«Παρά το γεγονός ότι τις περισσότερες ημέρες του περασμένου Νοεμβρίου η πόλη της Πάτρας βρισκόταν σε καθεστώς lockdown, η ρύπανση από τα αιωρούμενα σωματίδια αυξήθηκε και η ποιότητα του αέρα, για αρκετές ώρες της ημέρας, ήταν μέτρια ή κακή. Τα συγκεκριμένα στοιχεία δεν είναι συνηθισμένα για αυτή την εποχή, δηλαδή πριν μπει ο χειμώνας».
Αυτά τονίζει μιλώντας στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο Ανδρέας Καζαντζίδης, καθηγητής εφαρμοσμένης φυσικής του Πανεπιστημίου Πατρών και διευθυντής του εργαστηρίου φυσικής της ατμόσφαιρας, σχετικά με την αέρια ρύπανση στην Πάτρα.
Τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν, προέκυψαν από την ανάλυση των δεδομένων του δικτύου «Αιθέρας». Πρόκειται για ένα σύστημα παρακολούθησης και καταγραφής των αιωρούμενων σωματιδίων, στο πλαίσιο των ερευνητικών δραστηριοτήτων του εργαστηρίου φυσικής της ατμόσφαιρας του Πανεπιστημίου Πατρών.
Το συγκεκριμένο δίκτυο αποτελείται από αισθητήρες μέτρησης των αιωρούμενων σωματιδίων, πανοραμικές κάμερες και μια διαδικτυακή πλατφόρμα που καταγράφει την ποιότητα του αέρα στην Πάτρα, σε πραγματικό χρόνο.
Όπως εξηγεί ο Ανδρέας Καζαντζίδης, «σε σχέση με τον Νοέμβριο του 2019, παρατηρούμε στο κέντρο, αλλά και στη νότια πλευρά της πόλης της Πάτρας, παρόμοιες τιμές κατά τις πρωινές και μεσημβρινές ώρες».
«Όμως», όπως προσθέτει, «κατά τις απογευματινές και βραδινές ώρες, υπάρχει μία σημαντική αύξηση, της τάξης του 50%». Οι λόγοι εμφάνισης αυτών των τιμών, σύμφωνα με τον καθηγητή, «μπορεί να είναι η παραμονή των κατοίκων στο σπίτι, με την επακόλουθη ανάγκη για θέρμανση, αλλά και οι μετεωρολογικές συνθήκες που επικρατούσαν στην Πάτρα τον περασμένο Νοέμβριο».
Ειδικότερα, όπως λέει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο Ανδρέας Καζαντζίδης , «ενώ ο Νοέμβριος του 2020 δεν παρουσίασε σημαντικές μεταβολές στη θερμοκρασία σε σχέση με το Νοέμβριο του 2019, είχε όμως μηδαμινή βροχή και ενισχυμένους ανέμους από ανατολικές – βορειοανατολικές διευθύνσεις».
«Η μηδαμινή βροχή», εξηγεί ο καθηγητής, «είναι αρνητικός παράγοντας για την ρύπανση, διότι δεν γίνεται η απόπλυση των αιωρούμενων σωματιδίων, αφού έπειτα από μια καλή βροχή, η ατμόσφαιρα είναι πιο καθαρή και η ορατότητα πολύ καλύτερη».
Όσον αφορά στους ανέμους, επισημαίνει ότι «οι ανατολικοί – βορειοανατολικοί άνεμοι επηρεάζουν θετικά και μάλιστα σε σημαντικό βαθμό τις βόρειες περιοχές της πόλης, όπως για παράδειγμα το Ρίο και τον Καστελλόκαμπο, γι’ αυτό και η ρύπανση δεν εμφανίζεται αυξημένη σε αυτές τις περιοχές».
Όμως, όπως τονίζει ο καθηγητής, «παρατηρήσαμε αύξηση της αέριας ρύπανσης κατά τις πρωινές ώρες στη νότια πλευρά της πόλης, όπως για παράδειγμα στην περιοχή των Δεμενίκων».
Η αύξηση αυτής της αέριας ρύπανσης, σύμφωνα με τον Ανδρέα Καζαντζίδη, «οφείλεται πιθανότατα στην αύξηση των αγροτικών δραστηριοτήτων, αφού οι καλές καιρικές συνθήκες που επικράτησαν τον περασμένο Νοέμβριο ευνόησαν δραστηριότητες, όπως η συλλογή ελαιοκάρπου και η καύση των υπολειμμάτων».
Σχετικά με την προαναφερόμενη δραστηριότητα, ο καθηγητής λέει ότι «την συγκεκριμένη χρονική περίοδο, όπου γίνεται η συλλογή του ελαιοκάρπου, μπορεί να δει κανείς κάθε πρωί θυσάνους καπνού να εμφανίζονται περιμετρικά της πόλης, όπου καίγονται ανοργάνωτα υπολείμματα ξύλου και φύλλων».
«Το φαινόμενο αυτό», συνεχίζει ο καθηγητής, «καταγράφεται πιο έντονα στη νότια πλευρά της Πάτρας, όπου οι ελαιοκαλλιέργειες είναι πολύ περισσότερες, ενώ οι μετεωρολογικές συνθήκες δεν ευνοούν την απομάκρυνση των ρύπων».
Όσον αφορά στις πηγές θέρμανσης που θεωρούνται υπεύθυνες για την αύξηση των τιμών των αιωρούμενων σωματιδίων, ο Ανδρέας Καζαντζίδης λέει ότι «κύρια πηγή είναι η καύση ξύλου σε τζάκι», προσθέτοντας πως «οποιοδήποτε άλλο καύσιμο συνεισφέρει ελάχιστα στα αιωρούμενα σωματίδια, με εξαίρεση ίσως τα pellets, όπου όμως και πάλι οι εκπομπές είναι πολύ μικρότερες και η χρήση τους πολύ περιορισμένη».
Μάλιστα, όπως εξηγεί, «είναι χαρακτηριστικό ότι πριν αρχίσουμε να χρησιμοποιούμε το ξύλο για θέρμανση, δεν υπήρχαν τα έντονα επεισόδια αιθαλομίχλης κατά τις απογευματινές και βραδινές ώρες, όπως αυτά που έχουμε σήμερα».