη εβδομάδα, η Ισπανία σύναψε μία συμφωνία που προβλέπει την ενίσχυση της συνεργασίας στον αμυντικό τομέα.
Υπογραμμίζοντας την ανάγκη για ένα Κοινό Ευρωπαϊκό Αμυντικό δόγμα, ο κ. Ανδρουλάκης αναφέρθηκε στην περυσινή του τροπολογία σχετικά με την εφαρμογή της Κοινής Θέσης, η οποία και τελικά εγκρίθηκε. «Ζητάγαμε την απαγόρευση πώλησης όπλων από τις Ευρωπαϊκές χώρες στην Τουρκία, ο αντίλογος ήταν ότι είναι μία συμμαχική χώρα στο ΝΑΤΟ, άρα δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό».
Επομένως, «το ζήτημα δεν είναι να έχουμε κάποιες κοινές μονάδες χιλιάδων στρατιωτών κάπου σταθμευμένες στην Αυστρία ή την Τσεχία αλλά να ξέρουμε ότι αν χρειαστεί πως θα χρησιμοποιηθούν», πρόσθεσε ο κ. Ανδρουλάκης. Τονίζοντας τη σημασία της κοινής εκπαίδευσης, αναφέρθηκε και στην ανάγκη εκμετάλλευσης της Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας (PESCO) και του Ευρωπαϊκού Ταμείου για την Άμυνα, «για να προωθήσουμε κοινά ερευνητικά προγράμματα τα οποία θα επιτρέψουν όχι μόνο την ανάπτυξη ενός κοινού αμυντικού σχεδιασμού, αλλά μία πραγματική κοινή αγορά αμυντικού εξοπλισμού. Δεν μπορούμε να μιλάμε για μία πραγματική Αμυντική Ένωση όπου οι χώρες της περιφέρειας είναι αυτές με τις μεγαλύτερες αμυντικές δαπάνες και όπου κάποιες χώρες είναι οι παραγωγοί εξοπλισμού και κάποιες άλλες μόνο καταναλωτές».
Κλείνοντας, αναφέρθηκε σε μια κάπως αιρετική για πολλούς θέση. «Ένα θέμα που δημιουργεί περισσότερα προβλήματα παρά λύνει στην προσπάθεια για περισσότερη ενοποίηση στα ζητήματα Εξωτερικής Πολιτικής και Άμυνας είναι ο κανόνας της Ομοφωνίας. Πως αναμένουμε ότι θα αποκτήσουμε κοινή αμυντική κουλτούρα αν περιοριζόμαστε στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή; Πως θα προχωρήσουμε σε τολμηρές αποφάσεις όταν ακόμα και για το κόμμα εξαρτόμαστε από χώρες όπως η Ουγγαρία ή η Πολωνία;», αναρωτήθηκε ο κ. Ανδρουλάκης. «Είναι θετικό ότι η Προγραμματική συμφωνία για τη νέα Γερμανική κυβέρνηση προβλέπει μεταξύ άλλων την κατάργηση της ομοφωνίας στα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Είναι μία θέση που πιστεύω ότι και η Ελλάδα και η Κύπρος πρέπει να στηρίξουν», αναφέροντας ότι η ομοφωνία ήταν ο λόγος που μπλόκαρε η ανάληψη πιο ουσιαστικών δράσεων σε επίπεδο συμβουλίου απέναντι στην Τουρκική προκλητικότητα.
Στο πλαίσιο αυτό, ανέδειξε την ανάγκη για ένα Νέο Ελσίνκι, «για μια συνολική συμφωνία, ανάλογη με αυτή που επετεύχθη το 1999 στο Ελσίνκι που διασφάλισε την είσοδο της Κύπρου στην Ένωση», καθώς η ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας έχει επέλθει ουσιαστικά σε τέλμα. «Σε αυτό το νέο πλαίσιο θα διασφαλίζεται ότι οι Ευρωτουρκικές σχέσεις δε θα περιορίζονται μόνο στην οικονομία αλλά θα διασφαλίζουν και τα εθνικά μας συμφέροντα. Αυτό θα μπορούσε να γίνει με το να προχωρήσουμε στις διαπραγματεύσεις και στην αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης, εάν και εφόσον βεβαίως εφαρμοστεί πλήρως η υπάρχουσα, προβλέποντας ταυτόχρονα και αυτοματοποιημένες κυρώσεις, χωρίς την ανάγκη ομοφωνίας, στις περιπτώσεις που η Τουρκία παραβιάζει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και το διεθνές δίκαιο. Συγχρόνως, να καταλήξουμε σε ένα συγκεκριμένο και δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα για την επίλυση της μοναδικής διαφοράς που έχουμε με την Τουρκία, αυτή του καθορισμού υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, βάσει του Διεθνούς Δικαίου και της Διεθνής Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, που έχουν υπογράψει όλες οι Ευρωπαϊκές χώρες».
Ακολουθεί ολόκληρη η ομιλία του κ. Ανδρουλάκη:
Καταρχάς θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την πρόσκληση να συμμετάσχω στη συζήτηση για το μέλλον της Κοινής Ευρωπαϊκής Άμυνας. Ως Αντιπρόεδρος της Επιτροπής Άμυνας και Ασφάλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θεωρώ ότι είναι πολύ σημαντικό που κάνουμε αυτή τη συζήτηση εδώ στην Κύπρο.
Θεωρώ πολύ σημαντικό το γεγονός επίσης ότι πλέον έχει ξεκινήσει ένας δομημένος διάλογος για το μέλλον της Κοινής Ευρωπαϊκής Άμυνας, ο οποίος δεν είναι φιλολογικός αλλά άμεσος και πρακτικός. Θυμάμαι μέχρι πριν από κάποια χρόνια, η όποια συζήτηση σταματούσε πριν καν ξεκινήσει. Η λέξη ευρωστρατός σχεδόν απαγορευμένη και η ιδέα μίας αυτοδύναμης Ευρώπης στα θέματα Άμυνας σχεδόν αιρετική και ανταγωνιστική προς το ΝΑΤΟ.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η αποτυχία της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άμυνας πριν από περίπου 70 χρόνια είχε ρίξει μια βαριά σκιά σε αυτή την έκφανση της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης.
Όμως οι διεθνείς εξελίξεις με την απομάκρυνση των ΗΠΑ από την ευρύτερη περιοχή μας που ξεκίνησε ήδη επί Ομπάμα κλιμακώθηκε επί Τραμπ και συνεχίζεται επί Μπάιντεν, η αποσταθεροποίηση του ΝΑΤΟ επί εποχής Τραμπ και οι αμφιβολίες κατά πόσο οι ΗΠΑ θα παρέμβουν αν ποτέ χρειαστεί αλλά και η πορεία που έχει ακολουθήσει η Τουρκία τα τελευταία χρόνια άρχισε να πείθει και τους πιο δύσπιστους ότι η Ευρώπη πρέπει να μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της.
Αν και δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι η πορεία αυτή θα ολοκληρωθεί αύριο, πλέον είναι ένα ρεαλιστικό ενδεχόμενο.
Όμως η πορεία αυτή δεν θα είναι εύκολη. Το αντίθετο. Όσο κι αν ακούγεται ευχάριστη η δημιουργία ενός σώματος 5.000 στρατιωτών το οποίο θα είναι έτοιμο προς ανάπτυξη σε περίπτωση που χρειαστεί, η δημιουργία Ευρωστρατού έχει ένα πολύ σημαντικό εμπόδιο, τα αντικρουόμενα συμφέροντα των Κρατών Μελών.
Επιτρέψτε μου ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, την Κοινή Απόφαση του 2008 για τα κοινά κριτήρια για τις εξαγωγές όπλων προς τις τρίτες χώρες. Μέχρι και σήμερα, παρά την πρόσφατη αναθεώρησή της παραμένει ένα ευχολόγιο καθώς η κάθε χώρα την ερμηνεύει κατά το δοκούν.
Αφού είμαστε στην Κύπρο να παραθέσω ένα περιστατικό το οποίο θα γίνει και πιο εύκολα κατανοητό. Τα τελευταία χρόνια οι προκλήσεις της Τουρκίας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και του Αιγαίου είναι συνεχείς και κλιμακούμενες. Παρά τη φαινομενική υποχώρησή τους μετά το θερμό καλοκαίρι του 2020, ποτέ δεν σταμάτησαν και πολύ φοβάμαι ότι λόγω της δεινής οικονομικής κατάστασης στη γειτονική χώρα μπορούν να επανέλθουν χειρότερες από πριν.
Ενώ λοιπόν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έχει καταδικάσει τις Τουρκικές προκλήσεις, έχει επιβάλει κυρώσεις σε Τούρκους αξιωματούχους για τις παράνομες ενέργειες στην Κυπριακή ΑΟΖ και όπως ανακοίνωσε ο Ύπατος Εκπρόσωπος στο Συμβούλιο του Δεκεμβρίου θα παρουσιαστεί ένας νέος κατάλογος μέτρων για το παράνομο άνοιγμα στα Βαρώσια, Ευρωπαϊκές χώρες συνεχίζουν να πωλούν όπλα στην Τουρκία, σε πλήρη αντίθεση με τα κριτήρια 4 για την Περιφερειακή Ασφάλεια και 5 για την προστασία της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών μελών. Την προηγούμενη εβδομάδα μάλιστα, η Ισπανία σύναψε μία συμφωνία που προβλέπει την ενίσχυση της συνεργασίας στον αμυντικό τομέα.
Μάλιστα, όταν συζητάγαμε πέρσι τέτοια εποχή την τροπολογία μου στο ψήφισμα σχετικά με την εφαρμογή της Κοινής Θέσης, η οποία και τελικά εγκρίθηκε, όπου ζητάγαμε την απαγόρευση πώλησης όπλων από τις Ευρωπαϊκές χώρες στην Τουρκία, ο αντίλογος ήταν ότι είναι μία συμμαχική χώρα στο ΝΑΤΟ, άρα δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό.
Το παράδειγμα αυτό το ανέφερα για να τονίσω ότι χρειαζόμαστε ένα Κοινό Ευρωπαϊκό Αμυντικό δόγμα. Η συζήτηση για τη δημοσίευση ενός κειμένου στρατηγικού προσανατολισμού είναι ένα πρώτο βήμα. Αρκεί όμως να αποφέρει συγκεκριμένα αποτελέσματα.
Το ζήτημα δεν είναι να έχουμε κάποιες κοινές μονάδες χιλιάδων στρατιωτών κάπου σταθμευμένες στην Αυστρία ή την Τσεχία αλλά να ξέρουμε ότι αν χρειαστεί πως θα χρησιμοποιηθούν. Όπως έχουμε τα Πορτογαλικά αεροσκάφη να περιπολούν στις Βαλτικές στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, έτσι να έχουμε και ευρωπαίους στρατιώτες, κι ας είναι κάποιες εκατοντάδες μόνο να περιπολούν στα νότια Ευρωπαϊκά σύνορα. Θα ήταν ένα πολύ σημαντικό μήνυμα ότι δεν είμαστε μόνοι μας. Είναι ζήτημα έμπρακτης αλληλεγγύης και δικαιοσύνης.
Πως μπορούμε λοιπόν να αποκτήσουμε αυτή την κοινή κουλτούρα;
Η στρατιωτική εκπαίδευση και γενικότερα η εκπαίδευση στελεχών των Υπουργείων Άμυνας και Εξωτερικών έχει ένα πολύ σημαντικό ρόλο να παίξει σε αυτό, καθώς μπορεί να εξηγήσει πως σκέφτεται η κάθε χώρα και να μπούμε στη θέση τους. Να βοηθήσει εμάς να καταλάβουμε την απειλή που νιώθουν για παράδειγμα οι βαλτικές χώρες από τη Ρωσία και τους Πολωνούς για παράδειγμα τι σημαίνει η Τουρκική απειλή για τους Έλληνες και τους Τούρκους.
Σε αυτό το σημείο το στρατιωτικό Erasmus μπορεί να αποδειχθεί ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο. Το ίδιο και το Ευρωπαϊκό Κολλέγιο Άμυνας και Ασφάλειας καθώς μπορεί να αποτελέσει το κέντρο ανάπτυξης αυτής της κοινής οπτικής που έχουμε ανάγκη.
Σε αυτό το πλαίσιο πολύ θετικό ρόλο μπορεί να έχει και η πρόσφατη ΕλληνοΓαλλική Αμυντική Συμφωνία, καθώς προβλέπει την ενίσχυση της συνεργασίας σε αυτά τα επίπεδα αλλά και την ανταλλαγή προσωπικού.
Επιπλέον στον τομέα της Έρευνας πρέπει να εκμεταλλευτούμε τη PESCO και το Ευρωπαϊκό Ταμείο για την Άμυνα. Να προωθήσουμε κοινά ερευνητικά προγράμματα τα οποία θα επιτρέψουν όχι μόνο την ανάπτυξη ενός κοινού αμυντικού σχεδιασμού, αλλά μία πραγματική κοινή αγορά αμυντικού εξοπλισμού. Δεν μπορούμε να μιλάμε για μία πραγματική Αμυντική Ένωση όπου οι χώρες της περιφέρειας είναι αυτές με τις μεγαλύτερες αμυντικές δαπάνες και όπου κάποιες χώρες είναι οι παραγωγοί εξοπλισμού και κάποιες άλλες μόνο καταναλωτές.
Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να συζητήσουμε και την αναθεώρηση της οδηγίας για τις προμήθειες αμυντικού εξοπλισμού ώστε να δίνεται πιο εύκολα η δυνατότητα συμπαραγωγής μεταξύ των κρατών, κάτι που θα επιτρέψει την ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας και σε άλλα κράτη μέλη.
Η Ελλάδα παρά τη δεκαετή κρίση ήταν οι μόνες χώρες μαζί με την Εσθονία που κράτησαν τις στρατιωτικές τους δαπάνες πάνω από το 2% του ΑΕΠ. Αυτό είναι δημοσιονομικά μη βιώσιμο όταν η χώρα είναι απλώς καταναλωτής όπλων που παρασκευάζονται στο εξωτερικό.
Θα ήθελα ακόμα να αναφερθώ και σε μία κάπως αιρετική για πολλούς θέση. Κατά τη γνώμη μου, ένα θέμα το οποίο δημιουργεί περισσότερα προβλήματα παρά λύνει στην προσπάθεια για περισσότερη ενοποίηση στα ζητήματα Εξωτερικής Πολιτικής και Άμυνας είναι ο κανόνας της Ομοφωνίας. Πως αναμένουμε ότι θα αποκτήσουμε κοινή αμυντική κουλτούρα αν περιοριζόμαστε στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή; Πως θα προχωρήσουμε σε τολμηρές αποφάσεις όταν ακόμα και για το κόμμα εξαρτόμαστε από χώρες όπως η Ουγγαρία ή η Πολωνία;
Είναι θετικό ότι η Προγραμματική συμφωνία για τη νέα Γερμανική κυβέρνηση προβλέπει μεταξύ άλλων την κατάργηση της ομοφωνίας στα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Είναι μία θέση που πιστεύω ότι και η Ελλάδα και η Κύπρος πρέπει να στηρίξουν. Άλλωστε περισσότερα προβλήματα μας έχει δημιουργήσει καθώς η ομοφωνία ήταν που μπλόκαρε την ανάληψη πιο ουσιαστικών δράσεων σε επίπεδο συμβουλίου απέναντι στην Τουρκική προκλητικότητα.
Στο πλαίσιο αυτό και για να αντιμετωπίσουμε τις δυσκολίες που προκύπτουν από την ανάγκη ομοφωνίας σε όλα και καθώς η ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας έχει επέλθει ουσιαστικά σε τέλμα, πρέπει να προχωρήσουμε σε μία συνολική συμφωνία, ανάλογη με αυτή που επετεύχθη το 1999 στο Ελσίνκι που διασφάλισε την είσοδο της Κύπρου στην Ένωση.
Σε αυτό το νέο πλαίσιο θα διασφαλίζεται οι Ευρωτουρκικές σχέσεις δε θα περιορίζονται μόνο στην οικονομία αλλά θα διασφαλίζουν και τα εθνικά μας συμφέροντα. Αυτό θα μπορούσε να γίνει με το να προχωρήσουμε στις διαπραγματεύσεις και στην αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης, εάν και εφόσον βεβαίως εφαρμοστεί πλήρως η υπάρχουσα, προβλέποντας ταυτόχρονα και αυτοματοποιημένες κυρώσεις, χωρίς την ανάγκη ομοφωνίας, στις περιπτώσεις που η Τουρκία παραβιάζει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και το διεθνές δίκαιο. Συγχρόνως, να καταλήξουμε σε ένα συγκεκριμένο και δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα για την επίλυση της μοναδικής διαφοράς που έχουμε με την Τουρκία, αυτή του καθορισμού υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, βάσει του Διεθνούς Δικαίου και της Διεθνής Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, που έχουν υπογράψει όλες οι Ευρωπαϊκές χώρες.
Ολοκληρώνοντας, θα ήθελα να υπογραμμίσω τη σημασία ανάπτυξης μίας κοινής ευρωπαϊκής κουλτούρας στα ζητήματα άμυνας και ασφάλειας. Είναι η προϋπόθεση για να προχωρήσουμε και ό ρόλος της εκπαίδευσης είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Για το λόγο αυτό σας ευχαριστώ για την πρόσκληση σήμερα.
Σας ευχαριστώ