Τον κώδωνα του κινδύνου για τις εδαφικές υποχωρήσεις λόγω της υπεράντλησης των υπόγειων υδροφόρων κρούουν οι επιστήμονες, κάνοντας λόγο για καταστροφικά φαινόμενα, τα οποία εξελίσσονται για μεγάλο χρονικό διάστημα, πλήττοντας εκτεταμένες περιοχές.

Σημαντικά στοιχεία για τις εδαφικές υποχωρήσεις λόγω υπεράντλησης των υπόγειων υδροφόρων παρουσίασαν σε πρόσφατη ημερίδα του ΓΕΩΤΕΕ οι Δημήτριος Ρόζος, επίκ. καθηγητής ΕΜΠ, Κωνσταντίνος Λουπασάκης, λέκτορας ΕΜΠ και Δάφνη Σίδερη, υποψήφια διδάκτορας, μέλη του Εργαστηρίου Τεχνικής Γεωλογίας και Υδρογεωλογίας της Σχολής Μηχανικών Μεταλλείων – Μεταλλουργών.

Στον ελλαδικό χώρο, η ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση του υδατικού δυναμικού καθώς και η απουσία περιβαλλοντικής συνείδησης έχουν ως αποτέλεσμα την εμφάνιση των φαινομένων αυτών με συνεχώς αυξανόμενη συχνότητα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα περιοχών που πλήττονται από τα φαινόμενα αυτά είναι το Καλοχώρι και η Περαία στον Νομό Θεσσαλονίκης, η περιοχή Δυτικά του Ορυχείου Αμυνταίου στον Νομό Φλώρινας και η Νοτιοανατολική ζώνη της Λεκάνης Ανατολικής Θεσσαλίας.

Όπως σημειώνει στο ΑΜΠΕ ο κ. Λουπασάκης, στον ελλαδικό χώρο οι εδαφικές υποχωρήσεις λόγω υπεράντλησης καταγράφονται σε περιοχές που καταλαμβάνονται από κανονικά στερεοποιημένους ή ελαφρώς υπερστερεοποιημένους τεταρτογενείς εδαφικούς σχηματισμούς. Στους σχηματισμούς αυτούς, η ταπείνωση της πιεζομετρικής επιφάνειας των υπόγειων υδροφόρων προκαλεί τη μείωση των υδροστατικών πιέσεων και κατά συνέπεια την αύξηση των αναπτυσσόμενων ενεργών τάσεων. Η αύξηση των ενεργών τάσεων, με τη σειρά της, έχει ως αποτέλεσμα την επαναδραστηριοποίηση του μηχανισμού της στερεοποίησης και την εκδήλωση εδαφικών υποχωρήσεων. Όταν παρατηρούνται διαφοροποιήσεις στο πάχος των συμπιεστών εδαφικών στρώσεων, τότε στην επιφάνεια εκδηλώνονται εδαφικές διαρρήξεις ως αποτέλεσμα των υποχωρήσεων.

Στην περιοχή της Δυτικής Θεσσαλίας ειδικότερα έχει παρατηρηθεί σημαντική πτώση της στάθμης των υπόγειων υδάτων, εξαιτίας της ανόρυξης μεγάλου αριθμού υδρογεωτρήσεων. Από τη δεκαετία του 1980, το σύνολο των υπόγειων υδροφόρων, εκτός από τις περιοχές των Τρικάλων και της Καλαμπάκας, βρίσκεται κάτω από καθεστώς υπερεκμετάλλευσης. Η υπεράντληση των υπόγειων νερών και η μεγάλη ταπείνωση της στάθμης των υδροφόρων οριζόντων δεν επιτρέπουν την αναπλήρωση των υπόγειων υδατικών αποθεμάτων και έχουν ιδιαίτερες επιπτώσεις στο φυσικό και το ανθρωπογενές περιβάλλον.

Οι εδαφικές υποχωρήσεις έγιναν αρχικά αισθητές στην Ανατολική Θεσσαλία από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ενδεικτικά αναφέρονται οι περιοχές της Κάρλας, του Στεφανοβικίου, της Μέλισσας, του Ριζόμυλου κ.ά..

Σύμφωνα με το κ. Λουπασάκη, στη Δυτική Θεσσαλία τα φαινόμενα αυτά πρωτοεμφανίστηκαν το 2001, πλήττοντας τις πόλεις των Φαρσάλων και του Σταυρού. Στην περίπτωση των Φαρσάλων, οι διαρρήξεις εκδηλώθηκαν εντός του αστικού ιστού προκαλώντας ζημιές με τη μορφή εφελκυστικών ρωγμών σε δρόμους αλλά και σε οικίες. Οι διαρρήξεις αυτές οφείλονται στις εντατικές υπεραντλήσεις στον κάμπο Κατάντι των Φαρσάλων και είχαν σαν πρώτο αποτέλεσμα τη διακοπή της λειτουργίας των πηγών του Απιδανού, πριν ακόμα εκδηλωθούν τα φαινόμενα των εδαφικών υποχωρήσεων. Το φαινόμενο αυτό πλήττει τα τελευταία χρόνια και άλλες περιοχές του Δυτικού Θεσσαλικού κάμπου, όπως το χωριό Άγιος Γεώργιος από το 2009, καθώς και το Ανωχώρι και το Κατωχώρι από το 2011, με συνεχώς εντεινόμενο ρυθμό. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα πρόσφατων αυτοψιών, εδαφικές υποχωρήσεις φαίνεται ότι έχουν αρχίσει να πλήττουν και την περιοχή της Φαρκαδόνας.

Συμπερασματικά, καταλήγουν οι επιστήμονες, η ανόρυξη χιλιάδων γεωτρήσεων στον Θεσσαλικό κάμπο και η αλόγιστη χρήση των υπογείων υδάτων εγείρουν ιδιαίτερο προβληματισμό σε σχέση με τον μελλοντικό περιβαλλοντικό, κοινωνικό και οικονομικό αντίκτυπό τους στην ευρύτερη περιοχή του Δυτικού Θεσσαλικού κάμπου.

Η εκδήλωση φαινομένων εδαφικών υποχωρήσεων μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη για την ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής, καθώς λειτουργούν ανασταλτικά στη χωροθέτηση και κατασκευή έργων υποδομής. Για τον λόγο αυτό η μελέτη του πολυπαραμετρικού φαινομένου των εδαφικών υποχωρήσεων, καθώς και η συσχέτισή του με το υδρογεωλογικό καθεστώς της Λεκάνης της Δυτικής Θεσσαλίας, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και κρίνεται επιτακτική.

Τα αποτελέσματα της έως τώρα έρευνας στην περιοχή πρέπει να δραστηριοποιήσουν άμεσα τις αρμόδιες αρχές, προκειμένου να ανασταλεί η εκδήλωση του φαινομένου, προτού πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, προκαλώντας μη αναστρέψιμες καταστροφές.

Επιμέλεια: Άννα Μορφούλη