«Δεν μπορούν να υπάρχουν προειλημμένες αποφάσεις ερήμην της βάσης και του Ιδρυτικού Συνεδρίου του νέου φορέα. Τα θέματα της συγκρότησης ενιαίας κοινοβουλευτικής ομάδας, της διενέργειας δημοψηφίσματος για τις μετεκλογικές συνεργασίες και της ονομασίας του νέου φορέα, όπως Δημοκρατικό Κόμμα, ώστε να καλύπτει το ευρύ φάσμα της σοσιαλδημοκρατίας, του προοδευτικού κέντρου και της ανανεωτικής αριστεράς, θα αποτελέσουν προτάσεις μου για το Συνέδριο του νέου φορέα»: με τα λόγια αυτά, ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ, Θανάσης Θεοχαρόπουλος αποκαλύπτει στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων τις προτάσεις του για το συνέδριο του νέου προοδευτικού φορέα.

Ο κ. Θεοχαρόπουλος αναφέρει ότι η πολιτική στόχευση του νέου φορέα «είναι να γίνει πρωταγωνιστής που θα σπάσει τον άγονο και πολωτικό δικομματισμό μεταξύ ριζοσπαστικού λαϊκισμού και δεξιού νεοσυντηρητισμού και θα βγάλει τη χώρα από τα σημερινά αδιέξοδα».

Ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ υπογραμμίζει, στη συνέντευξή του στο Πρακτορείο, ότι η χώρα δεν χρειάζεται απλώς επείγουσες μεταρρυθμίσεις, αλλά συνολική επανοικοδόμηση με σχέδιο βιώσιμης ανάπτυξης και παραγωγικής ανασυγκρότησης ασκώντας έντονη κριτική στη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ .

Αίσθηση προκαλεί η θέση του κ. Θεοχαρόπουλου ότι «σήμερα απαιτείται ένας συνδικαλιστικός νόμος προσαρμοσμένος και όχι έξω από τις ανάγκες της εποχής με εκτενή διαβούλευση με τους κοινωνικούς φορείς και ευρεία συναίνεση» ενώ δηλώνει ότι δεν είναι μεταρρύθμιση η πώληση δύο λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ αλλά χρειάζεται ένας μεσοπρόθεσμος σοβαρός σχεδιασμός για προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων σε ανανεώσιμες πηγές παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και απεξάρτηση από τον λιγνίτη.

Στη συνέντευξή του στο ΑΠΕ/ΜΠΕ, ο Θανάσης Θεοχαρόπουλος εκτιμά ότι οι ευθύνες της κυβέρνησης για την επίσκεψη του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι σημαντικές γιατί δεν είχε διασφαλισθεί ότι δεν θα υπάρξει εικόνα δημόσιας αντιπαράθεσης, και έγιναν επιπόλαιοι και ατυχείς χειρισμοί από τους εκπροσώπους της χώρας μας.

«Όταν ανοίγει, και μάλιστα δημόσια, θέμα συνθήκης της Λωζάννης, φυσικά και ανησυχώ πολύ. Η διεθνής νομιμότητα εξασφαλίζεται από τη ισχύ της Ε.Ε. ως συνόλου και από τους διεθνείς οργανισμούς», τονίζει.