Συνέντευξη: Λυδία Καραθανάση

Θα μπορούσε να περιοριστεί το μέγεθος της καταστροφής  των πυρκαγιών εάν στα δάση της χώρας δεν είχαμε πεύκα αλλά διαφορετικά δέντρα, όπως για παράδειγμα τα κυπαρίσσια; Ποιά φυτά καίγονται πιο αργά σε περίπτωση πυρκαγιάς; Απαντήσεις δίνει στη «Ζούγκλα» η δασολόγος Αναστασία Κατσαρέλια. «Φυτά που καίγονται πιο αργά είναι ενδεικτικά η χαρουπιά, ο σχίνος η φτελιά, η βελανιδιά το κυπαρίσσι, το σφενδάμι και η πικροδάφνη», αναφέρει αρχικά και προσθέτει:

«Με τις ξηροθερμικές συνθήκες που επικρατούν πλέον στην Ελλάδα δεν θα μπορούσε να επιβιώσει εύκολα κάτι άλλο πέρα από τα πευκοδάση. Το ορζοντιόκλαδο κυπαρίσσι φύεται σε μερικά μέρη στην Ελλάδα, όπως για παράδειγμα στην Κρήτη. Δεν είναι εύκολο να αλλάξουμε το είδος που φύεται στα ελληνικά δάση.  Από την αρχαιότητα είχαμε κυρίως βελανιδιές στα δάση, τα οποία ήταν πολύ λιγότερο εύφλεκτα. Τα πευκοδάση που έγιναν αργότερα είναι όντως πάρα πολύ εύφλεκτα, γι’αυτό και θέλουν ιδιαίτερη φροντίδα και διαχείριση προκειμένου να μην έχουμε τόσο έντονο όγκο καύσιμης ύλης. Σε διάφορες μελέτες αναδάσωσης που γίνονται, καθώς και σε άλλες μελέτες φύτευσης τα κυπαρίσσια προτείνονται ως ένα είδος που δεν είναι πυρόφιλο, όμως δεν είναι εύκολο να εγκατασταθούν κυπαρίσσια στη χώρα μας».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Τα κυπαρίσσια που συναντάμε σε διάφορα μέρη είναι ορθόκλαδα κυπαρίσσια και είναι εισαγόμενα, χρησιμοποιούνται για καλλωπιστικούς σκοπούς και σίγουρα και ως μίξη με άλλα είδη αλλά πέρα από το πεύκο τα περισσότερα είδη χρειάζονται μεγάλη φροντίδα. Οι αναδασώσεις που γίνονται έχουν συνήθως έναν ορίζοντα πενταετίας στη συντήρηση των εργασιών, καθώς το κόστος για να υπάρχει μεγαλύτερος χρόνος συντήρησης είναι αρκετά δυσβάσταχτο. Οι αναδασώσεις γίνονται σε περιοχές που δεν θα έχουμε φυσική αναγέννηση, είτε γιατί έχουν ξανακαεί, είτε  γιατί είναι πολύ πετρώδη τα εδάφη και έχει διαβρωθεί το έδαφος, οπότε η φυσική αναγέννηση δυσκολεύεται. Επομένως, προτιμούμε τη φυσική αναγέννηση γιατί πρόκειται για φυτά που είναι προσαρμοσμένα στις συνθήκες και δεν χρειάζονται ειδικότερη φροντίδα» προσθέτει η κα Κατσαρέλια.

Αναστασία Κατσαρέλια, Δασολόγος

Σχετικά με το τι φυτά θα πρέπει να φυτεύονται στις αναδασώσεις, αναφέρει: «Το πρώτο που είναι απαραίτητο να γίνει στις περιοχές που καίγονται είναι τα αντιδιαβρωτικά έργα δηλαδή κορμοδέματα και κορμοφράγματα για να συγκρατηθεί το έδαφος. Πέρα από το κυπαρίσσι χρησιμοποιούμε κι άλλα είδη πλατύφυλλα όπως η χαρουπιά, το σχίνο, οι κουμαριές, άλλα είδη τα οποία ωστόσο είναι θάμνοι. Δηλαδή οι χαρουπιές μπορούν να φτάσουν μέχρι κάποιο ύψος αλλά δεν γίνονται δέντρα που μπορούν να δημιουργήσουν ένα υψηλό δάσος. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και βελανιδιές ανάλογα και με τις συνθήκες της περιοχής. Εξετάζονται ειδικότερα  ζητήματα συνθηκών σε κάθε περιοχή που επεμβαίνουμε για να δούμε τα κατάλληλα είδη και τα είδη που μπορούν να επιβιώσουν και φυσικά να προσαρμόζονται στο οικοσύστημα της περιοχής, γιατί μπορεί να έχουμε ζώα τα οποία τρέφονται  από κάποια είδη ή κάποιες περιοχές που παράγουν μέλι. Το πευκοδάσος είναι μια πηγή εισοδήματος για πολλούς μελισσοκόμους οι οποίοι παράγουν πευκόμελο. Δεν μπορούμε ξαφνικά να εξαφανίσουμε τα πευκοδάση. Όλες οι μελέτες θα πρέπει να γίνονται και σε μια βάση της οικονομίας».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Σπίτια στα δάση και αντιπυρική προστασία

«Όσοι έχουν τα σπίτια τους σε συνέχεια δασικού ιστού δυστυχώς σε πολλές περιπτώσεις είναι εκτός σχεδίου. Η πολιτεία για κάποιους λόγους τα άφησε και ανεγέρθηκαν. Υπάρχουν σπίτια που καίγονται στα όρια δασών και είναι κυρίως αυθαίρετα. Πολλοί άνθρωποι θεωρούν ότι έχουν τακτοποιήσει το κτίσμα τους με κάποιους νόμους οι οποίοι όμως ισχύουν μόνο όταν δεν μιλάμε για δασικό αυθαίρετο. Για να απομακρυνθούν πεύκα που βρίσκονται εκτός σχεδίου χρειάζεται άδεια από τη δασική υπηρεσία. Η δασική υπηρεσία δεν θα δώσει άδεια γιατί πρόκειται για δασική έκταση- δασικό αυθαίρετο. Υπάρχει σε εξέλιξη διαδικασία, βάσει πρόσφατων νομοθετικών ρυθμίσεων, σχετικά με τα δασικά αυθαίρετα για τα οποία δε γνωρίζουμε πώς ακριβώς και αν θα νομιμοποιηθούν τελικά.» επισημαίνει η δασολόγος για τα σπίτια που βρίσκονται μέσα στα δάση.

Αναφορικά με το ποια φυτά μπορεί να φυτέψει κάποιος που έχει το σπίτι του σε δάσος προκειμένου να δημιουργήσει αντιπυρική ζώνη η κα Κατσαρέλια  απαντά: «Το να φυτέψει κάποιος κάτι δεν θα τον προστατέψει, θα μεγαλώσει την καύσιμη ύλη. Θα μπορούσε η ζώνη αντιπυρικής προστασίας να είναι με λιγότερο εύφλεκτα είδη. Κι αυτό ως αντιπυρική προστασία, γιατί επιβραδύνει ουσιαστικά την εξάπλωση της πυρκαγιάς. Δεν υπάρχει όμως κάτι που δεν καίγεται. Το φύλλο, ο κορμός, θα καεί , απλώς θα καεί πιο επιφανειακά, πιο αργά. Αν δεν είχαμε πεύκα και είχαμε κυπαρίσσια θα είχαμε περισσότερο χρόνο να κατασβέσουμε τη φωτιά. Τα πλατύφυλλα, τα φυλλόβολα που ρίχουν τα φύλλα τους, αν πιάσει μια φωτιά τον Νοέμβριο και έχουν ρίξει τα φύλλα δεν θα έχουν φύλλωμα να λαμπαδιάσει.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Το πεύκο που είναι κωνοφόρο έχει όλο το χρόνο τις βελόνες (το φύλλωμά του) και έχει και το ρετσίνι το οποίο βοηθάει στο να λαμπαδιάζει. Φυτά που καίγονται πιο αργά είναι ενδεικττικά η χαρουπιά, ο σχίνος η φτελιά, οι δρυς όπως η αριά, η βελανιδιά το κυπαρίσσι, το σφενδάμι και η πικροδάφνη.

Χρειάζονται 10 με 20 χρόνια για να αναγεννηθεί ένα δάσος

«Ένα δάσος όπως η Δαδιά που κάηκε ήταν πλούσιο, δυνατό, γερό δάσος και έχει πολλούς σπόρους. Θα αναγεννηθεί από μόνο του. Τα πρώτα χρόνια θα δούμε μια βλάστηση στους 20-30 πόντους. Βέβαια αυτό σχετίζεται και με τις συνθήκες όπως τι νερό παίρνουν αυτά τα δάση, τι συνθήκες θερμοκρασίας έχουν, αν το έδαφος είναι γόνιμο. Γύρω στα 10-20 χρόνια βλέπουμε ένα ωραίο δάσος. Πρασινίζει η περιοχή, χάνονται εντελώς τα καμένα. Την πρώτη πενταετία βλέπουμε θάμνους και χαμηλά δέντρα» λέει η επιστήμονας και συνεχίζει:

«Αυτή τη στιγμή στη Βόρεια Εύβοια που κάηκε έχει πρασινίσει το μέρος. Σε μία περιοχή στην Εύβοια μπήκαν άμεσα για αναδάσωση γιατί είχε καεί ξανά τα προηγούμενα χρόνια. Για όλα τα υπόλοιπα περίμεναν να δουν τι θα κάνει η φύση μόνη της , γιατί είναι και μεγάλα τα έξοδα για να φυτευτεί πλήρως ένα μέρος όπου η φυσική αναγέννηση θα προλάβει την τεχνητή.

Στην Πάρνηθα που έχουμε το ελατοδάσος, αυτή τη φορά η φωτιά δεν το πείραξε ιδιαίτερα, σε αντίθεση με την πυρκαγιά που είχε ξεσπάσει εκεί το 2007. Το ελατοδάσος δεν μπορεί να αναγεννηθεί από μόνο του, χρειάζεται σκίαση, γιατί η ελάτη είναι είδος το οποίο εάν βγει απότομα στην ηλιακή ακτινοβολία νεκρώνεται.  Η ελάτη είναι δύσκολο είδος και την έχουμε από κάποιο υψόμετρο και πάνω».

«Παλιότερα οι πυρκαγιές δεν έφταναν στα υψόμετρα των χιλίων μέτρων. Πλέον το βλέπουμε κι αυτό το φαινόμενο την τελευταία δεκαετία και για αυτό δυσκολεύονται να αναγεννηθούν δάση γιατί έχουν διαφορετικά είδη σε άλλα υψόμετρα που συνήθως είναι σκιόφυτα.

Επίσης στα καμένα έχουμε το πρόβλημα της πανίδας που παραμένει. Για παράδειγμα στην Πάρνηθα τότε που κάηκε τα ελάφια ήταν ήδη πολλά. Στη συνέχεια παρέμειναν ελάφια που δεν είχαν να τραφούν και τρεφόντουσαν με την αναγέννηση  δημιουργώντας της πρόβλημα. Ένα ακόμη πρόβλημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε στα δάση είναι ότι δεν έχουμε πλούσιο υπόροφο γιατί έχουν φύγει τα κοπάδια των κτηνοτροφικών ζώων τα οποία είτε τρέφονται πλέον στεγασμένα είτε σε πολύ περιορισμένα μέρη με πολύ χαμηλές κλίσεις γιατί εκεί είναι πιο οικονομικό να τραφούν.

Τώρα έχει περιοριστεί πάρα πολύ η βόσκηση και γι’αυτό έχουμε αυτά τα σύμπυκνα δάση με πολύ πλούσιο υπόροφο με αποτέλεσμα να παίρνει φωτιά να λαμπαδιάζει ο υπόροφος και να καίει όλα τα δέντρα ενώ αν είναι καθαρά από κάτω μπορεί  να τρέξει η φωτιά έρπουσα, χαμηλή στο έδαφος και να μην ανέβει στα δέντρα

Τέλος, να σημειώσουμε ότι η δασική υπηρεσία έχει απογυμνωθεί με αποτέλεσμα να διαχειρίζεται μερικά μόνο δάση κι αυτά κυρίως για να βγει ξύλο και όχι για να μπορέσει να απομακρυνθεί η καύσιμη ύλη και να μην έχουμε τα σοβαρά προβλήματα στο ξέσπασμα μιας πυρκαγιάς» καταλήγει η κα Κατσαρέλια.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης