Τη μνήμη των 353.000 θυμάτων της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου τιμά σήμερα η χώρα, με ακόμα πιο δυνατό το αίτημα για επίσημη αναγνώρισή της από τη διεθνή κοινότητα. Άλλωστε η πρόσφατη αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων από τις ΗΠΑ δίνει στον πολιτικό κόσμο της Ελλάδας το επιχείρημα που χρειάζεται ώστε να πιέσει τη διεθνή κοινότητα προς αυτή την κατεύθυνση.
Η παγκόσμια αναγνώριση της γενοκτονίας των Ποντίων είναι ο ελάχιστος φόρος τιμής στους εκατοντάδες
Η 19η Μαΐου 1919 είναι η ημέρα κατά την οποία ο Κεμάλ Ατατούρκ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα για να οργανώσει τη σκληρότερη φάση της γενοκτονίας του ποντιακού Ελληνισμού, στο πλαίσιο του πολέμου που είχε ξεκινήσει για να αποχωρήσουν από τη Μικρά Ασία οι Έλληνες και οι υπόλοιποι δυτικοί σύμμαχοι που κρατούσαν εδάφη της. Ωστόσο η αρχή του τέλους για τους Έλληνες του Πόντου χρονολογείται από το 1914-1915, όταν οι Νεότουρκοι έθεσαν σε εφαρμογή το σχέδιο να απαλλαγούν από τους χριστιανικούς πληθυσμούς της ευρύτερης περιοχής.
Με πρόσχημα την υποτιθέμενη λιποταξία Ελλήνων οι οποίοι υπηρετούσαν στο οθωμανικό στράτευμα που ηττήθηκε από τους Ρώσους το 1915, όλοι μεταφέρθηκαν σε τάγματα εργασίας και άρχισαν οι εκτοπισμοί από την Κερασούντα και τη Σινώπη, οι οποίοι συνοδεύτηκαν από μαζικές δολοφονίες και πυρπολήσεις δεκάδων χωριών. Στα χρόνια που ακολούθησαν, και μετά την υπογραφή της συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόβσκ και την αποχώρηση των Ρώσων από την περιοχή του Ανατολικού Πόντου, οι Τούρκοι έγιναν ακόμα πιο αμείλικτοι, κυρίως όταν αντιμετώπιζαν ένοπλη αντίσταση από τους Ποντίους.
Το 1919, όταν ξεκίνησε η πιο άγρια φάση της γενοκτονίας, ο Κεμάλ είχε δίπλα του ως συνεργάτη τον τσέτη Τοπάλ Οσμάν, ο οποίος είχε πει: «Mην ανησυχείτε καθόλου, στρατηγέ μου. Όλους αυτούς τους Πόντιους Ρωμιούς θα τους περιποιηθώ έτσι, που θα πνιγούν όλοι τους μέσα στις σπηλιές, σαν τις γαϊδουρινές μέλισσες». Ο Οσμάν ήταν αυτός που εκτέλεσε το σχέδιο για τις σφαγές και τις εκτοπίσεις των Ελλήνων στη Σαμψούντα και σε 394 χωριά της περιοχής. Μεταξύ Φεβρουαρίου και Αυγούστου του 1920 έγιναν η πυρπόληση της Μπάφρας και η μαζική εξόντωση των 6.000 Ελλήνων που είχαν βρει καταφύγιο στις εκκλησίες της περιοχής. Από τους 25.000 Έλληνες που ζούσαν στις περιοχές της Μπάφρας και του Ααζάμ, το 90% δολοφονήθηκε, ενώ οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας.
Οι προύχοντες και οι άνθρωποι του πνεύματος συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο από τα αποκαλούμενα «Δικαστήρια της Ανεξαρτησίας» στην Αμάσεια. Παράλληλα σημειώνονταν και εξαναγκαστικές αποσπάσεις νεαρών κοριτσιών και αγοριών από τις οικογένειές του, τα οποία δίνονταν για τα χαρέμια των εύπορων Τούρκων.
Οι Ελληνοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους υπολογίζονται στις 353.000. Όσοι γλίτωσαν από τους Τούρκους κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Νότια Ρωσία, ενώ περίπου 400.000 ήρθαν στην Ελλάδα.
Η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα στις 24 Φεβρουαρίου 1994 την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως Ημέρας Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού και τότε ξεκίνησε η παγκόσμια εκστρατεία ποντιακών φορέων για τη διεθνή αναγνώρισή της. Σήμερα η σφαγή των Ελλήνων του Πόντου αναγνωρίζεται ως γενοκτονία από τέσσερις χώρες: την Κύπρο, τη Σουηδία, την Αρμενία και την Ολλανδία. Αναγνωρίζεται επίσης από τις πολιτείες των ΗΠΑ: Νέα Υόρκη, Νιου Τζέρσεϊ, Κολούμπια, Νότια Καρολίνα, Τζόρτζια, Πενσιλβάνια, Φλόριντα, Ρόουντ Άιλαντ, Ιντιάνα, Νότια Ντακότα και Δυτική Βιρτζίνια, τις πολιτείες της Νότιας Αυστραλίας και της Νέας Νότιας Ουαλίας στην Αυστραλία, καθώς και από το Τορόντο του Καναδά.
Να τεθεί επίσημα το θέμα της αναγνώρισης της γενοκτονίας των Ποντίων από τις κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια των ξένων κρατών ζητάει και ο βουλευτής Β’ Θεσσαλονίκης της Νέας Δημοκρατίας, Σάββας Αναστασιάδης, σε βιντεοσκοπημένο μήνυμά του.