Σύνταξη – επιμέλεια: Στέλιος Βασιλούδης
Η επιβλαβής ανάπτυξη φυκιών κυριαρχεί καθώς ο κόσμος θερμαίνεται και το διοξείδιο του άνθρακα (CO2) αυξανεται – και δεν φαίνεται να υπάρχει εύκολη λύση.
Καθως στέκεται στη μαρίνα, ο Rob Skelly κοιτάζει το σκοτεινό ποτάμι όπου φωτεινά στίγματα από φύκια παρασύρονται στο νερό. Ένας πράσινος εισβολέας που λαμπυρίζει. «Αρχίζει να αυξάνεται», λέει ο ίδιος. «Αύριο, θα διαπιστώσουμε ότι υπάρχουν τέτοιες συστάδες σε όλο το ποτάμι – και μετά την επόμενη μέρα θα υπάρχουν όλο και περισσότερες», συμπληρώνει.
Μέχρι αυτό το καλοκαίρι, ο Skelly δεν είχε δει ποτέ φύκια να πηγαίνουν πέρα – δώθε
στον ποταμό Bann, έναν σημαντικό πλωτό δρόμο στη Βόρεια Ιρλανδία. Ο ιδιοκτήτης του Cranagh Activity Center δημιούργησε την ακμάζουσα επιχείρησή του για θαλάσσια σπορ πριν από 27 χρόνια, και βρίσκεται σε αυτό το μέρος από το 2015. Τα φύκια σκότωσαν την επιχείρηση – μετά από αναφορές ειδήσεων για γαλαζοπράσινα φύκια που παράγουν τοξίνες σε λίμνες και ποτάμια στη Βόρεια Ιρλανδία, οι άνθρωποι άρχισαν να ακυρώνουν μαζικά τις κρατήσεις τους για μαθήματα θαλάσσιου σκι και παρόμοιες δραστηριότητες. Ο Skelly δεν τους κατηγορεί. «Πώς μπορώ να βάλω πελάτες σε αυτό;», αναρωτιέται κοιτάζοντας το διάστικτο νερό. Η σεζόν καταστράφηκε και ο Skelly αποφάσισε να κλείσει οριστικά την επιχείρησή του.
Η μάστιγα των τοξικών γαλαζοπρασινων φυκιών γίνεται όλο και πιο προβληματική παγκοσμίως, εν μέρει λόγω της κλιματικής αλλαγης. Παρά το όνομα τους, δεν είναι στην πραγματικότητα φύκια, αλλά μια ομάδα βακτηρίων φωτοσύνθεσης που ονομάζονται κυανοβακτήρια. Κάτω από κατάλληλες συνθήκες, μπορούν ξαφνικά να πολλαπλασιαστούν σε τεράστιες εκτάσεις νερού, αφήνοντας χαρακτηριστικά γκριζωπά – μπλε σημάδια στις παράκτιες περιοχες λιμνών ή ποταμών. Συχνά, μια πολύ δυσάρεστη, δυνατή μυρωδιά που μοιάζει με αποχέτευση εξαπλώνεται στις πληγείσες περιοχές.
Αυτά τα μικρόβια μερικές φορές παράγουν τεράστιες ποσότητες τοξινών – τις κυανοτοξίνες – που μπορεί να προκαλέσουν διάρροια, έμετο, αναπνευστικές δυσκολίες και περιστασιακά ακόμη και θάνατο στον άνθρωπο. Έχουν επίσης ενοχοποιηθεί για θανάτους ζώων. Στις Ηνωμένες Πολιτείες οι ανθρωποι που ζουν κοντά σε λίμνες όπου τα κυανοβακτήρια εμφανίζονται τακτικά, διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο καρκίνου του ήπατος και ορισμένες έρευνες δείχνουν ότι οι κυανοτοξίνες μπορεί να προκαλέσουν ακόμη και νόσο του κινητικού νευρώνα – αν και αυτό δεν έχει ακόμη επιβεβαιωθει. Η έρευνα υποδηλώνει ότι οι κυανοτοξίνες μπορούν πιθανότατα να σχηματίσουν αεροζόλ και να εισπνευσθούν όταν το νερό εκτοξεύεται κατά τη διάρκεια ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων ή ψαρέματος.
Η γενετική ανάλυση υποδεικνύει ότι τα κυανοβακτήρια υπάρχουν εδώ και περίπου 3 δισεκατομμύρια χρόνια. Ενώ η απόρριψη λυμάτων και αποβλήτων από τα αγροκτήματα είναι γνωστό από καιρό ότι ευνοεί την ανάπτυξη τους στα υδάτινα σώματα, τα κυανοβακτήρια φαίνεται να ανθίζουν πλέον πραγματικά, καθώς οι παγκόσμιες θερμοκρασίες και τα επίπεδα CO2 στην ατμόσφαιρα αυξάνονται.
«Αυτό, νομίζω, είναι η πραγματικά ακαταμάχητη απόδειξη για τη σχέση της με την κλιματική αλλαγή – βλέπουμε αυτές τις μεταβολές σε μέρη όπου δεν υπήρξε πραγματικά ουσιαστική αύξηση στην αστικοποίηση ή τη χρήση λιπασμάτων», λέει ο Hans Paerl από το Πανεπιστήμιο του North Carolina-Chapel Hill’s Institute of Marine Sciences. «Είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα», συνεχίζει. Τα κυανοβακτήρια αποδεικνύονται απειλή σχεδόν παντού – από τη Φλόριντα μέχρι την Αφρική και την Κίνα. Στη λίμνη Taihu της Κίνας, οι ποσότητες είναι τόσο μεγάλες που οι αρχές αγωνίζονται για χρόνια για να αφαιρέσουν την τοξικη λάσπη με φυσικά μέσα, χρησιμοποιώντας ειδικά μηχανήματα που τη «μασούν» χρησιμοποιώντας εκατοντάδες μικροσκοπικά δόντια.
Φέτος στη Βόρεια Ιρλανδία, μερικές από τις πιο σοβαρές αποικίες εμφανίστηκαν στο Lough Neagh, το μεγαλύτερο όγκο γλυκού νερού ανά επιφάνεια στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία. Μερικοί ντόπιοι έχουν περιγράψει την παρουσια τους ως τη χειρότερη που έχουν δει στη ζωή τους και υπάρχουν αναφορες για πολλαπλούς θανάτους σκύλων που πιθανώς προκλήθηκαν από κυανοτοξίνες. Από το Lough Neagh, το νερό ρέει στον ποταμό Bann και κατευθύνεται βόρεια προς την πόλη Coleraine, όπου μέχρι πρόσφατα βρισκόταν η επιχείρηση θαλάσσιων σπορ του Rob Skelly. Τέλος, ο Bann εκβάλει στη θάλασσα στη βόρεια ακτή της Βόρειας Ιρλανδίας. Προειδοποιήσεις για τα γαλαζοπράσινα φύκια είχαν τοποθετηθεί σε διάφορεςπαραλίες εκεί νωρίτερα αυτό το καλοκαίρι.
Περίπου το 40% του συνόλου του πόσιμου νερού της Βόρειας Ιρλανδίας προέρχεται από το Lough Neagh. Η NI Water, ο δημόσιος οργανισμός που είναι υπεύθυνος για το πόσιμο νερό, λέει ότι χρησιμοποιεί μεθόδους που είναι γνωστό ότι αφαιρούν τις κυανοτοξίνες. Η χλωρίωση από μόνη της δεν αρκεί, σημειώνει ο Paerl. Το 2007, μια εμφάνιση γαλαζοπρασινων φυκιών στη λίμνη Taihu στην Κίνα ήταν τόσο έντονη που 2 εκατομμύρια άνθρωποι αναγκάστηκαν να μείνουν χωρίς πόσιμο νερό για τουλάχιστον μια εβδομάδα.
Εκπρόσωπος της NI Water είπε ότι η επεξεργασία του πόσιμου νερού γίνεται με κοκκώδη ενεργό άνθρακα, ένα είδος διήθησης που αφαιρεί ορισμένες χημικές ουσίες, συμπεριλαμβανομένων των κυανοτοξινών. Τα τέστ για μια συγκεκριμένη κυανοτοξίνη, τη μικροκυστίνη – LR, στο πόσιμο νερό μετά την επεξεργασία, έδειξαν σταθερά εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα καθ’ όλη τη διάρκεια του 2023, πολύ κάτω από τις οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.
Ωστόσο, η NI Water δεν ελέγχει για κυανοτοξίνες το νερό της πηγής. «Από όσο γνωρίζω, κανείς δεν έχει κάνει ακόμη εξετάσεις για τοξίνες ούτε στο νερό ούτε στα ψάρια», λέει ο Matt Service στο Ινστιτούτο Γεωργίας Τροφίμων και Βιοεπιστημών της Βόρειας Ιρλανδίας. Μερικοί τοπικοί επιστήμονες ανησυχούν ότι η κατανόησή μας για το πόσο άφθονες είναι αυτές οι τοξίνες σε μέρη όπως το Lough Neagh παραμένει πολύ θολή.
Εκτός από τα συστατικά των αποβλήτων που εισέρχονται σε λίμνες και ποτάμια, τα οποία μπορούν να τονώσουν τον πολλαπλασιασμό των φυκιών και των κυανοβακτηρίων, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που μπορούν να πυροδοτήσουν την αυξηση τους. Η Βόρεια Ιρλανδία μόλις είχε τον πιο υγρό Ιούλιο που έχει καταγραφεί – και αυτό ενδεχομένως εχει επιταχύνει την απορροή αποβλήτων σε υδάτινα σώματα, συμπεριλαμβανομένου του Lough Neagh. Ο υδροφόρος ορίζοντας είναι επίσης 1 βαθμό Κελσίου θερμότερος σήμερα από ό,τι ήταν μόλις πριν από 30 χρόνια. «Αυτό θα μπορούσε να ωφελήσει τα κυανοβακτήρια έναντι των ανταγωνιστικών ειδών, συμπεριλαμβανομένων των φυκιών», λέει ο Don Anderson, ανώτερος επιστήμονας στο τμήμα βιολογίας στο Ωκεανογραφικό Ινστιτούτο Woods Hole στη Μασαχουσέτη. «Όταν κάνει πολύ ζέστη, άλλα είδη δεν αναπτύσσονται ή αναπτύσσονται αργά», εξηγεί. «Τα κυανοβακτήρια είναι εξαιρετικά ευέλικτα όσον αφορά την ανοχή τους» συμπληρώνει.
Επίσης υπάρχουν τα μύδια – ζέβρα. Αυτά τα χωροκατακτητικά μαλάκια κατοικούν στο Lough Neagh τουλάχιστον από το 2005. Εδώ, όπως και σε άλλες λίμνες στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, φαίνεται να καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες φυκιών, καθαρίζοντας το νερό στη διαδικασία. Αυτό μπορεί να ακούγεται θετικό, αλλά το πρόβλημα σύμφωνα με επιστήμονες, είναι ότι επιτρέπει στη συνέχεια περισσότερο φως στη λίμνη, δίνοντας δυνητικά την ευκαιρία στα κυανοβακτήρια να ευδοκιμήσουν – ενώ οι ανταγωνιστές τους καταβροχθίζονται από τα μύδια. «Νομίζω ότι είναι μια πολύ λογική υπόθεση», λέει ο Robin Rohwer από το Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Ώστιν, ο οποίος έχει μελετήσει τον επιπολασμό των κυανοτοξινών στη λίμνη Mendota στο Ουισκόνσιν. Τα δεδομένα που συλλέχθηκαν εδώ και δύο δεκαετίες υποδηλώνουν ότι, μετά την εισβολή των μυδιών – ζέβρα, η «τοξική περίοδος» στη λίμνη κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού επιμηκύνθηκε δραματικά – διαρκώντας κατα μέσο όρο περισσότερο από 50 ημέρες.
Ωστόσο, υπάρχουν αναπάντητα ερωτήματα. Ο Rohwer αναφέρει ότι δεν εντόπισε μια έκρηξη στα ίδια τα κυανοβακτήρια, απλώς μια αύξηση στον όγκο των τοξινών που υπάρχουν στη λίμνη. Το τι οδηγεί σε αυτό παραμένει ασαφές.
Οι άνθρωποι μπορούν να κάνουν σχετικά λίγα για να εμποδίσουν την άνθηση των γαλαζοπράσινων φυκιών, λέει ο Paerl. Ο Rohwer σημειώνει ότι είναι πρακτικά αδύνατο να εξαλειφθούν τα μύδια – ζέβρα από τη στιγμή που θα εγκατασταθούν. Η μόνη διαθέσιμη τακτική, στην πραγματικότητα, είναι η μείωση της απορροής αποβλήτων σε λίμνες και ποτάμια, για παράδειγμα με τη μείωση της χρήσης λιπασμάτων σε αγροκτήματα και τη δημιουργία ζωνών προστασίας ή τεχνητών υγροτόπων μεγάλων υδάτινων μαζών γύρω από τις όχθες, σε μια προσπάθεια απορρόφησης των αποβλήτων. Ο Paerl λέει ότι τέτοιες προσπάθειες ήταν αρκετά επιτυχείς στη Βόρεια Καρολίνα, για παράδειγμα.
Για τον Rob Skelly, η ζημιά, δυστυχώς, έχει ήδη γίνει. Ο ιδιος πέρασε τους τελευταίους μήνες κυνηγώντας δημόσιους φορείς για το πρόβλημα των κυανοβακτηρίων. «Κανείς δεν αναλαμβάνει την ευθύνη», ισχυρίζεται, προσθέτοντας ότι το ξαφνικό κλείσιμο της επιχείρησής του μοιάζει με το τέλος μιας εποχής. Πολλοί πρώην πελάτες του έχουν έρθει σε επαφη, για να εκφράσουν τη λύπη τους για αυτό που συνέβη. «Λάτρεψα κάθε μέρα της επαγγελματικής μου ζωής γιατί είχα το ποτάμι. Απλώς ήταν μέρος του DNA μου», προσθέτει ο Skelly. «Ποτέ δεν πίστευα ότι θα ήταν το ποτάμι που θα μου έκανε ζημιά».