Όσο προχωρούν οι συνομιλίες για λύση του Κυπριακού χωρίς να διαφαίνεται ουσιαστική πρόοδος τόσο πιο εμφανής είναι η σύγχυση που παρατηρείται. Και τούτο επειδή αφ΄ενός έχουν ήδη υπάρξει σοβαρά λάθη σε θέματα τακτικής αλλά και ουσίας και αφ΄ετέρου παρατηρείται μια τάση έλλειψης σαφούς προσανατολισμού.

Συχνά όταν γίνεται λόγος για επιστροφή στο Σύνταγμα του 1960 ή για μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, η συναφής αναφορά ακόμα και από τους πιο υψηλά ιστάμενους πολιτειακούς αξιωματούχους είναι «για μετεξέλιξη του ενιαίου κράτους σε διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία».  Είναι ανακριβής, λανθασμένη και παραπλανητική η αναφορά σε «ενιαίο κράτος του 1960».  Άλλη πλάνη είναι ότι για χρόνια τώρα η ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία αναφέρει ότι ο στόχος της τουρκικής πλευράς είναι η διχοτόμηση.  Και εδώ υπάρχει μια υπεραπλούστευση.  Τα δύο αυτά καθοριστικά θέματα πρέπει να ξεκαθαρισθούν.

Αρχίζοντας από το πρώτο πρέπει να τονισθεί ότι το Σύνταγμα του 1960 δεν προνοούσε ενιαίο κράτος. Εάν ήταν ενιαίο το κράτος θα είχαμε αποφύγει αρκετές από τις προστριβές οι οποίες ακολούθησαν.  Το Σύνταγμα του 1960 μπορεί να περιγραφεί ως μια μορφή συναινετικής δημοκρατίας (consociational democracy) , το οποίο βασιζόταν στη διαρχία ή στην καλύτερη περίπτωση ήταν μια μορφή διοικητικής ομοσπονδίας.  Παράλληλα όμως δεν υπήρχαν οι γεωγραφικοί διαχωρισμοί ή η γεωγραφική βάση για ομοσπονδία.  Εν ολίγοις η διοικητική ομοσπονδία ή η διαρχική μορφή συναινετικής δημοκρατίας δεν στηριζόταν πάνω σε γεωγραφική βάση καθ’ ότι ο πληθυσμός ήταν ανάλογα διασκορπισμένος σε ολόκληρο το νησί.  Σημαντικό στοιχείο είναι το γεγονός ότι σε καμία περιοχή οι Τουρκοκύπριοι δεν ήταν πλειοψηφία.

Θα ήταν η υλοποίηση των 13 σημείων του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου που κατατέθηκαν ως τροφή για σκέψη το 1963, που θα οδηγούσε σε ενιαίο κράτος. Μπορεί επίσης να λεχθεί ότι η συμφωνία στην οποία πλησίασαν κατά τη διάρκεια των ενισχυμένων διακοινοτικών συνομιλιών οι Κληρίδης-Ντενκτάς την περίοδο από το 1972 και λίγο πριν την τουρκική εισβολή ήταν στη βάση ενός ενιαίου κράτους με στοιχεία τοπικής και κοινοτικής αυτοδιοίκησης σε θέματα χαμηλής πολιτικής. 

Σε σχέση με το δεύτερο θέμα, τη διχοτόμηση, υπογραμμίζεται ότι η Τουρκία ήταν αντίθετη στην ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και ταυτόχρονα δεν αποδεχόταν τη δημιουργία ενός (δεύτερου) ανεξάρτητου ελληνικού κράτους στην Κύπρο.  Μετά το 1974 η Τουρκία δεν δεχόταν καν την ιδέα των δύο εντελώς ανεξάρτητων κρατών ή ακόμα και της διπλής ενώσεως καθ’ ότι αυτό θα δημιουργούσε νέες γεωστρατηγικές ισορροπίες τις οποίες η Τουρκία δεν επιθυμούσε. Η Τουρκία ως περιφερειακή δύναμη πλέον επιθυμεί να έχει ένα καθοριστικό ρόλο (μονοπωλιακό εάν είναι δυνατό) στην Ανατολική Μεσόγειο. 

Εκείνο που εμμέσως πλην σαφώς συζητείται σήμερα – πέντε χρόνια μετά την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν – και ας αρνούνται πολλοί να το δουν, είναι η διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, η δημιουργία δύο συνιστώντων οντοτήτων περιορισμένης κυριαρχίας με ξένη (κυρίως τουρκική) κηδεμόνευση, καθώς και μιας τρίτης ισχνής συνομοσπονδιακής αρχής. Η Τουρκία δεν διαπραγματεύεται το καθεστώς των εγγυήσεων της ενώ παράλληλα δεν αναγνωρίζει το δικαίωμα ύπαρξης της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Επίσης στις προτάσεις της η Άγκυρα (τις οποίες καταθέτει η τουρκοκυπριακή ηγεσία) καθιστά σαφές ότι καμία απόφαση υψηλής πολιτικής δεν θα μπορεί να ληφθεί χωρίς την έγκριση της τουρκο(κυπριακής) πλευράς.  Επί τούτου ας μην ξεχνούμε το τι είχε πει ο Ετζεβίτ στον αείμνηστο Ανδρέα Χριστοφίδη σε ανύποπτο χρόνο: «ότι θα είστε τυχεροί εάν εξασφαλίσετε τη διχοτόμηση». Eπισημαίνεται ότι η «ελληνοκυπριακή οντότητα» ή «συνιστών κράτος» που θα προκύψει από μια τέτοια λύση θα βρίσκεται ενώπιον συνεχών δυσχεριών και προστριβών ενώ παράλληλα θα αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της δημογραφικής αλλοίωσης. Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό – ελλείψει σωστής στοχοθέτησης και στρατηγικής – τουλάχιστον όταν προβαίνουμε σε αξιολογήσεις ή εξαγγελίες και προς τα έσω και προς τα έξω να ακριβολογούμε και να έχουμε υπ’ όψιν μας τα σωστά δεδομένα.

Ο Ανδρέας Θεοφάνου είναι Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας Πανεπιστημίου Λευκωσίας / Διευθυντής Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων