Φτάνει κάποια στιγμή που οι πάνσοφοι μεγάλοι γίνονται πιο παιδιά και από τα παιδιά. Αποκτούν τη μνήμη χρυσόψαρου. Μόνο τρία δευτερόλεπτα συγκρατούν όσα τους λέμε και μετά… πάλι από την αρχή.

Μοιάζει λίγο με το παραμύθι χωρίς τέλος. Μια φορά και ένα καιρό ήταν μια κυρία που είχε δύο παιδάκια το ένα το έλεγαν Βιργινία και το άλλο Ελένη, ποια ήταν η κυρία; Εσύ μανούλα, εσύ, θυμάσαι;

Με αυτόν τον απλοϊκό τρόπο αντιμετωπίζαμε την γεροντική άνοια της γιαγιάς. Η οποία είχε γίνει αφόρητη και κυριολεκτική ανία για όλους τους υπόλοιπους.

Είχε σταματήσει το μυαλό της σε μια συγκεκριμένη εποχή και ανέσυρε από το χρονοντούλαπο της μνήμης της καθημερινότητες του 1977.

Εμένα να σκεφτεί κανείς δεν με θυμόταν καν. Βλέπετε δεν είχαμε φτάσει στη χρονιά της αλλαγής το 1981… Είχαμε ακόμη Καραμανλή. Τον θείο, τον μεγάλο, όχι τον σημερινό πρωθυπουργό. Περιμέναμε τον άλλο Παπανδρέου τον Ανδρέα.

«Άντε με το καλό να κάνεις κι άλλο ένα παιδάκι να έχει παρέα η Σοφία» έλεγε η γιαγιά μου στην μητέρα. Κι ας καθόταν η παρέα της Σοφίας, δηλαδή εγώ, δυο καρέκλες πιο εκεί και προσπαθούσα μάταια να ταΐσω το χρυσόψαρο!

Η ασθένεια της γιαγιάς μας χτύπησε έτσι, ξαφνικά από εκεί που δεν το περιμέναμε. Είχε πάει για το γνωστό βράδυ μπιρίμπας στην φίλη της Σπεράντζα. Άξαφνα στη μέση της παρτίδας η γιαγιά είχε ξεχάσει αν είχε πάρει «πακέτο» και το «ταίρι» της στα χαρτιά.

Η παράξενη συμπεριφορά της, η αναφορά της σε πρόσωπα που είχαν πάει προ καιρού στους ουρανούς παρ’ ολίγον να οδηγήσει και την παρέα της 80χρονης γιαγιάς στην άνοια.

Η γιαγιά, αυτή η δυναμική και έξυπνη γυναίκα που είχε μεγαλώσει τέσσερα παιδιά και έξι εγγόνια, εκ των οποίων τα τρία ήταν σωστά θηρία, δεν μπορούσε να συντηρήσει ούτε τον εαυτό της.

Ξεχνούσε τα βασικά, από το όνομά της, αν ζει ο σύζυγός της, ποια είναι τα παιδιά της και έφτανε να ξεχνά αν έχει φάει. Είχε πάρει περίπου 10 κιλά, επιβαρυντικά για την υγεία της, διότι σαν μικρό παιδί έπρεπε να τρέχουμε από πίσω της μην κάνει καμία ατασθαλία επιζήμια για την υγεία της.

 

Οι φίλες της, οι οποίες την αγαπούσαν αλλά θλίβονταν να βλέπουν την κατάστασή της, κουράζονταν να της επαναλαμβάνουν τα ίδια και τα ίδια… Ούτε μπιρίμπα δεν μπορούσαν πια να παίξουν. Επόμενο ήταν να απομακρύνονται σιγά-σιγά.

Αναρωτιόμασταν όλοι, ακόμη και εγώ η αγέννητη για εκείνη ακόμα, πώς μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση;

Η ασθένεια ενός αγαπημένου μας προσώπου, αλλά και των συνομηλίκων φίλων της γιαγιάς εν προκειμένω, κινητοποιεί τα προσωπικά ερωτήματα που γεννώνται στον καθένα μας. Όμως τα συναισθήματα αυτά είναι φυσιολογικά.

Οφείλουμε να δώσουμε την αμέριστη προσοχή μας και να οριοθετήσουμε το περιβάλλον ενός ατόμου με γεροντική άνοια.

Όσο χαριτωμένη κι αν είναι η κατάσταση, δεν παύει να είναι μια ασθένεια που χρειάζεται φροντίδα και ιατρική παρακολούθηση.

Οπλιστείτε με υπομονή και αγάπη, είναι το μόνο που θυμούνται τα άτομα με αδύνατη ή σχεδόν καθόλου μνήμη. Μπορεί να μην έχουν μνήμη αλλά έχουν ψυχή!

«Ελάτε, σας έφτιαξα ραβανί», φωνάζει η γιαγιά με την άνοια. «Απορώ, βρε μαμά, πώς θυμάσαι όλες τις συνταγές απ’ έξω» λέει ενθουσιασμένη με την έκλαμψη της η μαμά μου. «Ό, τι αγαπώ δεν το ξεχνώ, Βιργινία μου. Έλα να φας ένα κομμάτι και μετά διάβασμα, ε!»