Κατά τη διάρκεια του τελευταίου τριμήνου, οι ελληνικοί επενδυτικοί τίτλοι (μετοχές και ομόλογα) δέχονται ισχυρές πιέσεις. Η απόδοση των 10ετών ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου ανήλθε στο 9,1%, από 5,5% τον Σεπτέμβριο, και το Χρηματιστήριο Αθηνών καταγράφει σημαντικότατες απώλειες. Αυτή η επιδείνωση των συνθηκών της αγοράς έρχεται, μάλιστα, σε μία περίοδο όπου καταγράφεται συνεχής βελτίωση των μακροοικονομικών δεικτών.
Όμως, όπως επισημαίνουν οι αναλυτές της Goldman Sachs, οι ρευστοποιήσεις που πλήττουν τους ελληνικούς μετοχικούς και ομολογιακούς τίτλους είναι αποτέλεσμα της εκλογικής αβεβαιότητας ενόψει μιας κρίσιμης χρονιάς για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Η Ελλάδα πρέπει να διασφαλίσει τη χρηματοοικονομική σταθερότητά της, τονίζουν οι αναλυτές, δεδομένου ότι το 2015 είναι, πράγματι, ένα κρίσιμο έτος για την Ελλάδα. Τα τελευταία στοιχεία για την οικονομική ανάπτυξη δείχνουν ότι η ανάκαμψη μπορεί να κερδίζει έδαφος, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι που θα μπορούσαν να αποσταθεροποιήσουν την ελληνική οικονομία οδηγώντας την ξανά σε ύφεση.
Πιο συγκεκριμένα, όπως επισημαίνεται στη σχετική έκθεση, το 2015 είναι το τελευταίο έτος που η κυβέρνηση αντιμετωπίζει μεγάλες χρηματοδοτικές ανάγκες, οι οποίες πλησιάζουν τα 24 δισ. ευρώ. Μέρος αυτών των αναγκών μπορεί να καλυφθεί με εγχώριους πόρους. Ωστόσο, είναι πιθανό να χρειαστούν πρόσθετα κεφάλαια για να εξασφαλιστεί ότι η κυβέρνηση θα είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της. Οι πρόσθετοι αυτοί πόροι μπορεί να κυμανθούν από 6 δισ. ευρώ έως 15 δισ. ευρώ.
Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι από το 2016 και μετά, οι συνολικές χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας θα είναι πολύ πιο διαχειρίσιμες και θα υποχωρήσουν στα 10 δισ. ευρώ, ή και χαμηλότερα, έως το 2022. Ωστόσο, εάν το πρωτογενές πλεόνασμα αποδειχθεί χαμηλότερο απ’ ό,τι προβλέπεται ή εάν οι αποδόσεις των ομολόγων είναι υψηλότερες από εκείνες που προβλέπονται στο πρόγραμμα, το ποσό αυτό μπορεί να είναι κάπως υψηλότερο.
Με τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων να βρίσκονται σε απαγορευτικά υψηλά επίπεδα, η ελληνική κυβέρνηση θα χρειαστεί χρηματοδότηση από τον επίσημο τομέα για να βρει τα πρόσθετα κεφάλαια που χρειάζεται για το 2015. Από το ΔΝΤ είναι διαθέσιμα, υπό προϋποθέσεις, κεφάλαια 7,1 δισ. στο πλαίσιο του ελληνικού προγράμματος στήριξης. Επιπλέον, το Eurogroup αποφάσισε τη Δευτέρα να δώσει στην Ελλάδα μια προληπτική πιστωτική γραμμή (ECCL) υπό την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα ολοκληρώσει την αναθεώρηση έως το τέλος του Φεβρουαρίου.
Για να ολοκληρωθεί, όμως, η αναθεώρηση πρέπει να υπάρξει συμφωνία αφενός για να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και στο συνταξιοδοτικό σύστημα και αφετέρου για να γίνουν περαιτέρω δημοσιονομικές περικοπές. Η Ελλάδα είναι επίσης πιθανό επίσης να παραμείνει κάτω από στενή οικονομική εποπτεία.
Οι πολιτικές επιπλοκές της προεδρικής εκλογής
Σύμφωνα με το Σύνταγμα της Ελλάδας, το κοινοβούλιο πρέπει να εκλέγει Πρόεδρο της Δημοκρατίας κάθε πέντε χρόνια. Εάν το κοινοβούλιο δεν καταφέρει να εκλέξει Πρόεδρο, θα πρέπει να γίνουν βουλευτικές εκλογές.
Λόγω των στενών χρονικών περιθωρίων μεταξύ της νέας προθεσμίας για την ολοκλήρωση της αναθεώρησης του προγράμματος και την εκπνοή της προθεσμίας για τις προεδρικές εκλογές, η κυβέρνηση αποφάσισε να επιταχύνει τη διαδικασία της εκλογής. Θα γίνουν τρεις ψηφοφορίες, εκ των οποίων οι δύο στις 27 και 23 Δεκεμβρίου. Οι πρώτες δύο διαδικασίες απαιτούν μια πλειοψηφία 200 ψήφων, η οποία είναι απίθανο να επιτευχθεί. Η πιο κρίσιμη ψηφοφορία είναι η τρίτη και τελευταία στις 29 Δεκεμβρίου, όπου η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να βρει 180 ψήφους για να υποστηρίξει τον υποψήφιο για την Προεδρία. Όπως έχουν τα πράγματα, η κυβερνητική πλειοψηφία δεν αρκεί για την εκλογή Προέδρου και την αποφυγή των εκλογών. Θα πρέπει να συναινέσουν και 25 ανεξάρτητοι βουλευτές και βουλευτές από τα μικρά κόμματα.
Σε περίπτωση που το κοινοβούλιο εκλέξει Πρόεδρο, η κυβέρνηση και η τρόικα θα συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις και είναι πιθανό να υπάρξει συμφωνία. Οι χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι θα υποχωρήσουν και είναι πιθανό να δούμε άνοδο σε Χρηματιστήριο και ομόλογα.
Όμως, σε περίπτωση που το κοινοβούλιο δεν καταφέρει να εκλέξει Πρόεδρο, θα γίνουν εκλογές και οι πιέσεις και η αβεβαιότητα θα παραταθούν. Σε αυτό το σημείο, επισημαίνουν οι αναλυτές της Goldman Sachs, είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι οι πιέσεις των αγορών δεν συνδέονται ούτε με τη διαδικασία των εκλογών ούτε με το ενδεχόμενο να αλλάξει η κυβέρνηση. Συνδέονται με τον κίνδυνο να υπάρξει ασυνέχεια σε επίπεδο εφαρμοζόμενης πολιτικής, καθώς και με τον κίνδυνο μιας σοβαρής σύγκρουσης ανάμεσα στην Ελλάδα και τους διεθνείς πιστωτές της. Ωστόσο, οι αναλυτές της Goldman Sachs θεωρούν ότι τα περιθώρια της Ελλάδας να πάρει πίσω μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη εφαρμοστεί είναι πολύ περιορισμένα. Οποιαδήποτε τέτοια απόπειρα θα οδηγούσε σε διακοπή της επίσημης χρηματοδότησης προς την Ελλάδα.
Το αρνητικό σενάριο
Αναμφισβήτητα, ακόμη και στην περίπτωση που αλλάξει η κυβέρνηση, υπάρχουν περιθώρια για να βρεθεί λύση μεταξύ Ελλάδας και Ευρώπης. Η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο σε επίπεδο μεταρρυθμίσεων και η απόκλιση μεταξύ εκείνων που έχουν ήδη γίνει και εκείνων που απομένουν να γίνουν μπορεί να καλυφθεί.
Επίσης, κίνητρα για σύγκρουση δεν υπάρχουν. Για παράδειγμα, οποιαδήποτε κυβέρνηση θα προτιμούσε πιθανόν να κεφαλαιοποιήσει τη δυναμική που δείχνει να αποκτά η ελληνική οικονομία και να αποφύγει να πυροδοτήσει μια μαζική φυγή κεφαλαίων που θα ξαναβύθιζε σε ύφεση τη χώρα. Επιπλέον, δεδομένου ότι πάνω από το 80% του ελληνικού χρέους βρίσκεται στην κατοχή του επίσημου τομέα και δεδομένου ότι οποιαδήποτε συμμετοχή του επίσημου τομέα θα ήταν εφικτή μόνο στο πλαίσιο μιας συμφωνίας με την Ευρωζώνη, οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση θα είχε λόγους να επιδιώξει συνεργατικές λύσεις.
Ωστόσο, η ιστορία της κρίσης της Ευρωζώνης έχει δείξει ότι η πιθανότητα ενός «ατυχήματος» δεν μπορεί ποτέ να αποκλειστεί. Και είναι σημαντικό για τις αγορές να μπορούν να κατανοήσουν και να ποσοτικοποιήσουν τις επιπτώσεις ενός πιθανού αρνητικού σεναρίου, όπως η διακοπή της επίσημης χρηματοδότησης προς την Ελλάδα.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να διακοπεί η χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ
Όσο πιεστικό κι αν φαίνεται το πρόγραμμα αναχρηματοδότησης της κυβέρνησης, είναι απίθανο να γίνει πραγματικό πρόβλημα όσο η ΕΚΤ στηρίζει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Αλλά εδώ βρίσκεται ο σημαντικότερος κίνδυνος για την Ελλάδα. Η οικονομία χρειάζεται από την ΕΚΤ, τον μόνο δανειστή έσχατης ανάγκης προς το τραπεζικό σύστημα, να διατηρήσει άφθονη την παροχή ρευστότητας. Και αυτό όχι μόνο επειδή οι τράπεζες μπορεί να χρειαστούν πόρους για να μειώσουν τους μελλοντικούς κινδύνους αναχρηματοδότησης αλλά και επειδή οι τράπεζες εξαρτώνται από τους τίτλους που εκδίδει το Δημόσιο ή φέρουν την εγγύηση του Δημοσίου για να διατηρήσουν σταθερά τα τρέχοντα επίπεδα ρευστότητας.
Σημειώνεται ότι στο απόγειο της κρίσης για την Ελλάδα, όταν υπήρξε μαζική φυγή καταθέσεων και κεφαλαίων, οι τράπεζες τα έβγαλαν πέρα με τη βοήθεια της ΕΚΤ και του μηχανισμού ELA.
Σε περίπτωση, λοιπόν, σοβαρής σύγκρουσης με τους δανειστές, ενδεχόμενη διακοπή της ρευστότητας προς της ελληνικές τράπεζες από την ΕΚΤ θα μπορούσε ενδεχόμενως να οδηγήσει σε μια παρατεταμένη «τραπεζική αργία», όπως συνέβη στην Κύπρο, και οι φόβοι της αγοράς για την πιθανότητα εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη θα μπορούσαν να αναζωπυρωθούν.