Άραγε είχαμε σκεφτεί ποτέ ότι θα ερχόταν εποχή που θα δίναμε 358.000 δραχμές ενοίκιο για μια ξαπλώστρα;

Ότι θα υπήρχε reserve χώρος ακόμη και για να απλώσεις την πετσέτα στην άμμο;

Οι παραλίες να είναι χωρισμένες για επώνυμους και μη, για οικογένειες ή για ζευγάρια;


Βάλτε μάσκα και αναπνευστήρα. Ετοιμαστείτε για μια βουτιά στα «μπάνια του λαού» όπως τα ζήσαμε οι γεννημένοι από το 1985 και πριν.

Μια φωτογραφία ξεθωριασμένη από το χρόνο με την μαμά στην πόζα των τριών τετάρτων κάτω από την λουλουδάτη ομπρέλα, τον μπαμπά και τον αδελφό μου στην άκρη της θάλασσας. Ο αδελφός μου έχει σφηνωμένα στα χέρια του τα πορτοκαλί μπρατσάκια για να επιπλέει στα αβαθή νερά του Ωρωπού.

Κρατώ στα χέρια μου εκείνη την κιτρινισμένη φωτογραφία. Ο μπαμπάς με μαύρα μαλλιά βρεγμένα και ατίθασα να στολίζουν το πρόσωπό του.


Και η μητέρα σε πόζα μοντέλου. Η μικρότερη αδελφή μου στο καρότσι, ίσα που φαίνεται το ποδαράκι της. Κι εγώ σαν τον Ζακ Κουστό με μάσκα που καλύπτει όλο μου το πρόσωπο να ατενίζω το μέλλον…

Λίγο πιο δίπλα διακρίνεται το ταπεράκι με τα κεφτεδάκια της γιαγιάς, το πράσινο ψυγείο με το φελιζόν και την ίδια τη γιαγιά στην σεζλόνγκ.

Είναι η εποχή που κανείς δεν νοιάζεται αν το μαγιό είναι περσινό μοντέλο. Τα παιδάκια δεν είναι στυλιστικοί κλώνοι των γονιών τους. Ουδείς ντρέπεται να γευτεί το νοστιμότατο κεφτεδάκι που του προσφέρει ο διπλανός του.

Είναι εκείνα τα χρόνια που οι άνθρωποι δεν ντρέπονται να δείξουν ότι δεν έχουν λεφτά. Μιλούν με τον συλλουόμενός τους και δεν διστάζουν να παίξουν με αγνώστους ρακέτες ή μπάλα.


Οι άνδρες έχουν τρίχες στο στέρνο και οι γυναίκες δεν ντρέπονται να δηλώσουν «οικιακά».

Η πατητή και το δελφίνι είναι από τα δημοφιλέστερα σπορ, αντί της γνωστής σήμερα «μπανάνας» και το jet-ski.

Στην άκρη της θάλασσας η μαμά να φτιάχνει παλάτια στην άμμο με την μικρή μου αδελφή. Παραδίπλα η γιαγιά στήνει ανθρώπινο παραβάν για να φορέσει το μαγιό της.

Ξεχωρίζει το «πρώτο πλατσούρισμα». Δεν είναι κακό ένας μπαμπάς να μαθαίνει στο παιδάκι του να κολυμπά αντί του δασκάλου κολύμβησης.

Βουτιές, θάλασσα και γέλια. Άρωμα καρπούζι.

Η μητέρα δεν έτρεχε να μας αλείψει με το αντηλιακό νούμερο 50, ούτε απολάμβανε το φρέντο της – λες και είχε και στο χωριό της – αλλά όπως η φωνή της συνείδησης είχαμε τον φόβο της.

Στο πρώτο ατόπημα που σκεφτόμασταν να διαπράξουμε, φώναζε «Πέτρο δώσε στο παιδάκι το φτυάρι του. Εσύ έχεις το δικό σου.Ή την άκουγες να μιλά με την νονά μου που καθόταν στην διπλανή ομπρέλα και ανέλυαν τα κοσμοϊστορικά γεγονότα που ταλάνιζαν… το σόι μας.

Τα μάτια της όμως «14», αφού διέκοπτε για να ξανά πει στον άτακτο αδελφό μου, «Πέτρο όχι άλλες βουτιές στα μικρά, έξω τώρα.»

Για να συμπληρώσει και η νονά, «Όχι, στα βαθιά. Έχετε φάει!»

Τα μεγαλύτερα αδέλφια μας συνωμοτούσαν στα αγγλικά και η γιαγιά καμάρωνε για τα «πανέξυπνα εγγόνια της».

Ας μην θυμηθούμε τον παππού. Δεν ήξερε μπάνιο. Είδε θάλασσα στα 70 του χρόνια. Βουτούσε στα ρηχά και παρήγαγε θόρυβο μαζί με νερό κουνώντας τα πόδια και τα χέρια.

Οι διακοπές μας δεν ήταν στην Μύκονο. Αλλά στον Πλαταμώνα, στα Καμένα Βούρλα και στον κοσμικό… Ωρωπό!


Μια ομπρέλα στραβά στημένη από τον μπαμπά, με κρεμασμένη την μπλούζα του στους άξονές της. Όλη η προίκα μας από κάτω. Τα βατραχοπέδιλα της γιαγιάς και το ψάθινο καπέλο της.  

Την γλυκιά ραστώνη του καλοκαιρινού μεσημεριού διέκοπτε μόνο ο ήχος από το κουτάκι της κόκα-κόλα που άνοιγε για να μας ξεδιψάσει και τα γέλια μας καθώς ο μπαμπάς μας έκανε βουτιές.

Το κινητό ήταν συνώνυμο των UFO (αγνώστου ταυτότητος αντικείμενα). Μόνο κάτι υπερμεγέθεις φωτογραφικές μηχανές ικανές να απαθανατίσουν τα καλύτερά μας χρόνια!

Δεν υπήρχαν beach bars μόνο ψαροταβέρνες. Αντί για αστακοκροκέτες με σως μάνγκο, ρουφούσαμε αχόρταγα τις φέτες από καρπούζι και κάναμε διαγωνισμό με τα κουκούτσια. «Ποιος θα τα φτύσει πιο μακριά!»

Τα κατοστάρικα με το κόκκινο χρώμα τους να αγοράζουν στιγμές… ανεκτίμητες, όπως ένα παγωτό ξυλάκι σε σχήμα «μπανάνας». Δεν αγοράζαμε τα αυτονόητα με πλαστικές κάρτες… Αυτές τις είχαμε για την Monopoly. 

Καμιά φορά, όταν ξαπλώνω νωχελικά στην ξαπλώστρα και βλέπω το απέραντο γαλάζιο κλείνω τα μάτια μου και νομίζω ότι θα ξαναδώ τη μητέρα με το κλαρωτό μαγιό να έχει μόνο το χέρι της σαν ασπίδα για τον ήλιο – εν αντιθέσει με τα μεγάλα γυναικεία γυαλιά ηλίου τύπου Τζάκι Ο. που φορούν όλες σήμερα – και να μας φωνάζει για να φύγουμε.

Γιατί το βράδυ είχε βόλτα και σουβλάκι με γύρο στο χέρι! Ή στο μπαλκόνι με το «φιδάκι» για τα κουνούπια να «σιγοκαίει» μαζί με την αγωνίας μας για την ιστορία δια στόματος του μπαμπά.

Καλό καλοκαίρι και καλά μπάνια!