Η παιδική παχυσαρκία αποτελεί ένα μεγάλο πρόβλημα στις σύγχρονες κοινωνίες. Αποτελεί κύριο θέμα επιστημονικών ερευνών για να μπορέσει να αντιμετωπιστεί.

Σύμφωνα με επιδημιολογικά δεδομένα, η παχυσαρκία, μεταξύ των ετών 1963-2004, διπλασιάστηκε στα παιδιά ηλικίας 2-5 ετών (από 5% σε 14%), τετραπλασιάστηκε στα παιδιά ηλικίας 6-11 ετών (από 4% σε 19%), τριπλασιάστηκε στους εφήβους (από 5% σε 17%) ενώ και το 12% των βρεφών ηλικίας 6-23 μηνών είναι υπέρβαρα. Η παιδική παχυσαρκία, όπως και η παχυσαρκία των ενηλίκων, οφείλεται στην τεράστια αλλαγή του τρόπου ζωής που ακολουθεί ο Δυτικός κόσμος. Το παιχνίδι των παιδιών στην πλατεία έχει αντικατασταθεί με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, δηλαδή κάνουν μια καθιστική ζωή.

Οι γονείς λείπουν πολλές ώρες από το σπίτι, οπότε το σπιτικό φαγητό αυτόματα μετατρέπεται σε έτοιμο φαγητό που είναι γεμάτο λίπος και μαγειρεύονται ανθυγιεινά. Οι ειδικοί βέβαια υποστηρίζουν ότι η παιδική παχυσαρκία οφείλεται και στα γονίδια. Δηλαδή στις διαταραχές του γενετικού μας υλικούς που προδιαθέτουν ότι κάποια άτομα θα γίνουν παχύσαρκα.

Πραγματικά, η γενετική προδιάθεση πάντα υπήρξε πιθανή αιτία στην ανάπτυξη της παχυσαρκίας και γίνεται πολλή συζήτηση και εκτεταμένη έρευνα για την ταυτοποίηση συγκεκριμένων γονιδίων και διαταραχών που αυξάνουν την όρεξη ή μειώνουν τον κορεσμό ή διαταράσσουν το φυσιολογικό μεταβολισμό. Όμως, η γενετική από μόνη της, δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη δραματική αύξηση της επίπτωσης της παχυσαρκίας. Το σενάριο που ερμηνεύει καλύτερα την πραγματικότητα είναι ότι τα άτομα με κάποια γενετική προδιάθεση που εκτίθενται σε ένα ‘κακό’ περιβάλλον με κακή διατροφή και λίγη άσκηση, γίνονται παχύσαρκα.