Η δυσλεξία έχει ονομαστεί και νόσος των χαρισματικών παιδιών, καθώς τα παιδιά με δυσλεξία συχνά εμφανίζουν μεγαλύτερη δημιουργικότητα και ευρηματικότητα από τα υπόλοιπα. Ποια είναι όμως η δυσδιάκριτη γενετική βάση αυτής της τόσο διαδεδομένης μαθησιακής δυσκολίας;

Η δυσλεξία είναι μια μορφή μαθησιακής δυσκολίας που προκαλείται από προβλήματα επικοινωνίας ανάμεσα σε διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου, τις ακουστικές και τις γλωσσικές, που έχουν ως συνέπεια την ελαττωματική νευρική «καλωδίωση», σύμφωνα με μια νέα διεθνή επιστημονική έρευνα.

Οι δυσλεκτικοί συχνά δυσκολεύονται να γράψουν και να διαβάσουν σωστά καθώς αποτελεί ένα είδος «τύφλωσης απέναντι στις λέξεις». Είναι συχνή μαθησιακή νευρολογική διαταραχή, από την οποία πάσχει το 4% έως 10% του παγκόσμιου πληθυσμού και μπορεί να κληρονομηθεί. Ωστόσο, είναι άσχετη με το δείκτη νοημοσύνης, με αποτέλεσμα αρκετοί να μην την θεωρούν πραγματικό ιατρικό πρόβλημα, ενώ άλλοι επιμένουν πως πρόκειται για βιολογικό θέμα που άπτεται της νευροεπιστήμης.
Μέχρι σήμερα, δύο είναι οι κυρίαρχες θεωρίες για τις αιτίες της: είτε προκαλείται από πραγματικά προβλήματα «καλωδίωσης» του εγκεφάλου (άποψη που ενισχύεται από τη νέα έρευνα) είτε προέρχεται απλώς από την ανικανότητα του εγκεφάλου να κατανοήσει τη σχέση ήχων και συμβόλων που απαρτίζουν την ανθρώπινη γλώσσα. Οι ερευνητές από το Βέλγιο, τη Βρετανία και την Ελβετία, με επικεφαλής τον καθηγητή ψυχιατρικής Bart Boets του Καθολικού Πανεπιστημίου της Λουβέν, έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Science».

Μελέτησαν τους εγκεφάλους 23 ενήλικων ανθρώπων με δυσλεξία και 22 χωρίς τη διαταραχή, με τη βοήθεια λειτουργικής μαγνητικής τομογραφίας (fMRI).Οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι δυσλεκτικοί καταλαβαίνουν μεν τις ελάχιστες «μονάδες ήχου» (τα λεγόμενα «φωνήματα») της γλώσσας, με τα οποία δημιουργούνται οι λέξεις, όμως δεν διαθέτουν τα κατάλληλα νευρωνικά «κυκλώματα» για την επεξεργασία τους λόγω των προβλημάτων ενδοεπικοινωνίας του εγκεφάλου.

Όπως είπε ο Boets, καταρρίπτεται η ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι οι άνθρωποι που πάσχουν από δυσλεξία έχουν κατώτερη ικανότητα να αναγνωρίσουν και να διακρίνουν τους ξεχωριστούς ήχους μιας γλώσσας. Αντίθετα, το πρόβλημα πηγάζει από την ελλιπή διασύνδεση ανάμεσα στην ακουστική περιοχή του εγκεφάλου (όπου γίνεται η επεξεργασία των ήχων των φωνημάτων) και στην περιοχή του Broca (όπου γίνεται η ανωτέρου επιπέδου φωνολογική επεξεργασία της γλώσσας).

Οι ερευνητές εξέφρασαν την ελπίδα ότι η έρευνά τους μπορεί να βοηθήσει στην ανάπτυξη πιο αποτελεσματικών τεχνικών για τη βελτίωση της κατάστασης των δυσλεκτικών ανθρώπων, μέσω μη επεμβατικής διέγερσης του εγκεφάλου.

Πηγή: ΑΠΕ