Η υποσαχάρια Αφρική αποτελεί την πιο πλούσια περιοχή του πλανήτη σε φυσικούς πόρους, όπως τα μεγάλα αποθέματα άνθρακα, πετρελαίου, φυσικού αερίου, υδάτινων πόρων, σιδήρου, διαμαντιών και ουρανίου καταδεικνύουν. Θλιβερή στατιστική για μια περιοχή που δικαίως χαρακτηρίζεται ως η «ήπειρος της φτώχειας». Τα περίπου 600 εκατομμύρια ανθρώπων που ζουν στις 46 από τις πιο υπανάπτυκτες χώρες του πλανήτη αυτής της περιοχής, εκτός από την αναλγησία του ανεπτυγμένου κόσμου να τις βοηθήσουν ουσιαστικά, έχουν έναν επιπλέον λόγο να μην βλέπουν το μέλλον τους να βελτιώνεται: η κλιματική αλλαγή θα «χτυπήσει» πρώτα αυτούς, οι οποίοι ζουν σε διαρκή επαφή με τη φύση και η δυνατότητα να αντεπεξέλθουν στη μήνι της –την οποία την προκαλεί πάντα ο πλούσιος βορράς- είναι εκ των πραγμάτων ανύπαρκτη.
Έτσι, παρά το γεγονός ο,τι το πρόβλημα από την αυξημένη συγκέντρωση αερίου του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα δημιουργήθηκε από το μοντέλο ανάπτυξης των ανεπτυγμένων κρατών (η Αφρική συμβάλλει στις εκπομπές CO2 μόλις κατά 3,8%!), οι επιπτώσεις του αναμένεται να πλήξουν εντονότερα τα αναπτυσσόμενα κράτη, τα οποία υστερούν σε μεγάλο βαθμό στην ανάπτυξη μηχανισμών προσαρμογής που θα τα προστατέψουν από τις περιβαλλοντικές καταστροφές. Κατά συνέπεια, η κλιματική αλλαγή στην Υποσαχάρια Αφρική δεν είναι απλά ένα δυσχερές περιβαλλοντικό φαινόμενο, αλλά μέγιστη απειλή για τη βιώσιμη ανάπτυξή της που ούτως ή άλλως βρίσκεται σε τραγική υστέρηση.
Την ζοφερή αυτή κατάσταση την περιγράφει για τον φακό της zougla.gr, ο Σταύρος Μαυρογένης, ερευνητής στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Περιβαλλοντικής Έρευνας και Κατάρτισης.
Υψηλή Τρωτότητα
Σύμφωνα με την Έκθεση Stern , εάν τη δεκαετία του 2080 η παγκόσμια θερμοκρασία αυξηθεί κατά περισσότερο από 4οC, στην αφρικανική ήπειρο θα μπορούσε να αυξηθεί έως και κατά 8οC. Ο πρώτος λόγος για τις «μαύρες ημέρες» που αναμένονται για την Ήπειρο, είναι το γεγονός ότι η άνοδος της θερμοκρασίας σε πολλές ήδη επιβαρυμένες από την ξηρασία περιοχές θα είναι διπλάσια του παγκόσμιου μέσου όρου, κάτι που αναμένεται να επιφέρει ακόμη ισχυρότερες αλλά και συχνότερες φυσικές καταστροφές οι οποίες αποτελούν τροχοπέδη για την ανάπτυξή της. Οι φυσικές καταστροφές εκτός από τον διαμελισμό των υποδομών, δημιουργούν αστάθεια αστάθειας αποθαρρύνοντας τους απαραίτητους για την περιοχή επενδυτές και κατά συνέπεια, υπονομεύουν την διαδικασία της ανάπτυξης της.
Οι λόγοι για την υψηλή τρωτότητα της Αφρικής είναι καταρχάς φυσικοί, καθώς το 95% των καλλιεργήσιμων εδαφών εξαρτάται από τις βροχοπτώσεις, ενώ μόλις το 4% των υδάτινων πόρων χρησιμοποιείται για άρδευση και μόνο το 14% των εδαφών καλλιεργείται. Σημαντικοί είναι όμως και οι λόγοι που προκαλούν την κοινωνική τρωτότητα της ηπείρου όπως είναι η χαμηλή ανάπτυξη, η ανισοκατανομή του πλούτου, η ανυπαρξία επενδύσεων και υποδομών, η περιορισμένη πρόσβαση στην κοινωνική ασφάλιση και στις παροχές υγείας, η πολιτική αστάθεια και οι ένοπλες συγκρούσεις, οι ασθένειες όπως το AIDS αλλά και η ανεξέλεγκτη αύξηση του πληθυσμού.
Συνέπειες της κλιματικής αλλαγής
Μείωση της αγροτικής παραγωγικότητας
Η αγροτική παραγωγή και ο πρωτογενής τομέας είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της οικονομίας, καθώς καταλαμβάνει το 40% του ΑΕΠ ως κύκλο εργασιών, το 70% της απασχόλησης του εργατικού δυναμικού (ιδίως στην Υποσαχάρια Αφρική) καθώς και το 11% των συνολικών εξαγωγών. Ταυτόχρονα, το 95% της γεωργίας της Αφρικής εξαρτάται από το νερό της βροχής. Η αγροτική παραγωγή, συμπεριλαμβανομένης και της πρόσβασης στα βασικά είδη διατροφής, αναμένεται πως θα μειωθεί δραματικά λόγω της ερημοποίησης, της μείωσης της βιοποικιλότητας και της λειψυδρίας.
Έτσι, το ποσοστό των καλλιεργήσιμων εκτάσεων, το μήκος των περιόδων ανάπτυξης των καλλιεργειών και οι δυνατότητες των σοδειών, ειδικά στις ημίξηρες ή ξηρές περιοχές εκτιμάται πως θα μειωθούν, επηρεάζοντας έτσι αρνητικά την διατροφική ασφάλεια, αυξάνοντας παράλληλα τον υποσιτισμό. Σε μερικές χώρες αναμένεται πως μέχρι το 2020 οι αποδόσεις των σοδειών θα μειωθούν έως και 50%, καθώς η απόδοση των καλλιεργειών σιτηρών θα μειωθεί από 10 έως 30% του ΑΕΠ το 2050 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990. Εύκολα συμπεραίνει κανείς πως πλέον, θα τεθεί και ζήτημα δυνατότητας εξαγωγών στις ανεπτυγμένες χώρες του Βορρά, οι οποίες ήδη προστατεύουν με διάφορους μηχανισμούς την αγροτική τους παραγωγή και κατά συνέπεια, θα τεθεί θέμα ανταγωνιστικότητας μεταξύ τους.
Εκτιμάται πως η Αφρική θα γίνει ο μεγαλύτερος εισαγωγέας τροφίμων και θα εξαρτάται πλήρως από τον Βορρά για την κάλυψη των αναγκών της! Επιπλέον, δεδομένου ο,τι σήμερα, οι εξαγωγές των αγροτικών προϊόντων αποτελούν το 11% του ΑΕΠ της Αφρικής, πλέον υπολογίζεται πως οι όροι εμπορίου θα βαίνουν αρνητικοί, κάτι το οποίο είναι επιπλέον υπονομευτικό για την ανάπτυξή της.
Επισιτιστική Κρίση
Περίπου 70 εκατομμύρια περισσότεροι από σήμερα αφρικανοί θα βρεθούν αντιμέτωποι με την πείνα ως το 2080 εξαιτίας της συνεχιζόμενης παγκόσμιας θέρμανσης, με δεδομένο ότι οι θερμοκρασίες στην Αφρική έχουν αυξηθεί κατά 0,7 βαθμούς στη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα.
“Οι σοδειές θα μειωθούν, η παραγωγή θα επηρεαστεί, οι τιμές των σιτηρών και του κρέατος θα αυξηθούν και η κατανάλωση των δημητριακών θα μειωθεί, οδηγώντας σε μειωμένη κατανάλωση θερμίδων και αύξηση του υποσιτισμού των παιδιών”, σημειώνουν οι συντάκτες της έκθεσης που έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα το Διεθνές Ερευνητικό Ινστιτούτο Σιτιστικής Πολιτικής (IFPRI). Αν και οι τιμές των τροφίμων θα αυξηθούν ακόμη και χωρίς την κλιματική αλλαγή, το φαινόμενο του θερμοκηπίου θα επιδεινώσει το πρόβλημα, λέει το IFPRI.
“Χωρίς την κλιματική αλλαγή, οι τιμές σιτηρών, παγκοσμίως, θα αυξηθούν το 2050 κατά σχεδόν 40%. Με την κλιματική αλλαγή, οι τιμές των σιτηρών θα αυξηθούν κατά 170% με 194%. Εκτιμάται ότι η τιμή του ρυζιού θα αυξηθεί κατά 60% χωρίς τη κλιματική αλλαγή και κατά 113% με 121% με την κλιματική αλλαγή”, τονίζεται στην έκθεση. Παράλληλα, η υπερθέρμανση του πλανήτη αναμένεται να ωθήσει τις τιμές του καλαμποκιού κατά 148% με 153%.
Ενώ τη δεκαετία του 60 η Αφρική εξήγαγε 1,3 εκατομμύρια τόνους τροφίμων, τη δεκαετία του 70 εισήγα 4,4 εκατομμύρια τόνους και στο τέλος της δεκαετίας του 80 περίπου 10 εκατομμύρια τόνους[1].
Έτσι, και σε συνδυασμό με την υπεραύξηση του πληθυσμού της, η Αφρικανική ήπειρος από την απόλυτη διατροφική αυτάρκεια του 1960 οδηγείται πλέον στην απόλυτη εξάρτηση από τις εισαγωγές τροφίμων από τις ανεπτυγμένες χώρες για την επιβίωσή της, ενώ, δεδομένων των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής αναμένονται νέα κύματα λιμών και επισιτιστικών κρίσεων.
Χαρακτηριστικό είναι ότι την περίοδο 1968 – 1973 η ερημοποίηση συνετέλεσε στο θάνατο 250.000 ανθρώπων κατά την ξηρασία στο Σάχελ, μειώνοντας την απόδοση του ενός τετάρτου της καλλιεργήσιμης έκτασης κατά 25%.
Απασχόληση και Εργατικό Δυναμικό
Η υποβάθμιση της διατροφικής ασφάλειας, της πρόσβασης στην τροφή, της πρόσβασης σε πόσιμο νερό, οι ακραίες θερμοκρασίες αλλά και απρόβλεπτες φυσικές καταστροφές, αναμένεται πως θα οδηγήσουν σε έξαρση ασθενειών όπως το AIDS, η μαλάρια κ.α. Αυτό σημαίνει πως οι δυνατότητες και η ανταγωνιστικότητα των ικανοτήτων του εργατικού δυναμικού επίσης υποβαθμίζονται (με κύριο τελικό αποδέκτη τις γυναίκες).
Σύμφωνα με μια μελέτη της Βρετανικής ΜΚΟ OXFAM[2] εάν ένα μέλος μιας οικογένειας προσβληθεί από τη νόσο η αγροτική παραγωγή μπορεί να πέσει κατά 60% καθώς οι γυναίκες δεν θα μπορούν να αναθρέψουν τα παιδιά τους, αλλά και να συμμετέχουν στις αγροτικές εργασίες.
Σύμφωνα με τον ΜΚΟ Christian Aid, έως και 182 εκατομμύρια άνθρωποι στην υποσαχάρια Αφρική θα πεθάνουν από ασθένειες που αποδίδονται άμεσα στην αλλαγή του κλίματος έως το τέλος του αιώνα. Επιπλέον 67 εκατομμύρια άνθρωποι στην Αφρική θα μπορούσαν να είναι σε κίνδυνο επιδημιών ελονοσίας στην δεκαετία του 2080. Τα κύματα καύσωνα θα οδηγήσουν σε αύξηση τραυματισμών και των θανάτων.
Φαίνεται λοιπόν πως οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, επηρεάζουν αρνητικά τόσο τον αριθμό των διαθέσιμων εργαζομένων, όσο και την ικανότητά τους να εργαστούν αποτελεσματικά και αποδοτικά.
Περιβαλλοντικοί Πρόσφυγες
Δεδομένων των τομέων αυξημένης τρωτότητας για την περιοχή αναμένεται (και έχει ήδη ξεκινήσει) μεγάλο κύμα περιβαλλοντικών μεταναστών από τις αγροτικές κυρίως περιοχές προς τα αστικά κέντρα αλλά και προς τη Βόρεια Αφρική, τις Αραβικές χώρες και την Ευρώπη.
Αξίζει να σημειωθεί πως η συγκεκριμένη από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής αποτελεί μάλλον και την πιο απρόβλεπτη. Ταυτόχρονα, καθιστά το αρχικά περιβαλλοντικό αυτό φαινόμενο, σε γεγονός που αποτελεί παγκόσμια απειλή και παγκόσμιο πρόβλημα και μπορεί να λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά, περιφερειακό ή και διεθνές επίπεδο, υπονομεύοντας σταθερότητα, ανάπτυξη, δικαιοσύνη και ανθρώπινη ασφάλεια, ακόμα και σε καιρό ειρήνης.
Πολιτική Αστάθεια
Ορισμένες μελέτες σήμερα υποστηρίζουν πως μια φυσική καταστροφή αυξάνει τον κίνδυνο πολέμου διαμέσου των οικονομικών και των κοινωνικών της συνεπειών. Σύμφωνα με την έρευνα των Miguel, Satyanath και Sergenti (2004) σε 41 Αφρικανικές χώρες και για την περίοδο 1981 έως 1999, μια μείωση 5% στην ανάπτυξη η οποία προκλήθηκε από ακραίες διακυμάνσεις των βροχοπτώσεων αυξάνει έως και 50% την πιθανότητα συγκρούσεων τον επόμενο χρόνο. Υπάρχει επίσης στενή σχέση μεταξύ συγκρούσεων, ασφάλειας και καταστροφών, εφ’ όσον η πίεση στους πόρους συχνά οδηγεί σε αυξημένη πιθανότητα συγκρούσεων.
Παρ’ όλο που έχει δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στον αγώνα για φυσικά κεφάλαια – συμπεριλαμβανομένων διαμαντιών, πετρελαίου και δασικών πόρων – ως την αιτία συγκρούσεων, συγκρούσεις και αστάθεια δημιουργούνται επίσης και από την προοδευτική συσσώρευση καταστροφών οι οποίες προκύπτουν από έλλειψη πόρων ή και από την αυξημένη τρωτότητα αμέσως μετά την καταστροφή. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελούν κάποιες από τις συγκρούσεις της Κεντρικής Αφρικής και στην περιοχή του Darfur όπου η επανάσταση ξεκίνησε στη δεκαετία του 1970 αμέσως μετά τον μεγαλύτερο λιμό της Αφρικής.
Επιπλέον, σύμφωνα με την έκθεση Stern η πρόσβαση στο νερό πρόκειται να αποτελέσει την πηγή για αυξανόμενο αριθμό συγκρούσεων στο μέλλον, εθνικών ή και διασυνοριακών όπως έχει ήδη παρατηρηθεί. Για παράδειγμα, τις δεκαετίες 1970 κι 1980, οι ξηρασίες στο Μαλί ανάγκασαν πολλούς ημινομαδικούς Τουαρέγκ να μεταναστεύσουν. Η ταραχώδης επιστροφή τους στην πάτρια γη αποτέλεσε τη βάση για τη Δεύτερη Επανάσταση των Τουαρέγκ το 1990.
Η δημιουργία φραγμάτων κατά μήκος του ποταμού Σενεγάλη προκάλεσε σύγκρουση μεταξύ Σενεγαλέζικων και Μαυριτανικών πληθυσμών στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και αρχές 1990 (Niasse 2005). Η δυτική Αφρική έχει ήδη την εμπειρία σημαντικής μείωσης των βροχοπτώσεών της από 10 έως 30% κατά τις τελευταίες 3 δεκαετίες, πυροδοτώντας προβληματισμό για τις επερχόμενες δεκαετίες και τρόπους εύρεσης μηχανισμών συνεργασίας προκειμένου να αποφευχθούν μελλοντικές βίαιες διεκδικήσεις.
Υπάρχει μέλλον;
Το κόστος προσαρμογής της Αφρικής στα νέα δεδομένα, θα μπορούσε να ανέρχεται, σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή, στο ποσοστό 5 – 10% του ΑΕΠ της ηπείρου. Συγκεκριμένα, το κόστος της κλιματικής θωράκισης στην Αφρική θα είναι σύμφωνα με υπολογισμούς μεταξύ 10 και 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Το ποσό ύψους 67 δις δολλαρίων το οποίο αιτήθηκαν οι Αφρικανοί ηγέτες στη Διάσκεψη της Κοπεγχάγης ως ετήσια αποζημίωση για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στις χώρες τους, θα μπορούσε να θεωρηθεί μια προσπάθεια ακριβούς καθορισμού της εκτίμησης του οικονομικού κόστους της κλιματικής αλλαγής για την Αφρική. Αξίζει να σημειωθεί πως συνολικά, οι δασμοί που εισπράττουν οι αναπτυγμένες χώρες από τις εισαγωγές προϊόντων των αναπτυσσόμενων χωρών ανέρχονται σε 100 δισεκκατομμύρια δολάρια ετησίως, ποσό που φτάνει περίπου στο ύψος της επίσημης αναπτυξιακής βήθειας των πρώτων προς τις δεύτερες. Παράλληλα, αν και το συγκεκριμένο αίτημα δεν έχει ικανοποιηθεί, το ύψος της βοήθειας προς τις αναπτυσσόμενες χώρες για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής αποτελεί ένα από τα πιο πιεστικά πεδία των διακυβερνητικών διαπραγματεύσεων για το κλίμα. Ταυτόχρονα, ίσως αποτελεί και τον καθοριστικό παράγοντα επιτυχούς έκβασης των προσπαθειών που καταβάλλει ο αναπτυσσόμενος κόσμος.
Η μη αναστρεψιμότητα της υποβάθμισης ορισμένων περιοχών, η πολιτική αστάθεια, η δυστυχία, η πείνα, οι θάνατοι και ταυτόχρονα ο πενταπλασιασμός του πληθυσμού από το 1950 ως σήμερα εντείνουν το πρόβλημα και συνθέτουν μια κατάσταση στην οποία φαίνεται να μην υπάρχει διέξοδος, εκτός και αν υπάρξει πολιτική βούληση. Η ανθρώπινη δραστηριότητα η οποία οδήγησε στην ανάπτυξη κάποιων χωρών σε βάρος άλλων, και η ανάπτυξη αυτή με τη σειρά της στην κλιματική αλλαγή και στις συνέπειές της, οι οποίες ανατροφοδοτούν την υπανάπτυξη, είναι η εξέλιξη της τεχνολογίας. Είναι πλέον επιστημονικά τεκμηριωμένο πως η υπάρχουσα τεχνολογία δύναται αφ’ ενός να ανατρέψει το φαύλο κύκλο της υπανάπτυξης και αφ’ ετέρου να αναχαιτίσει την επιθετική πορεία της κλιματικής αλλαγής. Το μόνο που χρειάζεται είναι η πολιτική βούληση για τη στήριξη των σχετικών προγραμμάτων. Από την άλλη πλευρά, είναι η πολιτική βούληση η οποία μέχρι στιγμής φαίνεται να απογοητεύει όλους μας ως μέλη της Κοινωνίας των Πολιτών.
Αυτή τη στιγμή βρίσκονται στα «χαρτιά» δυο υπερφιλόδοξα σχέδια τα οποία αν υλοποιηθούν υπόσχονται να αλλάξουν τον χάρτη της Ηπείρου προς το καλύτερο, τοποθετώντας την Αφρική μάλιστα στο επίκεντρο του ενεργειακού χάρτη, δημιουργώντας τεράστιες προοπτικές ανάπτυξης και ριζικής επίλυσης των παραπάνω προβλημάτων.
Δείτε τα προγράμματα αυτά σε παλαιότερο ρεπορτάζ της zougla.gr: Λύση στην πείνα και παραγωγή ενέργειας από την έρημο.
Πρόκειται λοιπόν απλά για ένα περιβαλλοντικό ζήτημα; Εφ’ όσον υπάρχει τεχνολογική λύση γιατί δεν υλοποιείται; Ποια πολιτική βούληση είναι εκείνη που επιλέγει τη διαιώνιση των ανισοτήτων ολόκληρων ηπείρων σε βάρος άλλων, με τίμημα το μέλλον του πλανήτη; Ποιος είναι εκείνος που δεν θέλει την ευημερία όλων, έστω και σε μια κατάσταση η οποία θα απαιτήσει μεταφορά πλούτου από πλούσια κράτη προς άλλα, λιγότερο ανεπτυγμένα προκειμένου να επιτευχθεί η νέα αυτή ισορροπία;