Του Ειδικού Συνεργάτη

Η πολιτική ζωή του τόπου αλλά και η χώρα μας γενικότερα, έπεσαν μέσα στον Αύγουστο στη δίνη των αποκαλύψεων των τηλεφωνικών συνακροάσεων, τουλάχιστον ενός πολιτικού, ο οποίος στη συνέχεια εξελέγη Πρόεδρος κόμματος και ενός δημοσιογράφου. Ακολούθησαν αμέσως οι παραιτήσεις του Γενικού Γραμματέα και ανηψιού του Πρωθυπουργού Γρ. Δημητριάδη καθώς και του Διοικητή της ΕΎΠ ο οποίος, όπως όλοι θυμόμαστε, για να διοριστεί, δεδομένου ότι του έλλειπαν τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, άλλαξε μόνο γι αυτόν ο νόμος. 

Οι δύο παραιτήσεις και ιδίως του Γρηγ. Δημητριάδη, ο οποίος ορθά είχε χαρακτηριστεί ως «συγκυβερνήτης», οδήγησαν τους Έλληνες πολίτες απευθείας στη σκέψη ότι κάτι πολύ κακό είχε συμβεί. Δεν υπήρχε αμφιβολία: Οι δύο παραιτήσεις ήταν ουσιαστικά η ομολογία της ενοχής τους. Της ενοχής δηλ. όλου του κυβερνητικού πυρήνα του Μεγάρου Μαξίμου που με δικό τους νόμο έφεραν τις παρακολουθήσεις εντός του. 

Οι παρακολουθήσεις και ιδίως του (μετ ολίγον) Προέδρου του ΠΑΣΟΚ Νικ. Ανδρουλάκη, έπλητταν την ίδια τη Δημοκρατία μας δια μέσω του Υπέρτατου Νόμου που είναι το Σύνταγμα. Τη λειτουργία των κομμάτων (άρθ. 19) των βουλευτών (αρθ. 61) των προσωπικών δεδομένων (αρθ. 9Α) της ελευθερίας του τύπου (άρθ. 14). Η επικάλυψη της «νομιμότητας» που από την αρχή έγινε προσπάθεια να δοθεί, δεν στάθηκε δυνατόν να γίνει πιστευτή. Ήταν φανερό ότι όλα έγιναν παράνομα. Δεν υπήρχε καμία νόμιμη δικαιολογητική αιτία που να μπορούσε να καλύψει αυτές τις πράξεις. Και επειδή συνεχώς γίνεται λόγος για το πολιτικό πρόσωπο, αλήθεια, ο δημοσιογράφος κ. Κουκάκης πως παραβίασε την εθνική ασφάλεια της χώρας;

Η τελευταία ευκαιρία που δόθηκε στην κυβερνώσα ομάδα του Μαξίμου να δικαιολογήσει τη νομιμότητα των πράξεών της, χάθηκε την περασμένη Παρασκευή στη Βουλή. Καμία εξήγηση δια των Πρωθυπουργικών χειλέων.

Τo χειρότερο όμως δεν είναι αυτό. Όλες αυτές τις ημέρες αναπτύχθηκε μια έντονη διαμάχη στα εδάφη του πολιτικού και επιστημονικού κόσμου της χώρας. Το μεγαλύτερο μέρος των πολιτικών και επιστημόνων τάχθηκαν ξεκάθαρα ή το υπονόησαν, υπέρ της άμεσης παραίτησης του Πρωθυπουργού. 

Είναι τόσο μεγάλο το πλήγμα στον πυρήνα της Δημοκρατίας μας, είπαν, που δεν επιδέχεται κάτι άλλο. Αποτελεί στοιχειώδη αποκατάσταση του πλήγματος αυτού, η απομάκρυνση από τη διοίκηση της χώρας αυτής της μικρής ομάδας του Μεγάρου Μαξίμου που σχεδίασε και εκτέλεσε, ερήμην της υπόλοιπης κυβέρνησης, αυτές τις αποτρόπαιες πολιτικά αλλά και με ποινικές, ίσως, προεκτάσεις, πράξεις.

Και δεν μπορεί να αποτελεί αποκατάσταση του πλήγματος οι εξαγγελθείσες εκ των υστέρων αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας της ΕΥΠ. Με δικό τους νόμο η ΕΥΠ μπήκε στο Μέγαρο Μαξίμου και όλα δείχνουν ότι με δικές τους εντολές γίνονταν οι παρακολουθήσεις. Αυτό έγινε για να συντονίζονται από εκεί οι παρακολουθήσεις τρίτων. Και πρώτοι να ελέγχουν το ληφθέν υλικό. Ή μήπως έγινε για να μην μπορούν να παρακολουθούνται οι ίδιοι και οι στενοί συνεργάτες τους; Μήπως λέμε.

Ένα άλλο μέρος πολιτικών και επιστημόνων, ιδίως με τη μορφή παραπολιτικών αναλύσεων και συζητήσεων, εκφράζει την άποψη ότι «και αλλού γίνονται αυτά» «πάντα γίνονταν αυτά» και το σημαντικότερο «θα δοθούν πολλά λεφτά στη συνέχεια στο λαό με τη μορφή επιδομάτων και αυξήσεων και το σκάνδαλο θα απορροφηθεί». 

Δηλαδή να φανταστούμε ότι αν ο Καγκελάριος της Γερμανίας πιαστεί να παρακολουθεί από το γραφείο του τους πολιτικούς του αντιπάλους ή δημοσιογράφους δεν θα παραιτηθεί. Ή δεν θα παραιτηθεί ο Πρωθυπουργός της Μ. Βρετανίας αν διαπράττονταν παράνομες παρακολουθήσεις μέσα από τη Ντάουνιγκ Στρητ! Αστεία πράγματα.

Όμως αν τα επιχειρήματα της απορρόφησης του σκανδάλου δια μέσω αυξήσεων και επιδομάτων, ιδίως αυτά που άπτονται της ενεργειακής κρίσης, μπορούν να θεωρηθούν σοβαρά, τότε αυτό σημαίνει ότι πράγματι είμαστε μια άρρωστη, πολιτικά και πολιτισμικά, κοινωνία. Αν φτάσαμε στο σημείο να έχει αμβλυνθεί τόσο πολύ η συνείδησή μας και να μπορούμε να ανεχθούμε οποιοδήποτε τόσο ισχυρό πλήγμα στη Δημοκρατία μας και τους Θεσμούς της, αυτό σημαίνει ότι είμαστε πράγματι άξιοι της μοίρας μας. Τίποτε πια δεν μπορεί να σταματήσει τον κατήφορο. Τίποτε πια δεν μας σώζει. 

Αν τα «τριάκοντα αργύρια» είναι ικανά να ανακόψουν τη στοιχειώδη δημοκρατικά μας αντανακλαστικά, αυτό σημαίνει ότι ξεπουλήσαμε πια και τα τελευταία δημοκρατικά ιδανικά μας, για τα οποία τόσοι έχουν αγωνιστεί.

Είναι όμως έτσι; Το πολιτικό μας σύστημα παρέλυσε τελείως; Δεν υπάρχει ούτε μία σπίθα ορθοφροσύνης να ανάψει τη φωτιά της αποκατάστασης της δημοκρατικής κανονικότητας; 

Για να δούμε!