Παρασκευή μεσημέρι και μια οικονομική υποχρέωση με φέρνει στην Πανεπιστημίου στο ύψος της Θεμιστοκλέος. Παρκάρω βιαστικά τη μηχανή μου και τρέχω να πληρώσω το… «γραμμάτιο» της συνδρομητικής τηλεόρασης. Δεν πρόλαβα να μπω στο κατάστημα και είδα πίσω μου έναν νεαρό να προσπαθεί με το μπαστουνάκι του να περάσει ανάμεσα στα σταθμευμένα δίκυκλα του πεζοδρομίου.
Στο μυαλό μου ήρθε το μήνυμα «Είμαι γάιδαρος», το οποίο τοποθετούν στο παρμπρίζ των παρανόμως σταθμευμένων αυτοκινήτων τα μέλη μιας οργάνωσης που παλεύουν για μια ανθρώπινη Αθήνα.
Και πράγματι έτσι αισθάνθηκα.
Έτρεξα στο νεαρό και τον βοήθησα να προσπεράσει τον σκόπελο των παρκαρισμένων μηχανών αλλά δυστυχώς και στο επόμενο πεζοδρόμιο δεν μας περίμενε κάτι διαφορετικό αλλά η ίδια, ίσως και χειρότερη εικόνα.
Επιπροσθέτως, μου δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστώσω ότι δεν υπήρχε «διάδρομος» για τους τυφλούς όπως υπάρχει σε άλλα πεζοδρόμια της πρωτεύουσας όπου οι άνθρωποι με προβλήματα όρασης μπορούν και πατούν πιο στέρεα στα πόδια τους, ξεχωρίζοντας με το μπαστουνάκι τους τη δική τους διαδρομή.
Ο Θανάσης με ευχαρίστησε θερμά που τον συνόδευσα μέχρι την Ομόνοια και μου είπε μάλιστα να μην στεναχωριέμαι για την παρανομία μου, διευκρινίζοντας πως δεν είμαι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος.
Αν υπήρχε διάδρομος ίσως και να μην είχα σταθμεύσει εκεί τη μηχανή μου, σκέφτηκα, αλλά με τα «αν» χωριό δεν γίνεται.
«Μπορεί να είναι μικρό το πεζοδρόμιο και να μην μπορούσαν να κάνουν το «διάδρομο» για μας» είπε ο Θανάσης.
«Στον πιο πλατύ, πολυσύχναστο αλλά και εμπορικότερο δρόμο δεν υπήρχε περιθώριο, βρε Θανάση; Απλά κανένας δεν σας σκέφτηκε »απάντησα και του υποσχέθηκα να γράψω κάτι επ’ αυτού και να μπορώ και γω να πω για την σημερινή μου απερισκεψία ότι «ουδέν κακόν αμιγές καλού».
Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι από δω και πέρα δεν θα προσέχω που παρκάρω. Υπόσχεση στο Θανάση.