Οι ομαδικές απολύσεις και η απόσυρση των νομοσχεδίων της κυβέρνησης, τα οποία είχαν χαρακτηριστεί ως «μονομερείς ενέργειες» από τους εταίρους, φαίνεται να επανέρχονται στο προσκήνιο ως προαπαιτούμενο για την υπογραφή του νέου Μνημονίου.

Στους όρους του νομοσχεδίου αναφέρεται ρητά ότι η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να εξετάσει την απόσυρση των νομοσχεδίων που ψήφισε, τα οποία κρίνονται ότι έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις δεσμεύσεις που υπαγορεύτηκαν σε προηγούμενα προγράμματα, εκτός εάν βρει και αντιπροτείνει ισοδύναμα μέτρα, τα οποία θα εγκριθούν από τους θεσμούς.

Οι διαβουλεύσεις επί του θέματος στο Μέγαρο Μαξίμου αναμένονται πυρετώδεις, καθώς ο κίνδυνος να καταπατηθεί η «κόκκινη γραμμή» της κυβέρνησης όσον αφορά στις ομαδικές απολύσεις, είναι περισσότερο από ορατός, με πρώτα θύματα τις καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών και τους εργαζομένους της Εθνικής Ραδιοτηλεόρασης. Το σενάριο αυτό ενδέχεται να αποφευχθεί, εάν η κυβέρνηση δεν προχωρήσει σε νέες προσλήψεις και αντισταθμίσει αυτές που προβλέπονται μέχρι το 2020.

Ακολουθεί το απόσπασμα του νομοσχεδίου:

«Με εξαίρεση το νομοσχέδιο για την ανθρωπιστική κρίση, η ελληνική Κυβέρνηση θα επανεξετάσει, με σκοπό την τροποποίηση, τη νομοθεσία που εισήχθη σε αντίθεση με τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, υπαναχωρώντας σε δεσμεύσεις προηγούμενων προγραμμάτων, ή θα προσδιορίσει σαφή ισοδύναμα αντισταθμιστικά μέτρα για τα κεκτημένα δικαιώματα που δημιουργήθηκαν στο μεσοδιάστημα. Οι ανωτέρω καταγεγραμμένες υποχρεώσεις αποτελούν τις ελάχιστες προϋποθέσεις για την έναρξη διαπραγματεύσεων με τις Ελληνικές Αρχές. Ωστόσο, το Eurosummit κατέστησε σαφές, ότι η έναρξη των διαπραγματεύσεων δεν αποκλείει κάποια τελική συμφωνία σε ένα νέο πρόγραμμα του Ε.Μ.Σ., το οποίο θα πρέπει να βασίζεται σε μία απόφαση επί του συνόλου του «πακέτου» (συμπεριλαμβανομένων των χρηματοδοτικών αναγκών, της βιωσιμότητας του χρέους και πιθανή χρηματοδοτική “γέφυρα”)».