Μια ζωή θυμάμαι τον εαυτό μου να προσπαθεί να χάσει τουλάχιστον 5 (!) κιλά, λίγο πριν τα Χριστούγεννα. Αυτό το έκανα για να μπορώ να φάω όσο θέλω και ό,τι θέλω κατά τη διάρκεια των εορτών.

Τσάμπα! Δεν έχανα ποτέ, έπαιρνα πάντοτε και τα κουβάλαγα μέχρι το καλοκαίρι…
Όλο έλεγα μέσα μου «δε βαριέσαι… ήταν τόσο νόστιμη η γέμιση».
Η γέμιση της γαλοπούλας λοιπόν ή αν προτιμάτε του κοτόπουλου, είναι μεγάλο ζήτημα!
Από τα βαθιά χαράματα της παραμονής, η μητέρα μου κατάφερνε να σηκώνει μια οικογένεια στο πόδι.

Όοοχι, δε μας άνοιγε τα πατζούρια. Μαγείρευε το περίφημο γεμιστό κοτόπουλο. Ναι. Εμείς είμαστε κατά της γαλοπούλας, λόγω σκληρότητας του κρέατος. Όχι. Δεν φόραγε κανείς μασέλα, αλλά πάντα θεωρούσαμε ότι το κοτόπουλο είναι νοστιμότερο!

Έπαιρνε, που λέτε, μια κατσαρόλα, έβαζε 1 κιλό κιμά (δεν είπαμε να τσιμπήσουμε, να φάμε θέλαμε), ρύζι, κάστανα τα οποία είχε βράσει και ξεφλουδίσει, κουκουνάρι που είχε αγοράσει από το super market, σταφίδες που τις είχε βάλει στο νερό για να μαλακώσουν, κύμινο, αλάτι και πιπέρι και φυσικά ελαιόλαδο!

Σιγόβραζε το μίγμα και μετά γέμιζε το φτωχό κοτοπουλάκι με όση γέμιση της είχε απομείνει, αφού τη μισή την τρώγαμε μέσα από τη κατσαρόλα. Μας είχε πιάσει πείνα, αφού είχαμε ξυπνήσει αξημέρωτα.

Την ίδια γέμιση προσπάθησα να κάνω κι εγώ, μάταια όμως… Αν δε βάλει το χέρι η μανούλα, τίποτα δεν μπορεί να έχει τη δική της επιτυχία.

Σειρά είχε το internet «γέμιση με μανιτάρια πλευρώτους», εδώ είμαστε! Αντί για κιμά, συκωτάκια γαλοπούλας και μανιτάρια πλευρώτους. Ναι, ναι, προσπάθησα να το κάνω και αυτό, εις μάτην όμως…

Τελικά, πάρθηκε η απόφαση: κάθε παραμονή Χριστουγέννων θα τη «βγάζω» στης μαμάς. Γιατί να ταλαιπωρούμαι, να χάνω τον ύπνο μου, να ξυπνάω όλο το σπίτι από την απαίσια μυρωδιά του καψίματος και να έχω πάντα το φόβο, μήπως μείνουμε νηστικοί ή μου τη «φορέσει» ο σύζυγος κολάρο;

Ας είναι πάντα καλά η μαμάκα μας!

Άραγε θα το πουν ποτέ αυτό τα παιδιά μου; Για τη μαγειρική μου εννοώ!