Του Στέλιου Μπερμπεράκη
Στο μακροσκελές άρθρο σου στο zougla.gr, κατηγορείς ευθέως τον συνάδελφο Μανώλη Κωστίδη για τον τρόπο με τον οποίο παρουσίασε «την κυπριακή τραγωδία το 1974 με την τουρκική εισβολή».
Το ρεπορτάζ του Μανώλη το παρακολούθησα κι εγώ με μεγάλη προσοχή. Εγώ πάντως αυτό που κατάλαβα είναι ότι ο Μανώλης δεν πήγε στην Κύπρο για να εξιστορήσει όλα τα δραματικά γεγονότα του 1974.
Κατάλαβα ότι πήγε για να καταγράψει και να μας ενημερώσει για την κατάσταση που επικρατεί στα Βαρώσια.
Δεν κατάλαβα ότι «έγλειψε την τουρκική ηγεσία» -όπως υπονοείς-, ούτε ότι «ασπάζεται τις απόψεις του Ταγίπ Ερντογάν» για να πάρει ειδική άδεια και να κάνει το ρεπορτάζ του. Άλλωστε πολλοί άλλοι -και Κύπριοι- συνάδελφοι πήγαν και πηγαίνουν στην ίδια περιοχή για τον ίδιο σκοπό.
Τα λόγια και η περιγραφή του Μανώλη ήταν ίδια με εκείνα των πρώτων συναδέλφων που μπήκαν στα Βαρώσια χωρίς να «γλείψουν» κανέναν. Ή κάνω λάθος;
Τον κατηγορείς για την αναφορά που έκανε για «εγκατάλειψη των ξενοδοχείων που βρίσκονται πάνω ακριβώς στην παραλία» και του «υπενθυμίζεις» ότι τα ξενοδοχεία και άλλες περιοχές «δεν εγκαταλείφθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους, αλλά λεηλατήθηκαν από τους Τούρκους».
Και στα δικά μου ρεπορτάζ που έχω κάνει κατά διαστήματα, οι περισσότεροι μου έλεγαν ότι «αδίκως είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια και τα ξενοδοχεία τους, διότι τελικά δεν ήταν στα σχέδια του τουρκικού στρατού να εισβάλει στην πόλη τους».
Γι΄ αυτό και τα Βαρώσια δεν έχουν εποικιστεί από τους Τούρκους και έχουν παραμείνει «κλειστή πόλη» ή αλλιώς «πόλη φάντασμα» η οποία μετατράπηκε σε «λάφυρο» και ένα «ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί» των Τούρκων.
Λεηλατήθηκε η πόλη βάναυσα από τους μη Τουρκοκύπριους εποίκους και συμμορίες, που έμπαιναν «κρυφά» στην πόλη και ξήλωναν ακόμα και τις πρίζες από τους τοίχους.
Κατηγορείς τον Μανώλη για τη μη αναφορά του «στους βιασμούς» και στους «πλουσιότερους στο νησί που δεν είχαν ούτε ένα δίφραγκο η αλλιώς ούτε μια λίρα όπως θα ΛΕΓΑΤΕ και στην Τουρκία».
Ο Μανώλης, εάν πήγαινε να εξιστορήσει τον «Φάκελο της Κύπρου», να είσαι σίγουρος ότι θα τα ανέφερε και αυτά… Όπως και την άλλη πλευρά του νομίσματος (πέρα από τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, καλό θα είναι να διαβάσει κανείς και το εξαίρετο βιβλίο του Κύπριου αγωνιστή Σάββα Παυλίδη, το «ΣΑΡΑΝΤΑ ΕΝΝΙΑ ΜΕΡΕΣ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ»).
Μιας και -με μια δόση ειρωνείας- το αναφέρεις στο άρθρο σου, ναι, και ο Μανώλης και όλοι εμείς οι Κωνσταντινοπολίτες -που «τα δίφραγκα τα λέμε “λίρα”.. (από το Lira)», όπως οι Κύπριοι τα έλεγαν «σελίνια» (από το Shillings)- ζήσαμε στο πετσί μας το Κυπριακό από τα γεννοφάσκια μας.
Όταν τη δεκαετία του ΄60 τάγματα υπερπατριωτών έκαναν εφόδους, όπως π.χ. στα Κόκκινα και στους Αγ. Θόδωρους, κατά των Τουρκοκυπρίων, τη νύφη την πλήρωναν στην Κωνσταντινούπολη ο Μανώλης και η «φάρα» του… ξανά και ξανά… και ξανά και ξανά… Μέχρι που χάθηκε η μισή Κύπρος, και εμείς (οι Μανώληδες) «αναγκαστήκαμε να εγκαταλείψουμε» την Πόλη μας.
Οφείλω να παραδεχτώ ότι οι κατηγορίες κατά του συναδέλφου μόνο θλίψη και αγανάκτηση μου προκάλεσαν.
Όχι μόνο επειδή είναι από τα μέρη μου (γιατί δεν είμαστε όλοι αγγελούδια), αλλά γιατί ο τρόπος με τον οποίο τον κατηγορείς για τα «όρια» , τις «κόκκινες γραμμές», για «γλειψίματα» και ότι «ασπάζεται…» σαν να εννοείς «φιλά κατουρημένες ποδιές..» πάει πολύ. Μάλλον κάποιος άλλος περνά τις κόκκινες και οριακές γραμμές.
Αγαπητέ Κ.Σ.,
θέλω να ξέρεις ότι το να είσαι ανταποκριτής σε Ελλάδα ή Τουρκία δεν είναι και τόσο εύκολο πράγμα. Θέλει ψυχή και αντοχή, καλή ισορροπία σε τεντωμένο σχοινί. Θέλει και αμεροληψία και αντικειμενικότητα, που δυστυχώς αρχίζει να χάνεται στα βάθη του χρόνου.
Εν ανάγκη ο ανταποκριτής γίνεται και «πυροσβέστης» για να σβήνει τις φωτιές τις οποίες ανάβουν τα ΜΜΕ κάθε πλευράς, που δυστυχώς διακατέχονται από την ψύχωση -όλο και περισσότερο τελευταία- της αντιπαλότητας που τρέφει η μία χώρα κατά της άλλης.
Και ξέρει ότι, όταν κάνει σωστά τη δουλειά του, ανά πάσα στιγμή, μπορεί να κατηγορηθεί ή από τους «απέναντι» ή από τους «δικούς του», όπως καλή ώρα. Γι’ αυτό και είναι πάντα προετοιμασμένος. Μην αμφιβάλλεις.
Ο ανταποκριτής ενημερώνει τους ακροατές, τους τηλεθεατές και τους αναγνώστες του, όχι για να χαϊδεύει τα αυτιά των δικών του, αλλά επειδή είναι καθήκον του -άλλωστε γι’ αυτό πληρώνεται- να μεταφέρει και την άλλη άποψη. Και ο νοών νοείτω.