Ενώ οι συνέπειες των κλιματικών αλλαγών είναι πλέον ορατές, ο όρος «περιβαλλοντικός πρόσφυγας ή μετανάστης» φαίνεται να έχει αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία στο πλαίσιο του προσδιορισμού των αναγκαστικών μετακινήσεων εξαιτίας της περιβαλλοντικής αλλαγής. Όπως αναφέρει ο κ. Σοφοκλής Δρίτσας στη διδακτορική του διατριβή, παρά το γεγονός ότι παρατηρούνται πληθυσμιακές μετακινήσεις από την αρχαιότητα, λόγω του περιβάλλοντος, ουσιαστικά από το 1970 και μετά άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες συζητήσεις για τη σχέση της μετακίνησης του πληθυσμού και της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, με την κλιματική αλλαγή να παίρνει, ταυτόχρονα, διαστάσεις δημόσιας πολιτικής συζήτησης σε διεθνές επίπεδο.
Οι πρώτες περιπτώσεις αναγκαστικών μετακινήσεων πληθυσμών εξαιτίας των κλιματικών αλλαγών έλαβαν μεγάλη δημοσιότητα και αφορούν:
– τα νησιά Cartaret στην Παπούα-Νέα Γουινέα όπου μετακινήθηκαν οι 1000 κάτοικοι το 2005.
– το χωριό Lateu στη νήσο Tegua του νησιωτικού συμπλέγματος Torres της Δημοκρατίας του Vanuatu όπου οι 100 κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους το 2005.
– το χωριό Shishmaref στη νήσο Sarichef της πολιτείας της Αλάσκα των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, το οποίο θα μετακινηθεί εξολοκλήρου με τους 607 κατοίκους του αρκετά χιλιόμετρα προς τον νότο λόγω της διάβρωσης των εδαφών του.
– το νησί Lohachara που βρίσκεται στο δέλτα του ποταμού Hooghly στον κόλπο της Βεγγάλης στην Ινδία, όπου οι 10.000 κάτοικοι εγκατέλειψαν το 2006 τις εστίες τους λόγω της ανόδου της στάθμης της θάλασσας.
Οι εκτιμήσεις σχετικά με τον αριθμό των ατόμων που θα πληγούν από τις κλιματικές αλλαγές και θα υποχρεωθούν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, διαφέρουν σε πολύ σημαντικό βαθμό: για το Ινστιτούτο για το Περιβάλλον και την Ασφάλεια του Πανεπιστημίου του ΟΗΕ, οι περιβαλλοντικοί μετανάστες μέχρι το 2050 θα περιοριστούν στα 150 εκατομμύρια έναντι 200 εκατομμύρια σύμφωνα με την έκθεση του Ν. Stern (2006).
Αντίθετα, οι προβλέψεις της ΜΚΟ Christian Aid (2007) εκτινάσσουν τον αριθμό των περιβαλλοντικών προσφύγων στο 1 δισεκατομμύριο.Είναι φανερό ότι, όπως ο κ. Δρίτσας υποστηρίζει, δεν υπάρχουν ακόμα αξιόπιστες εκτιμήσεις και αυτό οφείλεται ως ένα βαθμό στο γεγονός ότι, οι διεθνείς οργανισμοί στην προσπάθειά τους να προσελκύσουν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης διεθνώς, αναφέρονται κυρίως στις καταστροφικές επιπτώσεις των κλιματικών αλλαγών, χωρίς να έχουν προχωρήσει σε αξιόπιστες εκτιμήσεις της έντασης του μελλοντικού φαινομένου.
Πηγή: deltiokairou