Τη στήριξη της ελληνικής κυβέρνησης του Προγράμματος των Παγκόσμιων Γεωπάρκων της UNESCO για την περαιτέρω ανάπτυξη και τη διάχυσή του επιβεβαίωσε ο υφυπουργός Εξωτερικών Γιάννης Αμανατίδης στον χαιρετισμό που απηύθυνε στο 1ο διεθνές Διεθνές Συνέδριο με θέμα: «Παγκόσμια Γεωπάρκα UNESCO Ελλάδας- Κύπρου: Ανάδειξη και Διαχείριση της Γεωλογικής Κληρονομιάς, Εκπαίδευση, Τουρισμός και Βιώσιμη Ανάπτυξη» που διοργάνωσαν από κοινού οι Εθνικές Επιτροπές για την UNESCO Ελλάδας και Κύπρου και φιλοξενήθηκε στο Αμφιθέατρο του υπουργείου Εξωτερικών.

Ο κ. Αμανατίδης υπενθύμισε ότι το σημαντικό αυτό πρόγραμμα που αναδεικνύει περιοχές οι οποίες περικλείουν θέσεις γεωλογικής, οικολογικής και πολιτιστικής κληρονομιάς με διεθνή σημασία και απώτερο στόχο την προστασία, την προβολή και την διάχυση των αρχών της αειφορίας σε παγκόσμιο επίπεδο, εγκρίθηκε το 2015 και σήμερα περιλαμβάνει 140 τοποθεσίες από 38 χώρες.

Τα Παγκόσμια Γεωπάρκα, όπως εξήγησε ο υφυπουργός Εξωτερικών, αποτελούν παγκόσμια φυσική κληρονομιά, η οποία μπορεί να αξιοποιηθεί για την έρευνα, την εκπαίδευση και την ευαισθητοποίηση των πολιτών για την διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων, την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και των φυσικών κινδύνων και την επίτευξη των στόχων της παγκόσμιας ατζέντας για την βιώσιμη ανάπτυξη, που αποτελεί το πρίσμα μέσα από το οποίο η UNESCO προσεγγίζει την Εκπαίδευση, τις Επιστήμες και τον Πολιτισμό.

Η χώρα μας διαθέτει ήδη 5 περιοχές που χαρακτηρίζονται ως «Παγκόσμια Γεωπάρκα της UNESCO», τη Λέσβο, την περιοχή του Ψηλορείτη, την περιοχή του Εθνικού δρυμού Βίκου- Αώου, την περιοχή του Εθνικού Πάρκου Χελμού- Βουραϊκού και την περιοχή της Σητείας, ενώ έχει υποβάλει υποψηφιότητα για ένταξη και της περιοχής Κοζάνης-Γρεβενών και αναμένεται τους προσεχείς μήνες η αξιολόγηση για την αναγνώρισή της. Στην Κύπρο έχει αναγνωρισθεί ως Παγκόσμιο Γεωπάρκο UNESCO η περιοχή του Τροόδους.

Ο κ. Αμανατίδης ανέδειξε τη σημασία που έχει για τη χώρα μας η αναγνώριση περιοχών ως «Παγκόσμιων Γεωπάρκων της UNESCO», καθώς όπως είπε, αυτή «μπορεί να συμβάλει στην ανάδειξη της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της Ελλάδας, την ενίσχυση της αγροδιατροφής, την προβολή των περιοχών αυτών ως πρότυπων προορισμών εναλλακτικού τουρισμού, τόσο για τον εσωτερικό, όσο και για τον εισερχόμενο τουρισμό, την τόνωση της επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας, την προώθηση του εθελοντισμού, αλλά και την ενδυνάμωση των τοπικών κοινωνιών».

Προσέθεσε δε ότι ο διαρκής έλεγχος, ανά τετραετία επαναξιολόγησης τους από την UNESCO για την ορθολογική διαχείριση και την διατήρηση υψηλού επιπέδου λειτουργίας και παροχής υπηρεσιών προς το κοινό προκειμένου να παραμείνουν στο Πρόγραμμα, εξασφαλίζει την ενεργό συμμετοχή των Γεωπάρκων ως εργαλείων αειφόρου τοπικής ανάπτυξης.

Ο υφυπουργός Εξωτερικών επισήμανε, τέλος, ότι τα Παγκόσμια Γεωπάρκα, μέσω των δυνατοτήτων που παρέχονται από τη δικτύωση, τις συνέργειες και την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών, μπορούν να συμβάλουν στην αναζωογόνηση της υπαίθρου, στην δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και στην βιώσιμη τοπική ανάπτυξη με την αξιοποίηση των τοπικών πόρων, ενώ η ανάδειξή τους μέσω της UNESCO μπορεί επιπλέον να λειτουργήσει ως διεθνές σήμα ποιότητας των περιοχών και να συμβάλει καθοριστικά στην προβολή και την βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη.

Στο συνέδριο συμμετείχαν επίσης η υπουργός Πολιτισμού Λυδία Κονιόρδου, ο υπουργός Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος της Κύπρου Κώστας Καδής, και η πρόεδρος της Ελληνικής Εθνικής Επιτροπής για την UNESCO Αικατερίνη Τζιτζικώστα.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ