Το πρωινό της Δευτέρας 16 Σεπτεμβρίου οι αναφορές στην Ίμβρο ανέβηκαν σε ενεστώτα χρόνο. Όχι σε κάποια αίθουσα συμβουλίου, δικαστηρίου, ή σε κάποια παρουσίαση βιβλίου. Αλλά στον ίδιο τον τόπο. Το ελληνικό σχολείο στο χωριό των Αγίων Θεοδώρων, τη γενέτειρα του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, λειτούργησε ξανά μετά από 49 χρόνια. Το ταξί στην Παναγιά, την πρωτεύουσα του νησιού ξεκίνησε για το χωριό λίγο πριν τις 8 το πρωί με επιβάτες τον Δημήτρη από την Θεσσαλονίκη, το Μωυσή και τη Σοφία από την Αντιόχεια και τον Αλέξανδρο από το νησί. Τους τέσσερις μαθητές της Ίμβρου.
«Γιατί έχουμε τόσες κάμερες δεν καταλαβαίνω» λέει ο Δημήτρης μπροστά στην παρουσία Τούρκων δημοσιογράφων έξω από το σχολείο που ήρθαν για να καλύψουν την ιστορική στιγμή και μαζί με κάποια ελληνικά μέσα ενημέρωσης δεν κατάφεραν να κρατήσουν διακριτικότητα δημοσιεύοντας φωτογραφίες των παιδιών, χωρίς καμία ερώτηση στις οικογένειές τους.
Σε μέρα απεργίας των εκπαιδευτικών στην Ελλάδα ο τούρκικος εθνικός ύμνος έκλεισε τη λιτή τελετή και το κουδούνι χτύπησε παρουσία των τηλεοπτικών καναλιών. Παρόντες ο Μητροπολίτης Ίμβρου και Τενέδου Κύριλλος, αντιπροσωπεία του Συλλόγου Ιμβρίων με επικεφαλής τον πρόεδρο Πάρι Ασανάκη, ο εκπρόσωπος των Μειονοτικών Ιδρυμάτων Λάκης Βίγκας, ο διευθυντής Εκπαίδευσης Κουτλού Τεκίν Μπας, η ιδρύτρια του σχολείου Άννα Κουτσομάλλη και πλήθος Ιμβρίων. Μέσα σε αυτό το «πλήθος» ανθρώπων… άνθρωποι. Έλληνες κάτοικοι συγκινημένοι, όπως και η κ. Τζοβάννα, παλιά δασκάλα στο νησί, που δείχνει στον νέο δάσκαλο από την Αθήνα Φώτη Γραμμένο τις παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες των παλιών σχολικών εκδηλώσεων.
Η διαδικασία επαναλειτουργίας του σχολείου διήρκεσε τρία χρόνια και χρειάστηκε να παρακαμφθεί η τουρκική νομοθεσία ως προς τον αριθμό των μαθητών. Το σχετικό αίτημα είχε υποβληθεί επισήμως προς τις τουρκικές Αρχές το 2011 από μέλη των κοινοτήτων της Ίμβρου, με την κατάργηση του νόμου 502/1964 με τον οποίο έκλεισαν υποχρεωτικά όλα τα ελληνικά σχολεία σε Ίμβρο και Τένεδο να εκκρεμεί. Μαζί και σειρά άλλων μέτρων ώστε να πληρωθούν οι προϋποθέσεις διάσωσης του διττού πολιτισμικού χαρακτήρα της Ίμβρου και της Τενέδου, σύμφωνα και με το ψήφισμα 1625/2008 της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης. «Σε όλο το διάστημα είχαμε όλη την απαραίτητη βοήθεια από τις τουρκικές αρχές» λέει η διευθύντρια του σχολείου Βούλα Μπερμπέρη. «Σήμερα είναι μια σημαντική μέρα για τον τόπο και συνεχίζουμε την αξιοποίηση κοινοτικών κονδυλίων για το νησί» προσθέτει ο Λάκης Βίγκας. Και το «ανάθεμα στους αιτίους» από τα Ματωμένα Χώματα, έγινε ένα πρώτο χειροκρότημα στους αιτίους στα ίδια χώματα.
Κοντά στις παρουσίες, τις αγκαλιές, τα πνιγμένα δάκρυα, τα γέλια και τις ανταμώσεις παλιών φίλων και οι ηχηρές σιωπές και απουσίες πολλών κατοίκων που κρατούν έναν δισταγμό και μια καχυποψία απέναντι στο δύσκολο ξεκίνημα. «Δεν μπορώ το σχολειό. Μου θυμίζει τα περασμένα» αναστενάζει ο κ. Γιώργος από το χωριό των Αγριδίων. «Τι το ήθελαν το σχολείο; Εδώ έχουμε άλλα πιο σημαντικά προβλήματα» συζητά άλλη παρέα από το Σχοινούδι. «Αντί να κάνουν γηροκομείο, έφτιαξαν σχολείο. Ποιος να πάει; Εγώ;» θυμώνει ο 90χρονος μπάρμπα Θανάσης και προσθέτει: «Αφού ακούτε γκρίνιες, φωνές και τσακωμούς τότε ο ελληνισμός στην Ίμβρο επιστρέφει». Οι συγκρίσεις με το παρελθόν για κάποιους αναπόφευκτες και για κάποιους άλλους μάταιες.
Στο νησί του βορείου Αιγαίου, λειτουργούσαν ελληνικά δημοτικά σχολεία σε έξι από τα επτά ελληνικά χωριά, στην Παναγία, τα Αγρίδια, το Σχοινούδι, το Γλυκύ, τους Αγίους Θεόδωρους και το Κάστρο. Μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, το 1923, η Ίμβρος και η Τένεδος παραχωρήθηκαν στην Τουρκία και έως τα 1964 το νησί της Ίμβρου διατηρούσε ακέραιο τον ελληνικό χαρακτήρα της. Οι Έλληνες κάτοικοι, Ρωμιοί στον αυτοπροσδιορισμό τους, υπερέβαιναν τις έξι χιλιάδες και αποτελούσαν τη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού του νησιού.
Το «Πρόγραμμα Διάλυσης και Τουρκοποίησης» (Eritme Programi) μπήκε σε εφαρμογή το 1964 και οι τουρκικές αρχές επέβαλαν την απαγόρευση της διδασκαλίας της ελληνικής παιδείας στο νησί. «Αυτό ήταν το τέλος μας» ομολογούν οι περισσότεροι. Καταλυτικότερο όλων η εγκατάσταση στον κάμπο του Σχοινουδίου των «Ανοικτών Αγροτικών Φυλακών» που έκανε το «απόκομμα του παραδείσου» -όπως αποκαλούσαν οι κάτοικοι τον τόπο τους- μια αληθινή κόλαση. Και το περήφανο Σχοινούδι των 3.000 κατοίκων, με τα αρχοντόσπιτα να κρύβουν τις βουνοπλαγιές, έδωσε τη θέση του σε γκρεμισμένα σπίτια και στους 200 με 300 σημερινούς υπερήλικες Έλληνες που κατοικούν όλο το χρόνο σε όλο το νησί. «Αυτοί οι 80-90 Ίμβριοι, που δεν έφυγαν ποτέ, είναι οι οδηγοί μας» λέει η κ. Ντίνα.
Οι κρατικές επεμβάσεις για τον εκτουρκισμό του νησιού δεν περιορίστηκαν στις πολιτικές του εποικισμού. Η απαλλοτρίωση των κτημάτων του τοπικού πληθυσμού, η οποία άρχισε το 1964, η εγκατάσταση του 1ου τάγματος του 116ου συντάγματος της Καλλίπολης στο νησί κατά το ίδιο έτος και η αλλαγή του ονόματος του νησιού από Ίμβρος σε Gökçeada (ουράνιο νησί) με διάταγμα του 1973 αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα σχετικά με την πολιτική του τούρκικου κράτους και τις προθέσεις του για το νησί, σημειώνει η Elif Babul. Και η φράση που ερχόταν από την Ελλάδα, ειπωμένη στα άδυτα του πρωθυπουργικού γραφείου στις αρχές της δεκαετίας του ’60, η οποία «θα στοίχειωνε για πάντα τις καρδιές και το θυμικό των Ιμβρίων», όπως σημειώνει η Εύη Χατζηανδρέου, ήταν: «Δεν θα χαλάσουμε τις σχέσεις μας με την Τουρκία για μια χούφτα ψαράδες». «Έτσι είναι. Η Ίμβρος είχε δύο κακές μητριές, την Ελλάδα και την Τουρκία, αλλά ποτέ της δεν είχε μάνα» θα πει κάποια γυναίκα.
«Κι εγώ έχω τις αναμνήσεις μου, αλλά είμαι εδώ και προσπαθώ για την επόμενη μέρα» λέει σήμερα η ιδρύτρια του Σχολείου Άννα Κουτσομάλλη που «αγροίκησε το μοιρολόι και τράβηξε κατά εκεί»… στο δύσκολο παρόν έχοντας εκείνη την επιμονή να εργαστεί βήμα – βήμα για να κάνει το όνειρο πραγματικότητα. Μια πραγματικότηκα δύσκολη για όλους τους σημερινούς κατοίκους του νησιού, αυτόχθονες Έλληνες και Τούρκους, που μετά τα φώτα της δημοσιότητας φέρνει μπόρα, που ρίχνει το ρεύμα και φέρνει σκοτάδι.
Πίσω από τις αναλύσεις, πολιτικές, ιστορικές και κοινωνικές, το βάρος μιας καθημερινότητας αβέβαιης και ζώσας. «Ξεκινήσαμε με γλώσσα και μετά έχουμε αριθμητική» λέει ο κ. Γραμμένος την Τρίτη, που ζητούσε από τη διευθύντρια του σχολείου Βούλα Μπερμπέρη να μεταφράσει για να μπορέσει να συνεννοηθεί με τη Σοφία, το Μωυσή και τον Αλέξανδρο, τα τρία από τα τέσσερα παιδιά, που ξέρουν μόνο τουρκικά. «Γρήγορα θα μάθουν και ελληνικά» λέει με πείσμα επαγγελματικό ο νέος δάσκαλος. «Η παιδεία είναι μια δύσκολη υπόθεση και προχωράμε βήμα – βήμα» σημειώνει η κ. Μπερμπέρη που φτιάχνει το εκπαιδευτικό πρόγραμμα και αναμένει τον Τούρκο δάσκαλο που θα διδάσκει παράλληλα στα παιδιά Γλώσσα, Ιστορία, Γεωγραφία.
«Όταν κάποιοι ερχόμασταν από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90 να ξαναφτιάξουμε τα σπίτια μας, μας έλεγαν τρελούς. Έτσι και τώρα με το σχολειό. Κανείς δεν πίστευε ότι θα λειτουργήσει. Και όμως λειτούργησε» λέει ο Μάκης και ο Στέλιος, που έχει επενδύσει στη φάρμα του στα Αγρίδια συμπληρώνει: «Ναι. Το σκέφτομαι σοβαρά να γράψω τα τρία μου παιδιά στο σχολείο που άνοιξε.
Από την Ίμβρο στο Gokceada και από το Gokceada στην Ίμβρο. «Οι Τούρκοι μας έδιωξαν, οι Τούρκοι μας ξαναφέρνουν πίσω γιόκα μου» λέει η κ. Βούλα από το Γλυκύ, το «φιλόξενο μπαλκόνι» του νησιού απ΄όπου το μάτι αγκαλιάζει την πεδιάδα του Μεγάλου Ποταμού (Ιλισού). Από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90 μια ομάδα πεπαιδευμένων αστών, δημοσιογράφοι, ακαδημαϊκοί, δικηγόροι και γιατροί, κατά κύριο λόγο Κωνσταντινουπολίτες, αγοράζουν στην Ίμβρο ρωμαίικα σπίτια για εξοχικές κατοικίες, τα αναπαλαιώνουν και θεωρούν εαυτούς Ιμβρίους. Ο συγγραφέας Ντενίζ Καβουκτσούογλου διατηρεί δικό του σπίτι στο Γλυκύ και έχει εκδώσει αρκετά βιβλία με πιο πρόσφατο ένα που αφορά την Ίμβρο. «Hüzün adasında bir köy – Gökçeada – Bademli (İmroz – Gliki)» (Ένα χωριό στο νησί της Μελαγχολίας – Γκιοκτσέαντα – Μπαντεμλί [Ίμβρος – Γλυκύ]), το οποίο περιέχει μαρτυρίες κατοίκων του Γλυκέος για όσα έχουν συμβεί στο νησί. Πολύ πρόσφατα μάλιστα αποκάλυψε ένα νομικό λάθος που έχει παγιωθεί στην Ίμβρο. Όπως αναφέρει, σύμφωνα με την απόφαση του 1970 -η οποία έχει εντυπωθεί αντίστροφα στο μυαλό μας- ως «Γκιοκτσέαντα» μετονομάστηκε το νησί Ίμβρος και όχι η επαρχία Ίμβρου. «Έναν κόσμο που προχωρά με φωτιά και με μαχαίρι δεν τον θέλω» θα πει με διακοπή από την βοή των εκατέρωθεν παρεμβάσεων μαχητικών αεροσκαφών, δύο χιλιόμετρα μακριά από το χωριό του Κάστρου, το παλιό λιμάνι, που μια νύχτα του ’74 ο τούρκικος στρατός έδιωξε όλους τους Ρωμιούς και τώρα περιμένει τουρίστες με κάποιους μαγαζάτορες πρώην κατάδικους.
Τον Απρίλιο του 2005, για πρώτη φορά στην ιστορία των δύο νησιών, Τούρκος Πρωθυπουργός, ο Ρ. Τ. Ερντογάν, επισκέφθηκε την Ίμβρο και την Τένεδο. Συνομίλησε με εκπροσώπους της ελληνικής μειονότητας και υποσχέθηκε απόδοση δικαιοσύνης και ίση μεταχείριση με τους Τούρκους συμπολίτες τους. Η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης (PACE) υιοθέτησε στις 27/06/2008 ένα ιστορικής σημασίας ψήφισμα για την Ίμβρο και την Τένεδο. Με βάση τα στοιχεία που συγκέντρωσε ο εισηγητής Αντρέας Γκρος (Ελβετός βουλευτής και αντιπρόεδρος της PACE), αλλά και με συγκεκριμένες πρωτοβουλίες διαμεσολάβησης που ανέλαβε, αναγνωρίζονται οι αδικίες που διαπράχθηκαν σε βάρος των κατοίκων και του πολιτισμού του νησιού και προτείνεται στην Τουρκία να λάβει συγκεκριμένα μέτρα αποκατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και παροχής κινήτρων για την επιστροφή των γηγενών στις πατρογονικές τους εστίες, ώστε «να διατηρηθεί ο ιδιαίτερος πολιτισμικός χαρακτήρας των δύο νησιών».
«Οι καθαρές θάλασσες θέλουν καθαρούς λαούς» έλεγαν οι Τούρκοι δημοσιογράφοι στο πάνελ που είχε στηθεί στους Αγίους Θεοδώρους, δίπλα από το σχολείο, δύο βράδια πριν το κουδούνι του σχολειού, στο πλαίσιο του φεστιβάλ ελληνοτουρκικής φιλίας. «Από τη μια θέλω να έρχονται τα εγγόνια μου να γνωρίζουν τις ρίζες τους, από την άλλη δεν αντέχω να βλέπουν αυτήν την ερημιά» λέει με αναφιλητά ο κ. Μιχάλης από τα Αγρίδια. «Κλαίω και εκνευρίζομαι που οι Τούρκοι μάς αντιμετωπίζουν ως τουρίστες στην ίδια μας την πατρίδα» θα παρεμβληθεί κάποιος άλλος και θα προσθέτει: «Όλα τα άλλα είναι παραμύθια. Οι Τούρκοι μας φέρνουν πίσω για τα λεφτά μας. Ηλίθιοι είναι;».
Σχεδόν πενήντα χρόνια βάσανα και διωγμοί… μα η ζωή λεχώνα ελπίδες γέννησε. «Τη φτώχια την αντέχω. Τη βρώμα δεν αντέχω» λέει η κ. Μαρία από το Σχοινούδι που βλέπει μέρα νύχτα Κούρδους να πηγαινοέρχονται μεταφέροντας σίδερα και κάθε λογής πράγματα, με τη βρώμα ενός ψόφιου ζώου να μαζεύει μύγες στην αυλή. «Με ρωτάνε γιατί κλειδώνω την αυλόπορτα το βράδυ. Τι φοβάμαι; Ούτε Τούρκους, ούτε Κούρδους. Τις κατσίκες φοβάμαι. Αν μπουν, θα μου ρημάξουν τον κήπο» λέει ο Νίκος Δολδούρης από το Σχοινούδι που εδώ και χρόνια «επιστράτευσε» την μουσική για να φέρει ξανά ζωή στο νησί, με φεστιβάλ, συναυλίες και πολλές εκδηλώσεις. «Ναι. Η μουσική είναι αρκετή για να κάνει τα πράγματα αλλιώς. Και οι μουσικοί». Από ξένο τόπο και από αλαργινό. Üsküdar’a gider iken aldi da bir yagmur. Η μουσική ίδια. Οι στίχοι αλλάζουν.
Και Έλληνες και Τούρκοι αγωνίζονται για ένα παρόν σε έναν πόλεμο της μνήμης. «Θα αδικήσουμε τους εαυτούς μας, αν ξεχάσουμε ό,τι συνέβη εδώ» λέει ο Βασίλης. «Ο χρόνος ωρίμασε για να προχωρήσουμε μπροστά» λέει ο Αργύρης. «Θα πρέπει να ντρεπόμαστε για όσα κάναμε» λέει με στεντόρεια φωνή ο Γιουσούφ, τη λέξη «φύγανε» χρησιμοποιεί ο Λατίφ για τον διωγμό των Ρωμιών. «Ο τόπος θέλει καλλιεργημένες ψυχές, ανεξάρτητα από χρώμα».
Εκεί και ένα γέλιο, βασικό γνώρισμα όλων, που γειτονεύει τόσο πολύ με το γόο. «Κώστα, σου ΄πα να μη μιλάς σε κάμερες. Θα μας ρεζιλέψεις πάλι. «Όταν δεις τον Πάρι, ρώτα τον, αν γίνει παπάς, πώς θα τον λεν». «-Καλησπέρα μπάρμπα Σπύρο. -Μπάρμπας είσαι και φαίνεσαι». Ένα χιούμορ πάντα όπλο του αδύναμου, λυτρωτικό, σα θεία αστραπή, μια παράξενη απόλαυση που πηγάζει από τη βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει βεβαιότητα και ίσως προσπαθεί να εξαργυρώσει αυτό το απόκομμα του παραδείσου.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ, του απεσταλμένου Γιάννη Σεφεριάδη