Στις 5 Ιουνίου 2012, στην αίθουσα συνεδρίων του, το Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων και Τεχνολογίας Δασικών Προϊόντων (ΙΜΔΟ&ΤΔΠ) του Ελληνικού Γεωργικού Οργανισμού “ΔΗΜΗΤΡΑ” σε συνεργασία με την Ειδική Γραμματεία Δασών διοργάνωσαν ημερίδα με θέμα «Κλιματική Μεταβολή και Δάση» με την ευκαιρία της Παγκόσμιας Ημέρας Περιβάλλοντος. Την ημερίδα παρακολούθησαν περισσότερα από 120 άτομα.
Η ημερίδα είχε ως στόχο την κατάθεση σύγχρονων απόψεων και ερευνητικών αποτελεσμάτων ως προς την επίδραση που αναμένεται να έχει η προβλεπόμενη κλιματική στα Ελληνικά δάση ώστε να γνωστοποιηθούν και να γίνουν άμεσα προσβάσιμα στο Ελληνικό κοινό και τους φορείς και να οδηγήσουν σε στρατηγική και μέτρα που θα επιτρέψουν την ήπια προσαρμογή και την αποτροπή μελλοντικών καταστροφών.
Από την εισαγωγή στο πρόβλημα του Διευθυντή του Ινστιτούτου Δρ. Γεώργιου Καρέτσου, την ομιλία του Ειδικού Γραμματέα Δασών κ. Γεώργιου Αμοργιανιώτη, τις οκτώ επιστημονικές παρουσιάσεις από διακεκριμένους ακαδημαϊκούς και ερευνητές που ακολούθησαν και τη γενική συζήτηση με την οποία ολοκληρώθηκε η ημερίδα, προέκυψαν ορισμένα σημαντικά συμπεράσματα. Συνοπτικά, εκφράστηκαν αρκετοί προβληματισμοί για τις αιτίες, το μέγεθος και τα χαρακτηριστικά της κλιματικής μεταβολής.
Αναγνωρίστηκε όμως ότι σημαντικές μεταβολές μπορούν να έχουν πολύ σημαντική επίδραση στην υγεία των δασών και την εξάπλωσή τους στον ελληνικό χώρο. Χρησιμοποιώντας δημοσιευμένα κλιματικά σενάρια για το μέλλον, εξειδικευμένων για τον Ελληνικό χώρο, κάποιοι από του ομιλητές συνέδεσαν τι θα σημαίνουν οι προβλεπόμενες αλλαγές για την αναπαραγωγή, τη φαινολογία και την ανάπτυξη των δασικών ειδών και τις ανάγκες προσαρμογής αυτών, αλλά και τη λειτουργία των δασικών οικοσυστημάτων γενικότερα. Επίσης επισημάνθηκε η πιθανή χειροτέρευση του προβλήματος των δασικών πυρκαγιών.
Οι ομιλητές δεν παρέμειναν μόνο σε διαπιστώσεις αλλά ξεκινώντας από τον Ειδικό Γραμματέα Δασών που ανέφερε τις προσπάθειες και τα έργα που είναι ήδη σε εξέλιξη, προχώρησαν σε συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής, ξεκινώντας από την ανάγκη για ουσιαστική και επιστημονικά σχεδιασμένη διαχείριση των δασών ώστε να προληφθούν τα πιθανά μελλοντικά προβλήματα, να προληφθούν οι καταστροφές από τις πυρκαγιές, να προστατευθούν ευαίσθητοι οργανισμοί και λειτουργίες των οικοσυστημάτων και να αξιοποιηθεί η δυνατότητα συμβολής του ξύλου και των προϊόντων του στον περιορισμό των “αερίων του θερμοκηπίου”.
Ως γενικό συμπέρασμα προέκυψε η ανάγκη παρακολούθησης των εξελίξεων σχετικά με την κλιματική αλλαγή, με κριτική στάση, όσον αφορά τα μοντέλα, τα δεδομένα με τα οποία τροφοδοτούνται, και την πραγματοποίηση ή μη των προβλέψεών τους. Παράλληλα τονίστηκε ότι απαιτείται συστηματική παρακολούθηση των δασών και των αλλαγών σε αυτά, περιλαμβανομένης και της μεταπυρικής τους αναγέννησης, ώστε να εντοπισθούν εγκαίρως αλλαγές που θα μπορούσαν να οφείλονται στην κλιματική μεταβολή.
Το περιεχόμενο της ημερίδας
Αρχικά, το πλαίσιο της ημερίδας παρουσίασε ο διευθυντής του Ινστιτούτου, Δρ. Γεώργιος Καρέτσος, ο οποίος παρατήρησε ότι οι γνώσεις μας όσον αφορά το μέγεθος και τις αιτίες των παρατηρούμενων κλιματικών μεταβολών είναι ελλιπείς και το ίδιο ισχύει για τις μελλοντικές προβλέψεις των κλιματικών μοντέλων. Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν πολλές ενδείξεις μεταβολών τις οποίες δεν πρέπει να αγνοήσουμε αλλά πρέπει να μελετήσουμε σε βάθος και να σχεδιάσουμε αν και όπου χρειάζεται μέτρα προσαρμογής.
Στη συνέχεια ο Ειδικός Γραμματέας Δασών κ. Γεώργιος Αμοργιανιώτης τόνισε ότι η Ειδική Γραμματεία Δασών (ΕΓΔ) αναγνωρίζει το πρόβλημα και την ανάγκη προσαρμογής των στρατηγικών διαχείρισης για να μετριαστούν και να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικότερα οι αρνητικές επιπτώσεις των επικείμενων κλιματικών μεταβολών. Επειδή για να γίνει αυτό μεθοδικά απαιτούνται γνώσεις και στοιχεία για την κατάσταση των δασών η ΕΓΔ προωθεί την χρηματοδότηση της εγκατάστασης συστήματος απογραφής και παρακολούθησης εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου από δάση και δασικές εκτάσεις. Επίσης, οι σχετιζόμενες με το πρόβλημα δράσεις της ΕΓΔ περιλαμβάνουν:
• Την πρόληψη δασικών πυρκαγιών μέσω χρηματοδότησης έργων, μέτρων και καλλιεργητικών παρεμβάσεων ύψους 38 εκ. €
• Τις ενέργειες ωρίμανσης έργων ανόρθωσης υποβαθμισμένων δασών, ξεκινώντας αρχικά από τα δάση εντός προστατευόμενων περιοχών.
• Τη συνέχιση και ολοκλήρωση της κατάρτισης και κύρωσης των δασικών χαρτών
• Την κωδικοποίηση και αναμόρφωση της δασικής νομοθεσίας, λαμβάνοντας υπόψη και τις νέες ανάγκες που προκύπτουν από την κλιματική αλλαγή.
• Την εκτέλεση προγράμματος ύψους άνω των 30 εκ. € για αναδασώσεις και ορεινά υδρονομικά έργα, για τη διατήρηση και αύξηση της έκτασης των δασών μας.
• Την οργάνωση του συστήματος της φυτοϋγειονομικής προστασίας για την πρόληψη της μετάδοσης ασθενειών.
• Τη διατήρηση, προστασία και αειφορική διαχείριση των δασικών γενετικών πόρων μέσω της Εθνικής Τράπεζας Γενετικού Υλικού.
Επίσης, η ΕΓΔ συμμετέχει ενεργά στο έργο LIFE+ ADAPTFOR που στοχεύει στην εκπόνηση συγκεκριμένων προτάσεων προσαρμογής της δασικής διαχείρισης και των δασικών διαχειριστικών σχεδίων στην κλιματική αλλαγή και στην κατάρτιση σημαντικού αριθμού στελεχών.
Τέλος, ο Ειδικός Γραμματέας Δασών τόνισε ότι η συνεργασία με τους παραγωγικούς φορείς φαίνεται ως μονόδρομος. Βασικό κριτήριο για τη συνεργασία είναι η διατήρηση της δασικής χρήσης της γης, η οποία είναι προαπαιτούμενο για τη διασφάλιση της πολυλειτουργικότητας. Στο πλαίσιο αυτό, η δασική διαχείριση θα πρέπει ενεργά να συμπεριλάβει τη συνεργασία όχι μόνο τους συνεταιρισμούς και τους δασεργάτες αλλά και τους κτηνοτρόφους, τους μελισσοκόμους, και οποιονδήποτε άλλον για τον οποίο η ύπαρξη του δάσους στο διηνεκές είναι η βασική πηγή εισοδήματος.
Ακολούθησε η παρουσίαση του Δρ. Νικόλαου Φύλλα με θέμα «Μέθοδοι και εργαλεία προβολής επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στα δασικά οικοσυστήματα». Στόχος της συγκεκριμένης εργασίας ήταν να παρουσιάσει τα βασικά εργαλεία μέσω των οποίων πραγματοποιούνται μελέτες επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στα δασικά οικοσυστήματα, να συζητήσει την αβεβαιότητα των συγκεκριμένων εργαλείων και να προτείνει μια σειρά εργασιών πεδίου, εργαστηριακών αναλύσεων και πειραμάτων με
στόχο την αύξηση της προβλεπτικής ικανότητας των μοντέλων δυναμικής των δασών.
Αρχικά παρουσιάστηκαν οι δυο βασικές μεθοδολογίες προβολής των επιδράσεων της κλιματικής αλλαγής στα δασικά οικοσυστήματα (στατικά και δυναμικά μοντέλα), με έμφαση στα πρότυπα σύνθεσης των ειδών, την εμφάνιση πυρκαγιών και τον βιογεωχημικό κύκλο του άνθρακα. Στη συνέχεια έγινε περιγραφή μοντέλου δυναμικής των δασικών διακένων (GREek FOrest Simulator-GREFOS), παραμετροποιημένο για τα ελληνικά δάση, παρουσιάστηκε μια σειρά εργασιών πεδίου και εργαστηρίου, οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αύξηση της προβλεπτικής ικανότητας του μοντέλου και στο τέλος συνοψίστηκαν εφαρμογές του μοντέλου τόσο υπό τις παρούσες κλιματικές συνθήκες όσο και υπό συνθήκες ενός θερμότερου κλίματος. Τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων σε δύο περιοχές μελέτης (υψομετρικές βαθμίδες Γρεβενών και Ολύμπου) υποδεικνύουν μεταβολή της σύνθεσης των ειδών και αλλαγές στα πρότυπα εμφάνισης πυρκαγιών.
Στη συνέχεια η Δρ. Καλλιόπη Ραδόγλου καθηγήτρια στο Τμήμα Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης, ανέπτυξε την επίδραση των κλιματικών αλλαγών στα δασικά οικοσυστήματα καταλήγοντας στα παρακάτω συμπεράσματα: Οι αλλαγές των κλιματικών παραγόντων θα επηρεάσουν τη φαινολογία και τις φυσιολογικές λειτουργίες των δένδρων. Μέσω των φυσιολογικών διεργασιών μπορεί να επηρεαστεί η αύξηση και η παραγωγικότητα των δασικών οικοσυστημάτων. Τα δασικά οικοσυστήματα θα ανταποκριθούν στην κλιματική αλλαγή με μείωση της δέσμευσης άνθρακα από την ατμόσφαιρα με συνέπεια τη μείωση της παραγωγής βιομάζας. Τέτοιες συνθήκες αναμένεται να επηρεάσουν και τη σύνθεση των δασών. Εξαιτίας της μεταβολής των θερμοκρασιών, της μείωσης της εδαφικής υγρασίας και της αύξησης του CO2, ο ανταγωνισμός μεταξύ των ειδών αναμένεται να περιορισθεί και να απλοποιηθούν τα μεσογειακά οικοσυστήματα.
Στο τέλος αναφέρθηκε ότι οι διαχειριστικοί στόχοι πρέπει να προσαρμοστούν στη διατήρηση υγιών δασών, ώστε να επιτελούν τον φυσικό τους ρόλο, να δεσμεύουν CO2 μέσω της φωτοσύνθεσης και να το αποθηκεύουν ως βιομάζα. Η αποκατάσταση των υποβαθμισμένων οικοσυστημάτων και η προστασία τους από τις πιθανές αλλαγές χρήσης πρέπει να είναι μόνιμη μέριμνα.
Στη συνέχεια, ο Δρ. Παναγιώτης Μιχόπουλος, τακτικός ερευνητής του ΙΜΔΟ&ΤΔΠ παρουσίασε την επίδραση της κλιματικής αλλαγής στον οργανικό άνθρακα των δασικών εδαφών. Συμπερασματικα ειπώθηκε ότι η κλιματική μεταβολή επιδρά στα δασικά εδάφη μέσω των αλλαγών στη δυναμική του άνθρακα. Πιο συγκεκριμένα, η αυξημένη συγκέντρωση CO2 επιδρά στα προϊόντα της φωτοσύνθεσης που καταλήγουν στο έδαφος και η αύξηση της θερμοκρασίας στην αναπνοή των μικροοργανισμών του εδάφους. Η αύξηση του ρυθμού της φωτοσύνθεσης αναμένεται να προκαλέσει αύξηση της βιομάζας των δέντρων και συνεπώς αύξηση της φυλλόπτωσης.
Ωστόσο η αποθήκευση της οργανικής ουσίας στο έδαφος εξαρτάται από τη δράση των μικροοργανισμών αποικοδόμησης. Υψηλές θερμοκρασίες αέρα μπορούν να προκαλέσουν την αύξηση του ρυθμού αποικοδόμησης. Η σταθεροποίηση του άνθρακα στα εδάφη θα επιβραδύνει την αποικοδόμηση της οργανικής ουσίας. Αναδάσωση με φυλλοβόλα είδη συνεισφέρει στην αποθήκευση του άνθρακα στο έδαφος περισσότερο από τα κωνοφόρα. Το αποτέλεσμα είναι καλύτερο όταν το ριζικό σύστημα των δασικών ειδών σχηματίζει συμβίωση με αζωτοδεσμευτικά βακτήρια. Εντατικές υλοτομίες και αραιώσεις μπορεί να επιφέρουν ελάττωση του άνθρακα στο έδαφος ακόμα και 50% στις πρώτες δεκαετίες.
Στη συνέχεια ο Δρ. Αριστοτέλης Παπαγεωργίου επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Δασολογίας & Διαχείρισης Περιβάλλοντος & Φυσικών Πόρων, του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης, επεσήμανε στη παρουσίασή του, ότι η αλλαγή του κλίματος αναμένεται να προκαλέσει μεγάλη εξελικτική πίεση στα δασοπονικά είδη, ιδιαίτερα στις περιοχές της Μεσογείου. Για τους δασικούς πληθυσμούς που θα βρεθούν αντιμέτωποι με την παγκόσμια κλιματική αλλαγή υπάρχουν τρία πιθανά μελλοντικά σενάρια: α) η εξαφάνιση, β) η προσαρμογή στις νέες συνθήκες και γ) η μετανάστευση σε περιοχές με πιο ευνοϊκό περιβάλλον. Η προσαρμογή των δασοπονικών ειδών στις νέες περιβαλλοντικές συνθήκες που θα επικρατήσουν έχει σαν απαραίτητη προϋπόθεση την ύπαρξη επαρκούς γενετικής ποικιλότητας.
Η μελέτη των συνεπειών των παλαιότερων κλιματικών αλλαγών σε γενετικό επίπεδο και ιδιαίτερα η θέση των καταφυγίων και η πορεία μετανάστευσης των πληθυσμών μετά τη λήξη των τελευταίων παγετώνων, παρέχει σημαντικές γνώσεις για την πρόβλεψη των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής που βιώνουμε στην εποχή μας. Αναφέρθηκε ότι ένα από τα δέντρα για τα οποία έχουν γίνει εκτεταμένες έρευνες με δείκτες cpDNA για την Ευρώπη και ιδιαίτερα για την Ελλάδα είναι η οξιά (Fagus sylvatica). Οι κλιματικές μεταβολές οδήγησαν την οξιά σε μικρής κλίμακας μετακινήσεις σε υψόμετρο και έτσι επέτρεψαν τη διατήρησή της στις περιοχές αυτές, όπου σήμερα παρατηρείται μεγάλη ποικιλότητα. Φαίνεται ότι ο κυρίαρχος παράγοντας που επηρεάζει την ικανότητα και τον τρόπο μετανάστευσης των πληθυσμών κατά τη μεταβολή του κλίματος είναι το ανάγλυφο και πολύ λιγότερο η προσαρμογή, καθώς η μεταβολή αυτή γίνεται ραγδαία. Μπορούμε λοιπόν να μοντελοποιήσουμε την κίνηση των πληθυσμών της οξιάς κάτω από διαφορετικά σενάρια κλιματικής αλλαγής και να διαπιστώσουμε τις περιοχές όπου θα λειτουργήσουν ως σύγχρονα καταφύγια, τους πληθυσμούς που κινδυνεύουν με αφανισμό και τα κέντρα ποικιλότητας και διασποράς. Με τον τρόπο αυτό θα ορίσουμε προτεραιότητες και μέτρα προστασίας και διαχείρισης των δασών αυτών για να εξασφαλίσουμε τη συνέχεια του είδους στο μέλλον. Αυτό ισχύει και για άλλα δασοπονικά είδη, καθώς η τοπογραφία είναι κοινή για όλα τα δέντρα και οι μετακινήσεις γίνονται σε ομάδες.
Ακολούθησε η εισήγηση της Δρ. Μαργαρίτας Αριανούτσου, καθηγήτριας Οικολογίας στον Τομέα Οικολογίας και Ταξινομικής, του Τμήματος Βιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών που παρουσίασε τα βασικά στοιχεία των προσαρμοστικών στρατηγικών των ειδών που συγκροτούν τα απειλούμενα οικοσυστήματα, η γνώση των οποίων είναι απαραίτητη προκειμένου να γίνουν ασφαλείς εκτιμήσεις της δυνατότητας απόκρισης των δασικών οικοσυστημάτων στο νέο πρότυπο πυρκαγιών. Η Δρ. Αριανούτσου κατέληξε στο συμπέρασμα πως πολλά θέματα που σχετίζονται με τη βιολογία των ειδών αλλά και την οικολογική τους συμπεριφορά υπό τις συνθήκες της κλιματικής αλλαγής παραμένουν ακόμη άγνωστα και το ζήτημα γίνεται ακόμη σοβαρότερο όταν καλούμαστε να διαχειριστούμε αυτό το θέμα σε σχέση με μια φυσική καταστροφή που συχνά παίρνει μεγάλες διαστάσεις.
Στη συνέχεια ο Δρ. Γαβριήλ Ξανθόπουλος, αναπληρωτής ερευνητής του ΙΜΔΟ&ΤΔΠ, ανέπτυξε το θέμα «κλιματική μεταβολή και διαχείριση των δασικών πυρκαγιών» με βάση τις προβλέψεις κλιματολογικών μοντέλων για τις μεταβολές στο κλίμα δέκα εθνικών δρυμών της χώρας που έγιναν από ερευνητική ομάδα του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών. Σύμφωνα με αυτές προβλέπεται αύξηση της μέσης ελάχιστης χειμερινής θερμοκρασίας έως 1,3 oC, αύξηση της μέσης μέγιστης θερινής θερμοκρασίας από 1 έως 2 oC, μείωση των χειμερινών βροχοπτώσεων που σε ορισμένους δρυμούς φθάνει το 15%, αύξηση της φθινοπωρινής βροχόπτωσης που σε ορισμένους δρυμούς φθάνει το 15%, αύξηση της διάρκειας των περιόδων ανομβρίας κατά 7 έως 15 ημέρες, αύξηση των ημερών με θερμοκρασίες καύσωνα κατά 15-20 ημέρες σε όλες τις περιοχές και συνολικά τάση αύξησης κατά 10 περίπου ημέρες στον αριθμό ημερών με εξαιρετικά μεγάλο κίνδυνο εμφάνισης πυρκαγιάς.
Όπως εξήγησε ο Δρ. Ξανθόπουλος, οι αλλαγές αυτές, εάν γίνουν πραγματικότητα, θα προκαλέσουν περισσότερες και σημαντικότερες πυρκαγιές στις ορεινές περιοχές όπου η δασοπυρόσβεση είναι δυσκολότερη και οι οικολογικές καταστροφές μεγαλύτερες γιατί τα δασικά είδη δεν είναι προσαρμοσμένα στη φωτιά. Επίσης θα έχουμε αύξηση της διάρκειας και της δυσκολίας της αντιπυρικής περιόδου. Το έργο των δυνάμεων δασοπυρόσβεσης θα είναι ποιο επικίνδυνο και οι αντιπυρικές περίοδοι ποιο εξαντλητικές. Σε περιοχές με μεγάλη συσσώρευση βιομάζας μπορεί να υπάρξουν πυρκαγιές με πρωτόγνωρα χαρακτηριστικά. Σε περίπτωση πυρκαγιών με ακραία συμπεριφορά η προφύλαξη οικισμών που είναι σε επαφή και ιδίως σε μίξη με δασική βλάστηση ή ακόμη και απεριποίητη αγροτική βλάστηση δεν θα είναι εξασφαλισμένη. Ως προς τη μεταπυρική αποκατάσταση των καμένων περιοχών η αύξηση των φθινοπωρινών βροχοπτώσεων μπορεί να σημαίνει μεγαλύτερες πιθανότητες για αυξημένη μεταπυρική διάβρωση και πλημμύρες.
Για την αντιμετώπιση των παραπάνω αλλαγών απαιτείται η μέγιστη δυνατή αξιοποίηση γνώσεων, εμπειρίας και αποτελεσμάτων της έρευνας σε όλες τις πτυχές της διαχείρισης των πυρκαγιών. Σημαντικά στοιχεία θα αποτελέσουν η προσαρμοσμένη στις νέες συνθήκες διαχείριση των δασών, η ορθολογική κατανομή πιστώσεων και προσπάθειας μεταξύ πρόληψης και καταστολής και μεταξύ φορέων, ο περιορισμός κόστους και η αύξηση της αποτελεσματικότητας. Παραδείγματα για το τελευταίο είναι η ενημέρωση και συμμετοχή των πολιτών στην πρόληψη, η μέγιστη αξιοποίηση της πρόγνωσης κινδύνου για εξοικονόμηση δυνάμεων και πόρων στις ήπιες περιόδους και μέγιστη κινητοποίηση στις κρίσιμες, η μείωση της έμφασης στα ακριβά εναέρια μέσα και η υιοθέτηση δασοπυροσβεστικών μεθόδων και τακτικών για την αντιμετώπιση πυρκαγιών σε ακραίες συνθήκες.
Ο Δρ. Παναγιώτης Πετράκης, αναπληρωτής ερευνητής του ΙΜΔΟ&ΤΔΠ παρουσίασε την επίδραση της κλιματικής αλλαγής στα έντομα του φυσικού περιβάλλοντος και των αστικών εγκαταστάσεων. Αναφέρθηκε στο ότι τα έντομα έχουν αποκριθεί με μια πλειάδα τρόπων στην αλλαγή του κλίματος, που περιλαμβάνουν την τροποποίηση της φαινολογίας, της γεωγραφικής εξάπλωσης, της συμπεριφοράς, της πληθυσμιακής πυκνότητας αλλά και της σύνθεσης των βιοκοινοτήτων. Η όλη επίδραση μάλιστα είναι αρκετά πολύπλοκη δεδομένου ότι η κλιματική αλλαγή συνεισφέρει θετικά σε ορισμένα είδη. Όμως η μέχρι τώρα γνώση μας τόσο σε επίπεδο ειδών όσο και σε επίπεδο οικοσυστημάτων είναι εξαιρετικά ελλιπής και μάλιστα δεν φαίνεται να ανακάμπτει παρά τις προειδοποιήσεις από πολλούς επιστημονικούς φορείς.
Τέλος, οι Δρ. Χαράλαμπος Λυκίδης και Κωνσταντίνος Ιωαννίδης, δόκιμος ερευνητής και επιστημονικός συνεργάτης του ΙΜΔΟ&ΤΔΠ αντίστοιχα, παρουσίασαν τη συμβολή των προϊόντων ξύλου στον περιορισμό των αερίων του θερμοκηπίου. Επεσήμαναν ότι τα δάση, εκτός των πολλών άλλων υπηρεσιών και προϊόντων που προσφέρουν, διαδραματίζουν σημαντικό ρυθμιστικό ρόλο στο φαινόμενο αυτό καθώς τα δέντρα δεσμεύουν CO2 από την ατμόσφαιρα και μέσω της φωτοσύνθεσης το μετατρέπουν σε ξύλο. Η ως άνω διαδικασία καθιστά το ξύλο και τα προϊόντα του αποθήκες άνθρακα και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα που παρουσιάζουν έναντι άλλων υλικών.
Επιπροσθέτως, σε σχέση με άλλα υλικά τα προϊόντα ξύλου έχουν μικρότερη περιεχόμενη ενέργεια και μειωμένη εκπομπή CO2 κατά την επεξεργασία τους. Έτσι, η χρήση του ξύλου και των προϊόντων του εμπλέκεται έμμεσα στον καθορισμό των ποσοτήτων CO2 της ατμόσφαιρας. Τα αστικά και βιομηχανικά απορρίμματα ξύλου αποτελούν πολύτιμη πρώτη ύλη για παραγωγή πλήθους προϊόντων (πχ. σύνθετα προϊόντα ξύλου, χαρτί, εδαφοβελτιωτικά κ.α.). Με την επανάχρηση και ανακύκλωσή τους αφενός
καλύπτουν μερικά τις ανάγκες σε «φρέσκο» ξύλο και αφετέρου περιορίζουν τη ρύπανση που τα ίδια προκαλούν κατά την αποσύνθεσή τους στους χώρους υγειονομικής ταφής ή με την καύση τους για την ενεργειακή αξιοποίησή τους.
Για το λόγο αυτό απαιτούνται στοχευμένες και συστηματικές δράσεις ενίσχυσης της χρήσης του ξύλου και των προϊόντων του. Τέτοιες δράσεις θα μπορούσαν να είναι η εκπαίδευση σε νέες τεχνολογίες σχετικές με το ξύλο και τα προϊόντα του και για τομείς που σχετίζονται με κατασκευές και συσκευασίες. Προς την ίδια κατεύθυνση θα μπορούσαν να συμβάλλουν η δημιουργία φιλικότερου προς το ξύλο θεσμικού πλαισίου στους τομείς των κατασκευών και συσκευασιών αλλά και ο εξορθολογισμός του υπάρχοντος συστήματος αποτύπωσης εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου για τις διάφορες δραστηριότητες και τα παραγόμενα προϊόντα.
Μετά το τέλος των παρουσιάσεων ακολούθησε συζήτηση. Ο Δρ. Παναγιώτης Πετράκης ζήτησε περαιτέρω διευκρινήσεις από τη Δρ. Μ. Αριανούτσου και το Δρ. Γ. Ξανθόπουλο σχετικά με την έννοια του καθαρισμού του δάσους στα πλαίσια της αντιπυρικής προστασίας με δεδομένο ότι το νεκρό ξύλο είναι σημαντικό για τη συνολική λειτουργία των δασικών οικοσυστημάτων. Απαντήθηκε ότι ο γενικός καθαρισμός της νεκρής καύσιμης ύλης στο σύνολο των δασών δεν είναι οικολογικά αποδεκτός ούτε και οικονομικά εφικτός. Η λογική των καθαρισμών αφορά στοχευμένες τοπικές επεμβάσεις περιορισμένης κλίμακας σε κρίσιμα σημεία που προκύπτουν από την ανάλυση απειλής που γίνεται στα πλαίσια του αντιπυρικού σχεδιασμού.
Ο Δρ. Σταύρος Αλεξανδρής, λέκτορας στο Τμήμα Αξιοποίησης Φυσικών Πόρων και Γεωργικής Μηχανικής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών διατύπωσε σημαντικές αμφιβολίες για την κλιματική αλλαγή με τη μορφή που παρουσιάζεται. Συγκεκριμένα διατύπωσε την άποψη, ότι οι υπάρχουσες μη πιστοποιημένες κλιματικές παρατηρήσεις (χρονοσειρές) στον Ελλαδικό χώρο και ιδιαίτερα η ανυπαρξία θεμελιωδών κλιματικών παραμέτρων όπως για παράδειγμα η εισερχόμενη μικρού μήκους ακτινοβολία σε όλη την επικράτεια, δεν είναι σε θέση να τεκμηριώσουν και να χρεώσουν τις παρατηρούμενες αλλαγές σε ένα περιορισμένης έκτασης δασικό ή περιβαλλοντικό σύστημα, στο φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής.
Ο όρος κλιματική αλλαγή χαρακτηρίζει μια σημαντική και μόνιμη αλλαγή στη στατιστική κατανομή των καιρικών συνθηκών για περιόδους που κυμαίνονται από μερικές δεκαετίες έως και εκατομμύρια χρόνια. Συνεπώς, η έναρξη και το πέρας ενός φυσικού γεγονότος μέσα σε περιορισμένη χρονική κλίμακα δεν θα μπορούσε να συνδεθεί με την έννοια της κλιματικής αλλαγής, όπως συστηματικά και ασύνδετα σήμερα κατά κόρο χρησιμοποιείται και παραποιείται. Κατά την άποψή του η εισαγωγή αμφιλεγόμενων δεδομένων και παρατηρήσεων σε κλιματικά μοντέλα δημιουργούν προβλέψεις σεναρίων υψηλού βαθμού αβεβαιότητας, που θα ήταν ακραίο να αποτελέσουν εργαλεία περιβαλλοντικής διαχείρισης και σχεδιασμού (υψηλού κόστους) για τις σημερινές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Σήμερα ο όρος «κλιματική αλλαγή» αποτελεί παγκοσμίως ένα κατάλληλα επικοινωνιακό εργαλείο που εξυπηρετεί πολιτικούς και οικονομικούς σκοπούς ιδιαίτερα στον Ευρωπαϊκό χώρο.
Ο κ. Βασίλειος Γιαχαλής, επιστημονικός συνεργάτης στο Τμήμα Πληροφορικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, αναφέρθηκε στη ταχύτερη ανάπτυξη των δένδρων που έχει παρατηρήσει και ρώτησε εάν αυτό οφείλεται στη κλιματική αλλαγή. Η Δρ. Ραδόγλου απάντησε ότι η έκλυση του CO2 ευνοεί όντως την ταχύτερη ανάπτυξη των δένδρων με την προϋπόθεση όμως ότι οι υπόλοιποι παράγοντες του περιβάλλοντος, όπως τα υδατικά αποθέματα, παραμένουν σταθεροί. Ο Δρ. Μιχόπουλος επεσήμανε ότι όντως παρατηρείται αυτό το φαινόμενο στα δάση της Μέσης Ευρώπης. Στην ερώτησή του κ. Γιαχαλή εάν τα δάση πεύκης αυτοαναφλέγονται η απάντηση του Δρ. Ξανθόπουλου ήταν κατηγορηματικά αρνητική.
Διαβάστε ακόμη: Ανοιχτή πρόσκληση συμμετοχής σε δράση πρόληψης δασικών πυρκαγιών
Πρώτη καταχώρηση: Τετάρτη, 2 Μαΐου 2012, 16:27
Επιμέλεια: Σωτήρης Σκουλούδης