Το μαύρο είναι το χρώμα μου. Όλα για μένα είναι μαύρα! Που και που έχω κάτι πολύχρωμες αναλαμπές, σαν πυγολαμπίδες που πετούν χαρούμενα για μια στιγμή προς το μέρος μου και φεύγουν… Έτσι γεννήθηκα. Με τα μάτια κλειστά!

Μυρίζω το χώμα μετά τη βροχή… Γεύομαι το γλυκό της γιαγιάς από το βάζο. Ακούω το «Imagine» του Τζων Λένον και φαντασιώνομαι… Τον κόσμο!

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

«Μαμά που τρέχει πάλι το μυαλό σου;», με ξυπνά σαν από τον γλυκό πρωινό ύπνο η παιδική φωνή της κόρης μου. Τη νιώθω να είναι τόσο κοντά μου μια ανάσα. Τώρα αισθάνομαι το χέρι της να είναι μπροστά στο πρόσωπο μου. Την μυρίζω, σαν μπισκότο κανέλας! «Κοίτα τι ζωγράφισα; Για σένα μανούλα…»

«Τι όμορφη ζωγραφιά… Και τι ζωντανά χρώματα! Σαν αληθινά…», της λέω και αγγίζω το προσωπάκι της. Το μητρικό μου χάδι βρίσκει σε μια μικρούλα γρατζουνιά στο σαγόνι της. Ήταν από το ποδήλατο που έπεσε προχθές.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Πόσο φοβήθηκα! Άκουγα τις κραυγές της, αλλά μου ήταν αδύνατο να τη βρω θαμμένη μέσα στα αγκάθια. Έτρεχα στα τυφλά. Είμαι τυφλή.

Πάλι με βοήθησε η μητέρα μου. Έκλαιγε και φώναζε, «Μαμά μου εδώ είμαι, έλα να με σώσεις!»

Έκλαιγα πιο πολύ, μα τα μάτια μου απλώς με έκαιγαν. Δεν μπορούσα να τη βρω. Με τα χέρια μου σαν δρεπάνια ξερίζωνα θάμνους και τριανταφυλλιές. Μάτωσαν τα χεριά μου, αλλά η καρδιά μου πονούσε πιο πολύ!

Ρωτούσα τη γιαγιά της να μου περιγράψει αν είχε χτυπήσει πολύ. «Να εδώ και εδώ έχω γρατζουνιές και δυο αγκάθια είναι μέσα στα δαχτυλάκια μου», έσπευσε να μου υποδείξει τα σημεία με τα χεράκια της.

«Μια χαρά είσαι. Μόνο λίγο οινόπνευμα θα βάλουμε στην πληγή», της είπε η γιαγιά της που περιποιούνταν το τραύμα. «Αχ, είσαι το ομορφότερο πλάσμα του κόσμου! Μακάρι να μπορούσε να σε δει και η μαμά σου!» είπε στενάχωρα.

Εκείνη τη στιγμή ζήλεψα τόσο πολύ στη ζωή μου! Θα ήθελα να βλέπω με τα μάτια μου και όχι με εκείνα της καρδιάς μου. Να μπορώ να φροντίζω εγώ το μωράκι μου. Ήταν ζήλεια και πόνος μαζί. Μια μαχαιριά.

Με ρωτάς πώς είναι ο ήλιος. Ζητάς να σου περιγράψω τα άγρια ζώα της ζούγκλα. Θέλεις να πάμε βόλτα στο φεγγάρι… Να χορέψουμε στη βροχή. Θυμώνεις όταν δεν σου απαντώ… Δεν θέλω να ξέρεις ότι δεν έχω απαντήσεις. Οι γονείς τα ξέρουν όλα για τα παιδιά τους. Κι εγώ δεν ξέρω τίποτα. Γιατί απλά δεν τα έχω δει.

Δεν έχω δει όχι τα μάτια σου, όχι το χαμόγελό σου αλλά ούτε το μουτράκι σου! Εσύ βλέπεις τον κόσμο μέσα από τα μάτια μου, μόνο που αυτά είναι τυφλά. Φοβάμαι να σε καθοδηγήσω χωρίς το μπαστούνι μου.

Πώς μου ζητάς να σου περιγράψω το γαλάζιο της θάλασσας και το μωβί του ουρανού, που παίρνει τη στιγμή που «παντρεύεται» με το ηλιοβασίλεμα; Αφού εγώ δεν τα ξέρω παρά μόνο χαϊδεύοντας τα ανάγλυφα γράμματα στα βιβλία Μπράιγ.

Πώς να χαρώ μαζί σου με την μέλισσα που επωάζει το λουλούδι καταμεσής της άνοιξης, όταν εγώ ακούω μόνο τον εκνευριστικό συνεχόμενο ήχο της να τρυπά το αυτί μου; Μόνο η «γονιμοποιημένη» γύρη ερεθίζει την όσφρηση και τη φαντασία μου!

Ζούσα με τα μάτια κλειστά! Και αυτό δεν θα άλλαζε. Όπως το χρώμα τους, το ξεθωριασμένο. Όμως το βλέμμα τους θα άλλαζε για πάντα. Μόνο για χάρη σου.

Μεγαλώνοντας η κόρη μου άρχισε να εκδηλώνει μια επιθετική συμπεριφορά. Να ντρέπεται για μένα. Παίζαμε το παιχνίδι της «τυφλόμυγας» στα προβλήματά μας.

Μέχρι που κάποια στιγμή στην εφηβεία μου το πέταξε. Θεωρούσε ότι είναι άσχημη. Όπως και η κουκουβάγια έτσι κι εγώ ήθελα να την παρηγορήσω, «Αγάπη μου, εσύ είσαι το ομορφότερο πλάσμα. Νεράιδα.» Για να ακολουθήσει, «Εσύ ούτε το πρόσωπό μου δεν έχεις δει ποτέ, πώς μπορείς να ξέρεις; Κι ασχημόπαπο να είμαι δεν θα το έχεις δει ποτέ. Γιατί είσαι τυφλή!». Πάγωσα.

Τι κι αν δεν είχα δει τα ματάκια της κλαμένα, δεν καταλάβαινα νόμιζε πότε μούσκευαν το μαξιλάρι;

Η ακοή μου λόγω τυφλότητας ήταν τόσο ανεπτυγμένη που μπορούσα να ακούσω πόσες φορές παρακαλούσε τον Θεό να μου δώσει το φως μου. Μόνο και μόνο για να τη δω να λέει το ποίημα, όπως οι άλλες μητέρες!

Ήθελα να γίνω δυνατή μόνο για χάρη σου. Για εσένα!

Αλήθεια, τι νόμιζε, ότι εγώ δεν θα ήθελα να έχω δει το πρώτο της χαμόγελο; Να ήξερε πόσες φορές ευχήθηκα κι εγώ να μπορώ να τη δω… Πόσες φορές θύμωσα με την τύχη μου! Τσακώθηκα με τις μοίρες μου που αν και αισιόδοξη από φύση έπρεπε να τα βλέπω όλα μαύρα!

Δεν το έβαλα όμως κάτω! Η μάνα δεν παραδίδει τα όπλα τόσο εύκολα. Αν ήμουν χωρίς εκείνη σίγουρα θα είχα κλάψει πολύ για όσα δεν έχω δει. Θα είχα μελαγχολήσει. Όμως όχι από τη στιγμή που γεννήθηκε εκείνη.

Βρήκα το φως μου. Έβλεπα με τα μάτια της ψυχής μου. Έγινε η ματιά μου και μου γνώρισε τον κόσμο.

Της εξήγησα ότι θα έπρεπε να ήταν υπερήφανη γιατί μόνο εκείνη μπορούσε να εκτιμήσει τα χρώματα, τις εικόνες και τις παραστάσεις που φυλάκιζε μια κλεφτή ματιά. Να ήταν υπερήφανη για την μητέρα της που έπρεπε να «δει» τους κινδύνους αν και δεν έβλεπε ούτε τη μύτη της. Πόσο οξύμωρη ήταν η ζωή!

Μπορούσε να εκτιμήσει την αξία της ζωής… Και αυτό της το είχα μεταδώσει εγώ. Με τον αέναο αγώνα μου, με το φως της γνώσης και της ζωής.

Αν δεν ήμουν δυνατή πώς θα την ανέθρεφα; Πώς θα μάθαινε να ζωγραφίζει καράβια και να την καθοδηγεί η δική μου τυφλή ματιά στον σχεδιασμό τους;

Μπορεί να μην την είχα δει ποτέ όμως την ξεχώριζα ανάμεσα σε χιλιάδες. Από το χρυσό χρώμα της αύρας. Το πρόσωπό της το καθαρό, τα μάτια της τα μεγάλα, τα χείλη της τα απαλά, το γέλιο της το γάργαρο και το άρωμα της, άρωμα φρεσκοψημμένου μπισκότου.»

Σιγά – σιγά κατάλαβε ότι ήμουν ξεχωριστή γιατί ποτέ δεν την έκανα να νιώσει κίνδυνο ή μειονεκτικά για μένα, ακόμη κι όταν δεν έβλεπα τις φωτογραφίες από την εκδρομή με τις φίλες της. Γιατί εγώ δεν είχα κανένα σύμπλεγμα, μόνο ένα αγκάθι στα μάτια μου που δεν με άφηνε να τη δω. Αλλά μπορούσα να την νιώσω με τις τέσσερις αισθήσεις μου.

Παρά το χρόνια που πέρασαν, η ζήλεια εκείνης της ημέρας που έπεσε από το ποδήλατο με ξαναβρήκε.

Τώρα που παντρεύεται το κοριτσάκι μου. Η ίδια ζήλεια σαν μαχαιριά να μου τρυπά τα σωθικά. Τότε που για μια στιγμή λιγοψύχησα και σκεφτόμουν ότι ποτέ δεν θα μπορέσω να της προσφέρω ό, τι οι άλλες μητέρες στα παιδιά τους. Γιατί εγώ δεν ήξερα να της πω τι χρώμα έχει ο συννεφιασμένος ουρανός.

Σφιχταγκαλιαζόμαστε. Μόλις έβαλε το νυφικό και το χαμόγελο της ευτυχίας φωτίζει το πρόσωπό της. Νιώθω θαρρείς και για μια στιγμή θα γίνει ένα θαύμα. Θα δω επιτέλους το πρόσωπό της για μια και μοναδική φορά…

Μάταια παρακαλάει ακόμη. Ο αέρας μου μεταφέρει ψιθύρους που φτερουγίζουν στα αυτιά μου, «Αχ, μανούλα μακάρι να μπορούσες να δεις πόσο ευτυχισμένη είμαι σήμερα». Κι εγώ θέλω να της απαντήσω στις προσευχές της, «Σε βλέπω, σε βλέπω μωρό μου… με τα μάτια της ψυχής μου.»

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης