Βρετανοί επιστήμονες ανακοίνωσαν ότι βρίσκονται πολύ κοντά στο να δώσουν απάντηση στο ερώτημα γιατί αυξάνονται οι πιθανότητες οι γυναίκες να έχουν μη φυσιολογικά ωάρια, όσο μεγαλώνουν.

Ομάδα ερευνητών από το Πανεπιστήμιο του Νιουκάστλ, γράφει το επιστημονικό έντυπο Current Biology, ότι εντόπισε ένα ελάττωμα στα επίπεδα των κοχεσίνων, σημαντικών πρωτεϊνών για το σωστό διαχωρισμό των χρωμοσωμάτων, ώστε να επιτευχθεί η γονιμοποίηση.

Η κατανόηση της διαδικασίας αυτής μπορεί να βοηθήσει τους επιστήμονες να αναπτύξουν μεθόδους πρόληψης της απώλειας των κοχεσίνων. Τα μη φυσιολογικά ωάρια σχετίζονται με υπογονιμότητα, κίνδυνο αποβολής και παθήσεις όπως το σύνδρομο Down.

Είναι ήδη γνωστό ότι τα προβλήματα επίτευξης κύησης στις μεγαλύτερες γυναίκες σχετίζονται με τα ωάρια που περιέχουν λανθασμένο αριθμό χρωμοσωμάτων. Όλα τα κύτταρα του σώματος, εκτός από το σπέρμα και το ωάριο, περιέχουν δύο αντίγραφα από κάθε χρωμόσωμα.

Το σπερματοζωάριο και το ωάριο πρέπει να χάσουν το ένα αντίγραφο, καθώς βρίσκονται σε ετοιμότητα για τη γονιμοποίηση, διαδικασία εξαιρετικά πολύπλοκη. Οι κοχεσίνες προσδένουν τα χρωμοσώματα μεταξύ τους «παγιδεύοντάς» τα σε έναν δακτύλιο. Η διαδικασία είναι σημαντική για να διαχωριστούν σωστά. Αν η κοχεσίνη είναι ανεπαρκής, η δομή μπορεί να είναι πολύ εύκαμπτη, ώστε ο διαχωρισμός να γίνει σωστά.

Στα ωάρια το πρόβλημα επιτείνεται από το γεγονός ότι οι φυσικές συνδέσεις που συγκρατούν τα χρωμοσώματα μεταξύ τους εδραιώνονται πριν από τη γέννηση και πρέπει να διατηρηθούν από τις κοχεσίνες μέχρι το ωάριο να διαχωριστεί λίγο πριν από την ωορρηξία, κάτι που μπορεί να συμβεί δεκαετίες αργότερα.

Οι επιστήμονες λοιπόν μελέτησαν ωάρια από νεαρά και μεγαλύτερα θηλυκά ποντίκια και διαπίστωσαν ότι τα επίπεδα των κοχεσίνων φθίνουν με την πάροδο του χρόνου.

Εντοπίζοντας τα χρωμοσώματα κατά τη διαδικασία του διαχωρισμού στο ωάριο, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι οι μειωμένες κοχεσίνες στα ωάρια των μεγαλύτερων ποντικιών συντελούσαν σε χρωμοσώματα που παγιδεύονταν και δεν μπορούσαν τελικά να διαχωριστούν φυσιολογικά.

Η δρ Μαίρη Χέρμπερτ από το Κέντρο Ζωής του Πανεπιστημίου του Νιουκάστλ εξηγεί ότι η αναπαραγωγική ικανότητα στις γυναίκες φθίνει δραματικά από τα 35 έτη και μετά. Και τα ευρήματα της μελέτης αποδεικνύουν ότι οι κοχεσίνες είναι ένας εκ των βασικών ενόχων.

Το επόμενο βήμα των επιστημόνων είναι να μελετήσουν ανθρώπινα ωάρια και να δουν γιατί οι κοχεσίνες χάνονται με την πάροδο της ηλικίας. Αν κατανοηθεί αυτό το κρίσιμο σημείο, θα μπορούν μελλοντικά να αναπτύξουν μεθόδους πρόληψης της απώλειας των κοχεσίνων.

health.in.gr