KΕΜΠΕΚ : Η επίσκεψη του Γάλλου προέδρου Νικολά Σαρκοζί στην Αθήνα επιβεβαίωσε την προσπάθεια που καταβάλλει τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα να διαφοροποιήσει την εξωτερική πολιτική της από την Ουάσιγκτον. Η επίσκεψη αυτή έρχεται ως συνέχεια της ανάπτυξης στενών σχέσεων ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Ρωσία με τις αλλεπάλληλες επισκέψεις του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Αθήνα και του Κώστα Καραμανλή στη Μόσχα. Είναι επίσης γεγονός ότι η Αθήνα επεδίωξε επίσης στενότερες σχέσεις με το Βερολίνο. Οι κυνικοί βέβαια σημείωσαν ότι η στήριξη που έδωσε ο Σαρκοζί στις ελληνικές θέσεις στα θέματα που απασχολούν τη χώρα έγινε με το αζημίωτο. Η Ελλάδα, δηλαδή, δεσμεύτηκε για αγορές σημαντικών ποσοτήτων γαλλικών όπλων. Εντούτοις είναι γνωστό πως οι δοσοληψίες αυτού του είδους δεν είναι κάτι το ασυνήθιστο στις διεθνείς σχέσεις. Και στο κάτω-κάτω, όπως ανέφερε και κάποιος πολιτικός αναλυτής, η Ελλάδα αγοράζει συνεχώς αμερικανικό οπλισμό τις τελευταίες δεκαετίες και η Ουάσιγκτον ποτέ δε στήριξε τις ελληνικές θέσεις σε κάποιο θέμα που η Αθήνα την είχε ανάγκη. Δεν υπάρχει εξάλλου τίποτε το μεμπτό στο να επιδιώκει η Αθήνα τη διαφοροποίηση των στρατιωτικών της προμηθειών. Αντίθετα, η μόνιμη εξάρτηση από την Ουάσιγκτον μόνο προβλήματα της δημιούργησε. Ας θυμηθούμε εδώ την αντίδραση των Αμερικανών για κάποιους εξοπλισμούς αμερικανικής προέλευσης του ελληνικού στρατού που διοχετεύτηκαν στην Εθνική Φρουρά. Κι αυτό την ίδια στιγμή που οι Αμερικανοί ανέχονται την παρουσία 40 χιλιάδων τουρκικού στρατού στην κατεχόμενη Κύπρο με πλήρη αμερικανικό εξοπλισμό.

Η προσπάθεια της Αθήνας να δώσει στην εξωτερική της πολιτική μια πολυδιάστατη κατεύθυνση, που ξεκινά άλλωστε από την εποχή της μεταπολίτευσης του 1974, εξυπηρετεί τα εθνικά της συμφέροντα. Ιδιαίτερα η προσπάθεια να ενταχτεί η χώρα στο σκληρό ευρωπαϊκό πυρήνα εξυπηρετεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα ελληνικά συμφέροντα. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι δεν θα πρέπει να διατηρηθεί ένα καλό κλίμα στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Στο μέτρο που η Ουάσιγκτον παραμένει στην ουσία η μοναδική υπερδύναμη, οι καλές σχέσεις μαζί της αποτελούν μονόδρομο. Απλώς η Ελλάδα με μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική εξασφαλίζει ερείσματα από άλλους σημαντικούς παίκτες στη διεθνή σκηνή που δεν της παρέχει η Ουάσιγκτον. Εξάλλου καμιά χώρα που θέλει να διαδραματίζει κάποιο ρόλο στη διεθνή σκηνή δεν συντάσσεται ποτέ μονοδιάστατα με ένα πόλο εξουσίας του διεθνούς συστήματος. Πολύ περισσότερο ισχύει αυτό για την Ελλάδα που χρειάζεται διεθνή στήριξη είτε στο Μακεδονικό, είτε στο Κυπριακό, είτε στις ελληνοτουρκικές διαφορές. Όσον αφορά ιδιαίτερα το Κυπριακό, η ελληνική εξωτερική πολιτική όπως διαμορφώνεται έρχεται αρωγός στη Λευκωσία. Οι καλές σχέσεις της Αθήνας με τη Μόσχα και το Παρίσι, δύο χώρες μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, ενισχύουν τη Λευκωσία  στην προσπάθεια που καταβάλλει τα τελευταία χρόνια για εμπλοκή και των πέντε μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας στην προσπάθεια εξεύρεσης λύσης του Κυπριακού. Το ίδιο άλλωστε ισχύει και με τις καλές σχέσεις που έχει αναπτύξει η Αθήνα με το Πεκίνο.Να υπενθυμίσουμε άλλωστε εδώ τη στήριξη που είχε η Λευκωσία στο Συμβούλιο Ασφαλείας από τις τρεις αυτές χώρες και κυρίως από τη Μόσχα όταν οι Αγγλοαμερικανοί προσπάθησαν μετά την απόρριψη του σχεδίου Ανάν να ανατρέψουν παλιότερες αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας υπέρ της Άγκυρας.  

Έχει σημασία να υπενθυμίζουμε τα γεγονότα αυτά σε μια στιγμή που με την νέα κινητικότητα που έχει πάρει το Κυπριακό οι Αγγλοαμερικανοί προσπαθούν και πάλι να διαδραματίσουν κυρίαρχο ρόλο.Προσπαθούν να υποβάλουν στην Λευκωσία την ακολουθητέα πορεία. Οι πικρές εμπειρίες όμως από το  παρελθόν, επιβάλλουν αν μη τι άλλο κάποια επιφυλακτικότητα απέναντι στο Λονδίνο και την Ουάσιγκτον και στις πρωτοβουλίες που αναπτύσσουν. Διότι ο εναγκαλισμός τους μπορεί να αποδειχτεί επικίνδυνος όπως αυτό συνέβη και στην περίπτωση του σχεδίου Ανάν. Ισχύει εν ολίγοις το γνωστόν εκείνο φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας.  

Ο Στέφανος Κωνσταντινίδης είναι καθηγητής πολιτικών επιστημών στο Κεμπέκ του Καναδά και επιστημονικός συνεργάτης του Πανεπιστημίου Κρήτης