Επιμέλεια: Στέλιος Βασιλούδης

Η πρωτοποριακή ανάλυση της One Earth είναι η πρώτη που ποσοτικοποιεί την οικονομική επιβάρυνση που προκαλείται από μεμονωμένες εταιρείες.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Οι κορυφαίες εταιρείες ορυκτών καυσίμων στον κόσμο οφείλουν τουλάχιστον 209 δισεκατομμύρια δολάρια – σε ετήσιες κλιματικές αποζημιώσεις – για να αποζημιώσουν τις κοινότητες που έχουν πληγεί περισσότερο από τις ρυπογόνες επιχειρήσεις τους και τα ψέματα δεκαετιών, υπολογίζει μια νέα μελέτη.

Η BP, η Shell, η ExxonMobil, η Total, η Aramco – κρατική εταιρεία πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας και η Chevron συγκαταλέγονται στους 21 μεγαλύτερους ρυπαίνοντες, οι οποίοι ευθύνονται για ζημιές ύψους 5,4 τρις δολ. από ξηρασίες, πυρκαγιές, άνοδο της στάθμης της θάλασσας και το λιώσιμο παγετώνων, ανάμεσα σε άλλες κλιματικές καταστροφές που αναμένονται μεταξύ 2025 και 2050, σύμφωνα με πρωτοποριακή ανάλυση που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό One Earth.

Είναι η πρώτη φορά που οι ερευνητές έχουν ποσοτικοποιήσει την οικονομική επιβάρυνση που προκαλείται από μεμονωμένες εταιρείες οι οποίες καρπώνονται πλούτο από την εξόρυξη ορυκτών καυσίμων που θερμαίνουν τον πλανήτη.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Εν μέσω της αυξανόμενης συζήτησης σχετικά με το ποιος θα πρέπει να επωμιστεί το οικονομικό κόστος της κλιματικής κρίσης, η έρευνα που δημοσιεύθηκε με τίτλο «Time to Pay the Piper», παρουσιάζει τα ευρήματα που στοιχειοθετούν την ηθική υποχρέωση των  εταιρειών άνθρακα, που είναι οι πιο υπεύθυνες για την κλιματική κατάρρευση, να χρησιμοποιήσουν μέρος του «μολυσμένου» πλούτου τους για να αποζημιώσουν τα θύματα.

Η μελέτη θεωρεί ότι αυτό είναι ένα σημαντικό αλλά συντηρητικό τίμημα, καθώς η μεθοδολογία αποκλείει την οικονομική αξία των χαμένων ζωών και των μέσων διαβίωσης, την εξαφάνιση ειδών και άλλες απώλειες βιοποικιλότητας, καθώς και άλλα στοιχεία ευημερίας που δεν περιλαμβάνονται στο ΑΕΠ. «Αυτή είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου των μακροπρόθεσμων κλιματικών βλαβών, του μετριασμού τους και του κόστους προσαρμογής», δήλωσε ο συν-συγγραφέας της μελετης Richard Heede, συνιδρυτής και διευθυντής του Climate Accountability Institute.

Η μελέτη βασίζεται στη βάση δεδομένων των μεγάλων εκπομπών άνθρακα, η οποία καταγράφει τις εκπομπές μεμονωμένων εταιρειών πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα από το 1988 – τη χρονιά που ιδρύθηκε η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) και οι ισχυρισμοί της πετρελαϊκής  βιομηχανίας περί επιστημονικής αβεβαιότητας, σχετικά με την κλιματική κρίση έγιναν αβάσιμοι.

Η δημιουργία μιας τεκμηριωμένης πρακτικής «ο ρυπαίνων πληρώνει», χαιρετίστηκε ως ένα σημαντικό βήμα προς την επίτευξη της κλιματικής δικαιοσύνης για τις κοινότητες και τις χώρες που έχουν συμβάλει λιγότερο, αλλά χάνουν τα περισσότερα καθώς καταρρέει το κλίμα.

«Καθώς οι ολοένα και πιο καταστροφικές καταιγίδες, οι πλημμύρες και η άνοδος της στάθμης της θάλασσας φέρνουν δυστυχία σε εκατομμύρια ανθρώπους καθημερινά, τα ερωτήματα σχετικά με τις αποζημιώσεις έχουν έρθει στο προσκήνιο», δήλωσε ο Harjeet Singh, επικεφαλής της παγκόσμιας πολιτικής στρατηγικής στο Climate Action Network International, μια οργάνωση σχεδόν 2.000 ατόμων που απαρτίζεται από ομάδες της κοινωνίας των πολιτών σε 130 χώρες. «Αυτή η νέα έκθεση θέτει τους αριθμούς στο τραπέζι – οι ρυπαίνοντες δεν μπορούν πλέον να κρυφτούν από τα εγκλήματά τους κατά της ανθρωπότητας και της φύσης», πρόσθεσε ο Singh.

Ο Mohamed Adow, διευθυντής του Power Shift Africa, μιας ομάδας σκέψης για το κλίμα και την ενέργεια με έδρα την Κένυα, δήλωσε: «Η υπόθεση είναι ξεκάθαρη. Οι εταιρείες πετρελαίου και φυσικού αερίου πρέπει να πληρώσουν αποζημιώσεις για τη ζημιά που έχουν προκαλέσει τα ορυκτά καύσιμα τους. Όχι μόνο η βρώμικη ενέργειά τους κατέστρεψε το κλίμα, αλλά έχουν ξοδέψει (σε πολλές περιπτώσεις) εκατομμύρια δολάρια σε λόμπι και παραπληροφόρηση για να αποτρέψουν τη δράση για το κλίμα», λέει ο ίδιος.

Στον οδυνηρά αργό κόσμο των διεθνών συνομιλιών για το κλίμα, το ερώτημα για το ποιος πρέπει να πληρώσει για την αντιμετώπιση των κλιματικών επιπτώσεων έχει επικεντρωθεί κυρίως στον ρόλο και την ευθύνη των επιμέρους κρατών. Αυτή η άποψη είναι ευρέως διαδεδομένη, δοθέντος ότι το πλουσιότερο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού είναι υπεύθυνο για την εκπομπή  διπλάσιας ποσότητας αερίων του θερμοκηπίου – σε σχέση με το φτωχότερο 50% του κόσμου που υφίσταται το μεγαλύτερο μέρος των ζημιών.

Μέχρι στιγμής, οι πλούσιες χώρες του παγκόσμιου Βορρά θεωρείται ότι έχουν υποσχεθεί πολύ λίγα – και έχουν προσφέρει ακόμη λιγότερα – στις προσπάθειες προσαρμογής των φτωχότερων χωρών στην κλιματική αλλαγή. Οι απαιτήσεις για επανορθώσεις αυξάνονται καθώς το θερμαινόμενο κλίμα του πλανήτη προκαλεί θάνατο και καταστροφή με ολοένα και ταχύτερους ρυθμούς.

Πέρυσι στη σύνοδο κορυφής Cop27 του ΟΗΕ που έγινε στην Αίγυπτο (μετά από δεκαετίες πιέσεων από το κίνημα για τη δικαιοσύνη για το κλίμα), τα κράτη συμφώνησαν να ιδρύσουν ένα χρηματοδοτικό ταμείο «απώλειας και ζημίας» που θα πρέπει τελικά να αποζημιώσει εν μέρει τις φτωχές χώρες για το ανεπανόρθωτο και αναπόφευκτο οικονομικό και μη οικονομικό κόστος των ακραίων καιρικών φαινομένων και τις κλιματικές καταστροφές βραδείας έναρξης, όπως η άνοδος της στάθμης της θάλασσας και το λιώσιμο των παγετώνων. Η συμφωνία ήρθε μετά από τις άνευ προηγουμένου πλημμύρες που άφησαν το ένα τρίτο του Πακιστάν κάτω από το νερό, την ξηρασία που άφησε 37 εκατομμύρια ανθρώπους στο Κέρας της Αφρικής να αντιμετωπίζουν την πείνα και την λιμοκτονια και τους καύσωνες σε όλη την Ευρώπη που είναι  πιθανό να προκάλεσαν περισσότερους από 20.000 επιπρόσθετους θανάτους.

Η νέα μελέτη, η οποία επαναπροσδιορίζει τη συζήτηση για τη διεθνή χρηματοδότηση για το κλίμα, εστιάζοντας στην οικονομική ευθύνη των εταιρειών ορυκτών καυσίμων για τις κλιματικές βλάβες, θα μπορούσε να βοηθήσει στην επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων για την απώλεια και τη ζημιά, σύμφωνα με την Margaretha Wewerinke-Singh, αναπληρώτρια καθηγήτρια του δικαίου της βιωσιμότητας. στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ.

«Αυτά τα στοιχεία και η υποκείμενη μεθοδολογία θα μπορούσαν να προσφέρουν στους διαμορφωτές πολιτικής και στους διαπραγματευτές, ένα συγκεκριμένο πλαίσιο για την κατανομή της ευθύνης για το κόστος που σχετίζεται με το κλίμα στους ιστορικά μεγαλύτερους ρυπαίνοντες του κόσμου», πρόσθεσε η Wewerinke-Singh.

Συνολικά, οι παγκόσμιες οικονομικές ζημιές που αναμένονται από την κλιματική κρίση υπολογίζονται σε 99 τρις ​​δολ. μεταξύ 2025 και 2050 – εκ των οποίων οι εκπομπές ορυκτών καυσίμων είναι υπεύθυνες για 69,6 τρις ​​δολάρια, σύμφωνα με περισσότερους από 700 οικονομολόγους του κλίματος.

Η μελέτη αποδίδει – συντηρητικά – το ένα τρίτο αυτού του μελλοντικού κόστους για το κλίμα, στην παγκόσμια βιομηχανία ορυκτών καυσίμων και το ένα τρίτο σε κυβερνήσεις και καταναλωτές. Αυτό σημαίνει ότι η παγκόσμια βιομηχανία ορυκτών καυσίμων θεωρείται υπεύθυνη για τουλάχιστον 23,2 τρις δολ. των οικονομικών απωλειών που σχετίζονται με το κλίμα και αναμένονται τα επόμενα 25 χρόνια, ή 893 δις δολ. ετησίως.

Το τίμημα για τις κλιματικές ζημιές που οφείλεται από τους χειρότερους 21 παραγωγούς πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα, βασίζεται στις δραστηριότητες κάθε εταιρείας και στις εκπομπές που σχετίζονται με τα προϊόντα τους, από το 1988  και μετά – καθώς και στην οικονομική κατάσταση των χωρών στις οποίες εδράζονται. Περίπου το ήμισυ της υπερθέρμανσης που βιώθηκε μέχρι στιγμής έχει συμβεί από το 1988 και μετά –  όταν ο επιστήμονας της NASA James Hansen κατέθεσε για τον ανθρώπινο ρόλο στην κλιματική κατάρρευση ενώπιον της Γερουσίας των ΗΠΑ.

Παρακάτω παρατίθενται στοιχεία που υποδεικνύουν ότι οι εταιρείες θα μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά τις αποζημιώσεις:

Η Saudi Aramco, η κρατική εταιρεία με τις μεγαλύτερες εκπομπές ρύπων, θα έπρεπε να πληρώσει 43 δις δολ. ετησίως – που ισοδυναμεί με λίγο περισσότερο από το ένα τέταρτο των κερδών της το 2022.

Η ExxonMobil θα χρωστούσε 18 δις δολ. σε ετήσιες αποζημιώσεις, σε σύγκριση με κέρδη ρεκόρ 56 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2022.

Οι βρετανικοί πετρελαϊκοί κολοσσοί Shell και BP, οι οποίοι μαζί πέτυχαν 68 δις δολ κέρδη για τους μετόχους τους πέρυσι, είναι συλλογικά υπεύθυνοι για 30,8 δις δολ σε ετήσιες κλιματικές αποζημιώσεις, σύμφωνα με τη μελέτη.

Οι συγγραφείς εξαιρούν τέσσερις εταιρείες σε χώρες χαμηλού εισοδήματος (Ινδία, Ιράν, Αλγερία και Βενεζουέλα) και μειώνουν στο μισό την ευθύνη για έξι παραγωγούς σε χώρες μεσαίου εισοδήματος (Ρωσία, Κίνα, Μεξικό, Βραζιλία και Ιράκ), χρησιμοποιώντας το ηθικό επιχείρημα ότι αυτό θα μπορούσε να τους επιτρέψει να πληρώνουν περισσότερους φόρους και να κάνουν άλλες προοδευτικές εισφορές.

Ο καθηγητής Marco Grasso, στο Πανεπιστήμιο του Milano-Bicocca και συν – συγγραφέας της μελέτης, δήλωσε: «Το προτεινόμενο πλαίσιο για τον ποσοτικό προσδιορισμό και την απόδοση αποζημιώσεων απο μεγάλους παραγωγούς καυσίμων άνθρακα βασίζεται στο ηθικό επιχείρημα και παρέχει ένα σημείο εκκίνησης για τη συζήτηση του οικονομικού καθήκοντος που έχει η βιομηχανία ορυκτών καυσίμων έναντι των θυμάτων του κλίματος», συμπληρώνει.

Καθώς οι απαιτήσεις αποζημιώσεων για το κλίμα προωθούνται στις δικαστικές αρχες σε όλο τον κόσμο, ελπίζεται ότι η μεθοδολογία που βασίζεται σε αποδεικτικά στοιχεία μπορεί επίσης να βοηθήσει τα δικαστήρια να αποδώσουν ευθύνες και να υπολογίσουν τις αποζημιώσεις, σύμφωνα με την Erika Lennon, ανώτερη δικηγόρο στο πρόγραμμα ενέργειας και κλίματος του Κέντρου Διεθνούς Περιβαλλοντικού Δικαίου.

«Είναι ένα συμπλήρωμα – όχι υποκατάστατο – για τη χρηματοδότηση του ζητήματος του κλίματος που συζητείται σε χώρους πολιτικής, αλλά θα συμβάλει στην πλήρωση του τεράστιου κενού (που αφήνουν) τα κράτη στην κάλυψη της κλίμακας και του κόστους των κλιματικών βλαβών», δήλωσε η Lennon. «Αυτό είναι το επόμενο βήμα για να λογοδοτήσουν οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων για τις κλιματικές επιπτώσεις αξίας τρις δολαρίων».

 

Πηγή: The Guardian 

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης