Οι γυναίκες που παίρνουν αντικαταθλιπτικά κατά το δεύτερο ή τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης αντιμετωπίζουν σχεδόν διπλάσιο κίνδυνο (αυξημένο κατά 87%) να γεννήσουν παιδί με αυτισμό, σύμφωνα με μια νέα καναδική επιστημονική έρευνα.
Όμως, ο απόλυτος κίνδυνος αυτισμού είναι μικρός, καθώς αφορά περίπου το 1% των παιδιών. Από την άλλη, η λήψη αντικαταθλιπτικών στο πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης δεν φαίνεται να αυξάνει τον κίνδυνο.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια επιδημιολογίας Ανίκ Μπεράρ της Φαρμακευτικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Μόντρεαλ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό περιοδικό παιδιατρικής «JAMA Pediatrics», μελέτησαν στοιχεία για περίπου 145.500 εγκυμοσύνες.
Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι τόσο οι γενετικοί παράγοντες (κληρονομικότητα) όσο και οι περιβαλλοντικοί μπορεί να συμβάλουν στην εκδήλωση αυτισμού στο παιδί. Η νέα μελέτη δείχνει ότι τα αντικαταθλιπτικά της μητέρας αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα το παιδί να διαγνωστεί με αυτισμό έως την ηλικία των επτά ετών, ιδίως αν η έγκυος έπαιρνε μια συγκεκριμένη κατηγορία φαρμάκων, τους «επιλεκτικούς αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης» (SSRI), οπότε ο κίνδυνος υπερδιπλασιάζεται. Στην κατηγορία αυτή, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters, ανήκουν γνωστά φάρμακα όπως Zoloft, Paxil, Prozac, Celexa κ.ά.
Αν η έγκυος παίρνει παραπάνω από ένα αντικαταθλιπτικό, τότε ο κίνδυνος αυτισμού είναι τουλάχιστον τετραπλάσιος. Η κατάθλιψη της μητέρας συνδέεται με την εμφάνιση αυτισμού στο παιδί, καθώς ο κίνδυνος είναι αυξημένος κατά περίπου 20%, ενώ αν παίρνει και αντικαταθλιπτικά φάρμακα, τα οποία φαίνεται πως παρεμβαίνουν στην ανάπτυξη του εγκεφάλου του εμβρύου, τότε ο κίνδυνος αυτισμού μεγαλώνει.
Οι ερευνητές χαρακτήρισαν σημαντικά τα ευρήματα, καθώς ένα μεγάλο ποσοστό εγκύων γυναικών (6% έως 10%) παίρνει αντικαταθλιπτικά. Παράλληλα, έχει αυξηθεί αισθητά το ποσοστό των παιδιών με αυτισμό (από τέσσερα ανά 10.000 το 1966 σε 100 ανά 10.000 σήμερα).
«Είναι βιολογικά εξηγήσιμο ότι τα αντικαταθλιπτικά προκαλούν αυτισμό, αν χρησιμοποιούνται στη διάρκεια της ανάπτυξης του εγκεφάλου του μωρού στη μήτρα, καθώς η σεροτονίνη εμπλέκεται σε πληθώρα αναπτυξιακών διαδικασιών πριν και μετά τη γέννα, όπως στη διαίρεση των κυττάρων και στη δημιουργία συνδέσμων μεταξύ των εγκεφαλικών κυττάρων. Τα αντικαταθλιπτικά SSRI, που αναστέλλουν τη σεροτονίνη, μπορεί να έχουν αρνητική συνέπεια στην ικανότητα του παιδικού εγκεφάλου να αναπτυχθεί πλήρως» δήλωσε η Μπεράρ, που θεωρείται ειδική διεθνώς σε θέματα ασφάλειας φαρμάκων κατά την εγκυμοσύνη.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι η κατάθλιψη θα είναι η δεύτερη κυριότερη αιτία θανάτου έως το 2020. Η Μπεράρ επεσήμανε πως τα ευρήματα της νέας μελέτης δεν σημαίνουν ότι μια έγκυος με κατάθλιψη δεν πρέπει να κάνει θεραπεία, απλώς τα αντικαταθλιπτικά χάπια δεν είναι κατ’ ανάγκη η ενδεδειγμένη λύση (ιδίως αν η κατάθλιψη δεν είναι βαριά) και, αντ’ αυτής, θα έπρεπε να αναζητήσει εναλλακτικές, όπως η ψυχοθεραπεία και η σωματική άσκηση.
Άλλοι όμως ψυχίατροι και επιδημιολόγοι, σύμφωνα με το περιοδικό «Science», δήλωσαν ότι η καναδική μελέτη περιέχει σφάλματα και θα προκαλέσει αδικαιολόγητο πανικό στις γυναίκες. Μεταξύ άλλων, υποστηρίζουν ότι για την αύξηση του κινδύνου για αυτισμό δεν ευθύνονται τα αντικαταθλιπτικά αλλά η σοβαρότητα της κατάθλιψης ορισμένων εγκύων.
Πρόκειται για μια παλαιά επιστημονική διαμάχη σχετικά με την ασφάλεια των αντικαταθλιπτικών στην εγκυμοσύνη, που πρόκειται να αναζωπυρωθεί με τη νέα έρευνα. Σε κάθε περίπτωση, οι επιστήμονες συμφωνούν ότι το ζήτημα χρειάζεται περαιτέρω διερεύνηση.