Πώς να πω στο παιδί μου ότι ο πόνος που έχει στην καρδιά του θα περάσει… Πώς να το πείσω ότι τα έχω περάσει κι εγώ, πολλά χρόνια πριν παντρευτώ τον μπαμπά του;

Η κόρη μου ερωτεύτηκε. Τα πρώτα σημάδια γρήγορα έγινα αντιληπτά στο σπίτι. «Μαράκι», της είπα, «άκεφη σε βλέπω παιδί μου, τι έχεις;» Μου απάντησε ξερά, «Δεν έχω όρεξη».

Αυτό το βιολί κράτησε για εβδομάδες. Η ακεφιά εξελίχθηκε σε μελαγχολία και την σκυτάλη πήρε η απογοήτευση. Τα δάκρυα μούσκεψαν το μαξιλαράκι της και εγώ άκουγα τους λυγμούς της ανήμπορη να την βοηθήσω.

Αλίμονο σε αυτούς που δεν αγάπησαν… Όλοι έχουμε αγαπήσει κάποιοι όμως δεν έχουν αγαπηθεί και εδώ κάνει την εμφάνισή της η απογοήτευση.

Προσπαθούσα να την πλησιάσω για να γαληνέψω την ψυχούλα της. Μα πώς να την βοηθήσω; Τάχα δεν το είχα περάσει κι εγώ αυτό στην πρώιμη εφηβεία μου; Η απόρριψη είναι συνυφασμένη με τα πρώτα καρδιοχτύπια…

Αποφάσισα να καταλύσω το άβατο της και να της μιλήσω περισσότερο σαν φίλη παρά σαν μητέρα. Την πλησίασα και κάθισα στο προσκέφαλο του κρεβατιού. «Κοιτάζω το ταβάνι, αλλά δεν μου απαντά… Πονάω, ρε μαμά. Νομίζω θα σπάσει η καρδιά μου, βοήθησέ με.» Περισσότερο με κραυγή απόγνωσης έμοιαζε παρά με ερωτική απογοήτευση. Και να κλαίει και να κλαίω κι εγώ με το μωράκι μου που είχε δεχθεί την απόρριψη.

«Τον αλητήριο. Γιατί δεν σε θέλει;» ξεστόμισα και με κοίταξε η κλαίουσα με γουρλωμένα μάτια. Ναι, ακουγόμουν σαν την γιαγιά της. Είχα γίνει σαν την μητέρα μου. Της έπιασα το χέρι, την χάιδευα στο κεφαλάκι της και τότε κούρνιασε στην αγκαλιά μου. Το αραξοβόλι της που μαλάκωσε τον πόνο στην καρδούλα της.

«Μην στενοχωριέσαι… Έτσι είναι. Να δεις, πόσοι έρωτες θα έρθουν και θα φύγουν μέχρι να βρεις τον ένα και μοναδικό, τον κατάλληλο, που λέει και η γιαγιά. Έχω κλάψει εγώ; Μέχρι τον παππού έβαλα να τηλεφωνήσει σε ένα αγόρι, που ήμουν ερωτευμένη και απειλούσα να αυτοκτονήσω με κινίνα αν δεν τον έπαιρνα!»

Τότε μόνο το Μαράκι μου γέλασε και μου είπε, «σιγά μην σου είπε ότι θα σου δώσει και καραμέλες μετά για να σου φύγει η πίκρα από το φαρμάκι… Αποκλείεται ο παππούς να το έκανε αυτό. Στρατηγός άνθρωπος».

Κι όμως το είχε κάνει. Οι γονείς κάνουν πολλά, πολλά περισσότερα από όσα βάζει ο κοινός νους προκειμένου να μην βλέπουν ραγισμένη την ψυχή των παιδιών τους. Από ένστικτο.

Το ίδιο ένστικτο που με έβαλε να «ψαρέψω» την φίλη της κόρης μου για να μάθω λεπτομέρειες, δηλαδή, ποιος είναι, πόσο χρονών είναι, από πού είναι, με τι ασχολείται… Και που έμαθα, πάλι ήμουν ανήμπορη να πράξω το παραμικρό!

Μετά άλλαξα τροπάρι, αφού είδα και απόειδα με «της Κασσιανής», έπιασα ψαλμωδίες. «Σήκω πάνω και πάψε να κάνεις σαν το μωρό. Θα αλλάξει κάτι ή θα τον φέρεις πίσω; Δεν βγαίνει τίποτα με το κλάμα. Δεν σε ήθελε πάει και τελείωσε…»

Αυτό όχι μόνο δεν την συνέφερε από την θλίψη της, αντιθέτως την πείσμωσε περισσότερο. Έκλαιγε και τα έβαζε με τον εαυτό της λέγοντας και ξανά λέγοντας ότι είναι άσχημη, γι’ αυτό δεν την ήθελε το αγόρι.

Άσχημο το «παπάκι» μου; Όχι ήταν όμορφη. Είχε καλό χαρακτήρα και πλούσιο ψυχικό κόσμο. «Να τα βράσω», μου αντέστρεψε ουρλιάζοντας, «οι άνδρες δεν κοιτάζουν αυτά αλλά τα εξωτερικά… Πού ζεις;» Όντως ποιον ξεγελούσα με τις παραμυθίες μου; Και να κατεβάζει ό,τι έβρισκε στο ψυγείο. Ίσως να κατάπιε και το ψυγείο. Λες και στο παγωτό θα έβρισκε την απάντηση στα προβλήματά της.

Ούτε το φαγητό ξεφούσκωσε τον πόνο της, μόνο φούσκωσε τα μαγουλάκια της. Πάλι στην αρχή βρισκόμασταν! Τι να έκανα; Διάβασα βιβλία, ρώτησα την μητέρα μου, την μητέρα της φίλης της, την κουμπάρα μου με την συνομήλικη κόρη… Εις μάτην.

Τελικά, το μοναδικό που έπρεπε να κάνω εξαρχής, ήταν να σταθώ δίπλα της, χωρίς ερωτήσεις και χωρίς φωνές για να τη συνεφέρω. Μόνο να βρίσκεται μέσα στην αγκαλιά μου, να την γεμίζω με φιλιά, όπως όταν ήταν μικρή και είχε πέσει από το ποδήλατο, εγώ της φιλούσα την πληγή για να της πάρω τον πόνος. Κάτι είχα καταφέρει… Εξάλλου σε αυτές τις περιπτώσει, ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός.