Είναι γεγονός ότι αρχικά οι παιδικοί σταθμοί αποτέλεσαν μια «λύση ανάγκης» που παρείχε τη δυνατότητα στους εργαζόμενους γονείς να εμπιστεύονται τα παιδιά τους σε ένα ασφαλές περιβάλλον την ώρα της εργασίας τους. Μολονότι, όμως, ο παιδικός σταθμός ταυτίζεται στη συλλογική συνείδηση με ένα χώρο ομαδικής φύλαξης παιδιών δεν είναι απλά κάτι τέτοιο, αλλά ένας χώρος όπου προσφέρεται για την καλλιέργεια και την ανάπτυξη των ικανοτήτων των παι­διών και συνιστά πολύτιμο κατώφλι και προθάλαμο στην κοινωνικοποίηση τους.

Βέβαια, μιλώντας για κοινωνικοποίηση οφείλουμε να αποσαφηνίσου­με την ακριβή έννοια του όρου. Οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται την κοινωνικοποίηση ως τη διαδικασία εκείνη με την οποία το παιδί μαθαίνει να συμπεριφέρεται σύμφωνα με τα πρότυπα και τις αξίες του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζει και εξελίσσεται. ως τη διαδικασία εκείνη μέσω της οποίας το παιδί αποκτά αυτό που λέμε κοινωνική συνείδηση και αναπτύσσει όλο του το δυναμικό προκειμένου να αναδειχθεί σ’ έναν ικανό ενήλικα, σε ένα χρήσιμο και υπεύθυνο μέλος της κοινωνίας.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η κοινωνικοποίηση δεν πρέπει να νοείται ως μια μονόδρομης κατεύθυνσης διαδικασία, ούτε σαν ένα είδος αποτύπωσης του κοινωνικού περιβάλλοντος και των κανόνων του, πάνω στο παιδί. Κάτι τέτοιο άλ­λωστε θα μπορούσε να πάρει το χαρακτήρα της αποστειρωμένης και απο­χρωματισμένης «διδαχής» και θα μπορούσε ενδεχομένως να τελεστεί απο­κλειστικά μέσα στα στενά οικογενειακά πλαίσια, χωρίς να προϋποτίθεται η ε­παφή και το «ανακάτεμα» με τους άλλους ανθρώπους.

Η κοινωνικοποίηση όπως την αντιλαμβάνεται η ψυχολογία είναι μια διαδικασία αμφίδρομη που προϋποθέτει την ενεργητική συμμετοχή του παι­διού και αφορά όχι μόνο στην εκμάθηση κάποιων αρχών και αξιών, αλλά κυ­ρίως στην καλλιέργεια και την αξιοποίηση όλου του νοητικού και θυμικού (συναισθηματικού) αποθέματος του παιδιού. Για να καταλάβουμε, λοιπόν, το πώς ο παιδικός σταθμός κοινωνικοποιεί πρέπει να δώσουμε στον όρο της κοινωνικοποίησης ένα ευρύτερο περιεχόμενο και να την δούμε σαν μια διαδικασία «μπολιάσματος» όλων των διαστάσεων της ζωής του παιδιού: κοινωνικής, συναισθηματικής, γνωστικής, ηθικής κ.ο.κ., με πρωταγωνιστή το ίδιο.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Καταρχήν, γνωρίζουμε ότι ο στόχος της λειτουργίας του παιδικού σταθμού δεν είναι καθαρά μορφωτικός, όπως για παράδειγμα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση κ.ο.κ. Αυτό από μόνο του μας οδηγεί έμμεσα στο να υποψιαστούμε ότι το κύριο μέλημα της προσχολικής αγωγής εστιάζεται στο να σταθεί δίπλα στο παιδί και να καταστήσει όσο το δυνατόν λιγότερο τραυματικό το πρώτο του άνοιγμα στη ζωή και την κοινωνική αλληλεπίδραση με τους άλλους.

Το παιδί από τη γέννηση του είναι προικισμένο με ένα ευρύ φάσμα δυνατοτήτων που για να εξελιχθούν σε ικανότητες πρέπει να του προσφερ­θούν κατάλληλης ποσότητας και ποιότητας ερεθίσματα από το περιβάλλον του. Χρειάζεται, όμως, να νιώθει στοργή και ασφάλεια, να αισθάνεται ότι περιτριγυρίζεται από άτομα που μπορεί να εμπιστευθεί, να του παρέχεται, ακόμα, η δυνατότητα ελεύθερης κίνησης στο χώρο, πειραματισμού, ψυχαγωγίας, παιχνιδιού. Αυτοί είναι μερικοί από τους στόχους της προσχολικής (εντός εισαγωγικών) «εκπαίδευσης».

Δεν πρέπει, επίσης, να ξεχνάμε ότι το παιδί με την είσοδο του στον παιδικό σταθμό ουσιαστικά εγκαταλείπει (μερικές φορές, μάλιστα, άθελα του) για πρώτη φορά το οικείο και δοκιμασμένο πλαίσιο της οικογένειας, ερχόμενο σε επαφή με μια νέα τάξη πραγμάτων στην οποία καλείται να προσαρμοστεί. Ο παιδικός σταθμός συνιστά για το μικρό παιδί μια εμπειρία ζωτικής σημασίας. Εκτός του ότι έρχεται αντιμέτωπο με τα αισθήματα εγκατάλειψης, την ανασφάλεια, το άγχος και το φόβο του αποχωρισμού και του αγνώστου, το παιδί έρχεται ουσιαστικά αντιμέτωπο με την πρόκληση της ζωής… με την πρόκληση του να μάθει να προσαρμόζεται στην ομάδα, να μοιράζεται, να διεκδικεί (και όχι να αξιώνει) την αγάπη και το θαυμασμό των άλλων, την αμοιβαιότητα, το δικαίωμα του ανήκειν.

Βέβαια, το πώς το παιδί διυλίζει τελικά όλη αυτή την πρωτόγνωρη εμπειρία και το πώς επιτυγχάνει όλο και περισσότερες κατακτήσεις είναι άμεση συνάρτηση και της γνωστικής – νοητικής του δεινότητας. Η σχέση με τους άλλους και το πώς το παιδί την αντιλαμβάνεται και την προωθεί έχει απόλυτη σχέση με την ικανότητα του να σκέπτεται «λογικά» και διαφοροποιημένα και εξαρτάται εκτός των άλλων και από την εικόνα που το ίδιο σιγά-σιγά αρχίζει να διαγράφει για τον εαυτό του, την εικόνα μιας ξεχωριστής από τους άλλους ύπαρξης. Όταν το παιδί συνειδητοποιήσει και κατακτήσει (κυρίως σε νοητικό επίπεδο) την αυτονομία του και τη διαφοροποιημένη εικόνα του από τους άλλους, κατορθώσει δηλαδή τη διάκριση ανάμεσα στο Εγώ και το Εσύ, τότε μό­νο αναδύεται η ανάγκη, να τοποθετηθεί ανάμεσα στους άλλους, της ένταξης του δηλαδή στο Εμείς. Αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο.

Η απόκτηση και η ωρίμανση της αίσθησης της προσωπικής ταυτότη­τας από το μικρό παιδί είναι μια διαδικασία πολύπλοκη και πολυπαραγοντική. Αυτό που θα δούμε τώρα είναι πώς ο παιδικός σταθμός βοηθά σαυτή τη διαδικασία και πώς μέσα στα πλαίσια της λειτουργίας του πυροδοτούνται όλες οι διαστάσεις της ψυχοσυναισθηματικής και κοινωνικής ανάπτυξης του παι­διού.

Ας δούμε λίγο το γνωστικό κομμάτι (του παιδιού). Αυτό που λέμε συστηματική λογική δεν υπάρχει ακόμα στο μικρό παιδί. Ωστόσο, κατά την προσχολική ηλικία -των 3,4,5 ετών- εμφανίζονται σταδιακά και ραγδαία οι βασικές δομές της νοητικής λειτουργίας και αναπτύσσεται το μεγαλύτερο μέρος της γενικής νοημοσύνης. Επίσης, στην περίοδο αυτή η γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού είναι κατακλυσμική. Στο επίπεδο της σκέψης το παιδί είναι εγωκεντρι­κό, με την έννοια ότι δεν μπορεί να συλλάβει ακόμα τη φυσική πραγματικότη­τα από την οπτική γωνία ενός άλλου προσώπου. Ο εγωκεντρισμός είναι τόσο ισχυρός ώστε το νήπιο είναι αδύνατο να βγει από το Εγώ του και να μεταφερ­θεί στη θέση των άλλων, να καταλάβει ότι και αυτοί έχουν το εγώ τους και τις δικές τους ανάγκες. Ακόμη και ο λόγος του παιδιού είναι εγωκεντρικός και τον χρησιμοποιεί κυρίως για να εκφράσει εμπειρίες προσωπικές, ανάγκες, επιθυμίες, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τις σκέψεις και τις επιθυμίες των άλλων. Βέβαια, ο εγωκεντρισμός είναι συνθήκη απαραίτητη για την ανάδυση του εγώ του παιδιού και σε καμία περίπτωση σ’ αυτή την ηλικία δεν είναι κατακριτέος. Το παιδί χρειάζεται να επενδύσει στον εαυτό του και τις ανάγκες του προκει­μένου να νιώσει και να δείξει ότι υπάρχει ως ξεχωριστό άτομο.

Αυτό διαφαίνεται καθαρά και στο επίπεδο της γλώσσας, όταν το παιδί αρχίζει να χρησιμοποιεί τις προσωπικές και τις κτητικές αντωνυμίες: «εγώ», «εμένα», «δικό μου»…! Ο Άλλος δεν υφίσταται ακόμα στη σκέψη του παιδιού, δεν τον αναγνωρίζει.

Τι συμβαίνει, λοιπόν, με την είσοδο του παιδιού στον παιδικό σταθμό; Το παιδί εισδύει σ’ ένα χώρο και σε ένα περιβάλλον ευρύτερο από εκείνο της οικογένειας, μέσα στο οποίο έχει την ευκαιρία να συναναστραφεί με τους ομηλίκους του και άλλα πρόσωπα. Μπορεί να καλλιεργεί μεν την ατομικότητα του, καθώς του παρέχεται η δυνατότητα να διαλέγει ελεύθερα το είδος της ασχολί­ας του ή να λαμβάνει πρωτοβουλίες, τώρα, όμως, έρχεται σε επαφή και με άλλα παιδιά, με τα οποία έχει σχέση ισότιμη και όχι σχέση δυνατού προς αδυ­νάτου, όπως συμβαίνει στη σχέση του με τους ενήλικες. Αυτό τι σημαίνει; Σημαίνει ότι το παιδί αρχίζει να αναγνωρίζει ότι υπάρχουν κι άλλα άτομα σαν κι αυτό με εξίσου ίδια δικαιώματα και ευθύνες, άτομα που έχουν κι αυτά δικές τους επιθυμίες και (που) διεκδικούν κι αυτά ένα δικό τους ξεχωριστό κομμάτι χώρου και ύπαρξης. Έτσι, το παιδί με την παράλληλη τροφοδότηση του με καλούς τρόπους συμπεριφοράς και καλές συνήθειες, μαθαίνει σιγά-σιγά να μοιράζεται… μαθαίνει ότι άλλοτε κερδίζουμε και άλλοτε χάνουμε, παύει (ακό­μα και για το ίδιο) να είναι το επίκεντρο του ενδιαφέροντος και προσαρμόζεται βαθμιαία στην ομάδα.

Είναι φανερό, λοιπόν, ότι αυτή η νέα δομή στις διαπροσωπικές σχέ­σεις βοηθά το παιδί να απελευθερωθεί σιγά-σιγά από τον εγωκεντρισμό του και να υιοθετήσει μια πιο κοινωνική συμπεριφορά, αλλά και ένα περισσότερο «κοινωνικοποιημένο» σκεπτικό. Σ’ αυτό βέβαια συνεπικουρεί και η γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού, όπου και εδώ η συμβολή του παιδικού σταθμού είναι πολύτιμη. Κατά την προσχολική ηλικία το νήπιο βρίσκεται κάτω από την απο­κλειστική σχεδόν επίδραση της οικογένειας. Γι’ αυτό και πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στην ποιότητα και την ποσότητα των μορφωτικών ευκαι­ριών που παρέχει σ’ αυτή την ηλικία το οικογενειακό περιβάλλον.

Πάμπολλες έρευνες έχουν δείξει ότι τα παιδιά που περνούν τα πρώτα χρόνια τους σ’ ένα περιβάλλον «φτωχό» σε ερεθίσματα παρουσιάζουν σημαντική καθυστέρηση στη νοητική και γλωσσική τους πορεία.

Ο παιδικός σταθμός, λοιπόν, λειτουργεί και ως ένα περιβάλλον όπου μπορεί να παίξει όχι μόνο ένα βοηθητικό, αλλά και έναν αντισταθμιστικό ρόλο, μετριάζοντας τις αρνητικές επιπτώσεις του οικογενειακού περιβάλλοντος. Στον παιδικό σταθμό το παιδί διευρύνει τα ενδιαφέροντα του, επεξεργάζεται γνώ­σεις και πληροφορίες, ρωτά, μαθαίνει. Σημαντικό κομμάτι; Η γλωσσική του, όπως είπαμε και πριν, αφύπνιση.

Το παιδί στον παιδικό σταθμό παρακινείται (και μερικές φορές ανα­γκάζεται από τις συνθήκες προκειμένου να γίνει κατανοητό) να μιλά σωστά και καθαρά. Μαθαίνει να χρησιμοποιεί το λόγο όχι μόνο για να εκφράσει την επιθυμία του, αλλά και για να επικοινωνήσει με τα άλλα παιδιά, να πει μια ιστορία, να παίξει… Με τη βοήθεια της νηπιαγωγού και με δραστηριότητες της, όπως η αφήγηση παραμυθιών, η ανάγνωση ιστοριών, οι απαντήσεις σε ερωτήματα το παιδί γίνεται δέκτης των σωστών γλωσσικών προτύπων και λαμβάνει πλούσια και ποίκιλα γλωσσικά ερεθίσματα με τεράστια οφέλη για τη γλωσσική και συνακόλουθα νοητική του ανάπτυξη.

Με την κατάκτηση της γλώσσας το νήπιο αρχίζει να κατακτά τον κό­σμο και σε ένα άλλο επίπεδο από το εμπειρικό, του εδώ και τώρα. Τα πράγ­ματα, τα αντικείμενα συνοδεύονται από έννοιες και αποκτούν ένα ιδιαίτερο συμβολικό βάρος. Το μυαλό του παιδιού αρχίζει να οργανώνεται σε αναπα­ραστάσεις, σύμβολα, έννοιες που απελευθερώνουν τη σκέψη και τη δράση του από την υλικότητα και τις απογειώνουν στον κόσμο του αφηρημένου, του συμβολικού. Έτσι το παιδί μπορεί να αρχίσει να μιλά χωρίς απαραίτητα να α­πευθύνεται σε κάποιον, κατέχει τα αντικείμενα ως έννοιες πια στο μυαλό του και τα χειρίζεται κατά πώς θέλει, ζει – κινείται – δρα στο δημιουργικό χώρο της φαντασίας, φτιάχνει εικόνες, συλλογίζεται. Μπορεί, βέβαια, οι συλλογισμοί αυ­τοί να είναι ατελείς και ελλειμματικοί, ωστόσο, το παιδί έχει τη δυνατότητα να σκέπτεται πια «φωναχτά» και να ρωτά το «γιατί», επανατροφοδοτώντας συ­νεχώς τη γνωστική του λειτουργία με καινούργια δεδομένα κ.ο.κ.

Πέρα όμως, από τη γνωστική πλευρά της ανάπτυξης του παιδιού, με την οποία νομίζω ότι αρκετά ασχοληθήκαμε, ας δούμε λίγο συνοπτικά τη συμβολή του παιδικού σταθμού και στις άλλες διαστάσεις της ψυχολογικής και συναισθηματικής εξέλιξης του νηπίου.

Καταρχήν ο παιδικός σταθμός συνιστά ένα χώρο όπου υπό τις κατάλ­ληλες προϋποθέσεις, οργανώνεται έτσι ώστε να παρακινεί και να διευκολύνει την ενεργητικότητα του παιδιού. Εκεί το μικρό παιδί έχει τη δυνατότητα να ε­κτονωθεί σωματικά, να παίξει!! Το παιχνίδι στη νηπιακή ηλικία δεν είναι χάσι­μο χρόνου, αλλά η κατεξοχήν δημιουργική απασχόληση που ευνοεί την καλ­λιέργεια της επιδεξιότητας και της εφευρετικότητας του νηπίου.

Το παιδί παίζοντας κοινωνικοποιείται, αναπτύσσει δραστηριότητες, λαμβάνει πρωτοβουλίες που τροφοδοτούν την αυτοπεποίθηση του και δοκιμάζει τις δυνάμεις του και την επιβολή του στους άλλους. Είναι ελεύθερο να δημιουργήσει και να εκφραστεί με τη ζωγραφική, το τραγούδι, το χορό… Σιγά-σιγά, δε, όταν το παιδί αρχίζει με τη βοήθεια της νηπιαγωγού να εντάσσεται στο «κοινωνικό παιχνίδι», το συλλογικό δηλαδή παιχνίδι έρχεται σταδιακά α­ντιμέτωπο με κανόνες τους οποίους πρέπει να σεβαστεί για να παίξει, ακόμα κι αν δεν τους αντιλαμβάνεται ακόμα πλήρως. Μέσα από αυτή τη διαδικασία σχηματίζεται στο μυαλό του νηπίου το αίσθημα του δικαίου, του τι επιτρέπεται και τι όχι, καθώς και το μέχρι πού πρέπει να φτάνουν τα όρια της δράσης του. Οι κανόνες στη ζωή των παιδιών, έστω και μέσα στο παιχνίδι, είναι ένα είδος ματαίωσης και φραγμού στις ακατάσχετες επιθυμίες τους, γι’ αυτό και η απο­δοχή τους από το παιδί συνιστά ένα σπουδαίο βήμα στην ψυχολογική του ω­ρίμανση.

Αυτό, όμως, που πρώτα απ’ όλα είναι σημαντικό -και με αυτό θα τελειώσουμε- είναι η συναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού και προπάντων η προώθηση της μέσα από τη σχέση με τους ομηλίκους του. Ο παιδικός σταθμός δίνει την ευκαιρία για μια συστηματική παρατήρηση και ίσως καθοδήγηση της συναισθηματικής συμπεριφοράς του νηπίου και του τρόπου που σχετίζε­ται με τον εαυτό του και τα πρόσωπα ή τα πράγματα του περιβάλλοντός του. Το μικρό παιδί κατακλύζεται από συναισθήματα: ζηλεύει, αγαπά, είναι επιθετι­κό, θυμώνει, επιθυμεί… Ερχόμενο σε επαφή με όλο και περισσότερα άτομα και μάλιστα συνομήλικούς του, το μικρό παιδί διευρύνει και ποικίλλει τους τρόπους έκφρασης της συναισθηματικής του κατάστασης.

Ένα ειδικό, λοιπόν, και ευαισθητοποιημένο «μάτι», της ψυχοπαιδαγωγού / της ψυχολόγου, μπορεί να βοηθήσει το παιδί στο να μάθει να ελέγχει τα συναισθήματα του, να είναι ίσως λιγότερο εκρηκτικό, αν τα καταλαβαίνει και να τους δίνει σταθερότητα και διάρκεια.

Το πεδίο, όμως, στο οποίο αποτυπώνεται η κοινωνικοποιητική δράση του παιδικού σταθμού είναι  η σχέση του παιδιού με τους ομοίους του. Μέσα από την καθημερινή τριβή μαζί τους είναι που αποκτά την ανεξαρτησία του, την έννοια της αλληλεγγύης και της αμοιβαιότητας και όλα εκείνα τα απαραίτη­τα εφόδια για την ομαδική ζωή και τη συνεργασία.

Όπως και να το κάνουμε και όσο φιλελεύθερες κι αν είναι οι παιδαγγικές αρχές που ακολουθούμε, εμείς σαν ενήλικες δεν κατορθώνουμε να κρατηθούμε μακριά από μια στάση αυταρχική – πατερναλιστική απέναντι στα παιδιά, μια στάση που κυρίως καλλιεργεί την εξάρτηση, την παθητικότητα και την ετερονομία τους.

Η αυτονομία όμως, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ομαδικότητα, τη συνεργασία, τη δόμηση «κοινωνίας», δεν μπορεί να γεννηθεί παρά μόνο μέσα από την ισότητα και ο παιδικός σταθμός είναι για τα νήπια ένα πραγματικό περιβάλλον ισότητας.

Για όλους αυτούς τους λόγους, λοιπόν, πρέπει να γίνει ευρέως κατανοητό ότι οι παιδικοί σταθμοί εκτός από το ότι αποτελούν κέντρα προσχολικής αγωγής ουσιαστικά προετοιμάζουν το παιδί για την ίδια τη ζωή και την έξοδο σ’ αυτό που λέμε κοινωνία των ανθρώπων.

Η Δήμητρα Ζάφειρα είναι Κλινική Ψυχολόγος, M.Sc

Τηλ. Επικοινωνίας: 2107231074

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης