Όταν γνώρισα τον Ν. πέταγα στα σύννεφα. Είχε όλο το «πακέτο» που λένε. Όμορφος, καλλιεργημένος, με φοβερούς τρόπους Άγγλου ευγενή, με μια καταπληκτική οικογένεια, που πάντα τον στήριζε. Με λίγα λόγια ήταν ο πρώτος αριθμός του λαχείου για μένα που προερχόμουν από μια διαλυμένη οικογένεια.

Και όμως ο Ν. δεν φαινόταν να έχει καμία σχέση μ’ αυτά. Μετά από ενάμιση χρόνο σχέσης μου ζήτησε να παντρευτούμε.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Ένα μήνα πριν το γάμο ψάχναμε για νυφικό μαζί. Γυρίζαμε σπίτι αργά το βράδυ και κατάκοποι από τη κούραση. Μου ζήτησε ένα ποτήρι νερό. Του απάντησα ότι είμαι στο μπάνιο.

Άκουσα τα γρήγορα βήματα πίσω από τη πόρτα και ξαφνικά έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Είχε σπάσει τη πόρτα του μπάνιου και πριν προλάβω να πιάσω τη πετσέτα, μου χτύπησε το κεφάλι πάνω στη βρύση.

«Όταν σου λέω ότι διψάω θα τρέχεις! Δεν κάνεις τίποτα όλη τη μέρα, τουλάχιστον να με εξυπηρετείς»

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Έμεινα. Δεν έβγαλα δάκρυ. Ούτε καν του μίλησα. Σκούπισα τα αίματα και βγήκα έξω από το μπάνιο. Εκείνος είχε πάει στο σαλόνι και άναβε το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο. Τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα, αλλά δεν είπε τίποτα.

Ντύθηκα, κατέβασα τη βαλίτσα και έβαζα τα πράγματα μου μέσα. Εκείνος το κατάλαβε και ήρθε στη κρεβατοκάμαρα.

«Τι κάνεις εκεί; Είχα νεύρα και δεν καταλάβαινα τι έκανα. Δεν πρόκειται να ξαναγίνει. Μη τα γκρεμίζεις όλα. Ήταν η κακιά η ώρα».

Στις πέντε αράδες που αμόλησε, ούτε μια συγγνώμη. Ούτε ένα «έχεις δίκιο». Τίποτα. Και μέσα μου όμως τίποτα. Σα να μη περάσαμε τίποτα μαζί, σα να μην προετοιμαζόμαστε για γάμο. Πιθανόν να μην το ξαναέκανε ποτέ. Απλά εγώ δεν θα ήμουν εκεί για να το μάθω.

Έχω μάθει στη ζωή μου να μην κάνω πίσω. Κανένας δεν έχει δικαίωμα να μου κάνει κακό, ούτε καν αυτός. Κανένας.

Πάντα τα έβλεπα όλα με τη θετική πλευρά. Ήμουν αυτό που λέμε αισιόδοξη. Γέλαγα, πέρναγα καλά, είχα φίλους και μάλιστα καλούς. Και ήρθε αυτός για να τα διαλύσει όλα.

Σήμερα είμαι 50 ετών. Δεν παντρεύτηκα ποτέ. Δεν έκανα παιδιά και δεν έκανα ξανά ποτέ σοβαρό δεσμό.

Ο Ν. παντρεύτηκε. Χώρισε με τη γυναίκα του 3 χρόνια μετά. Τη χτύπαγε. Έμαθα μετά από χρόνια ότι ο πατέρας του χτύπαγε τη μητέρα του. Εγώ τί έφταιξα; Εγώ τί φταίω;

Η ιστορία είναι μυθοπλασία. Και φυσικά δεν είναι δική μου, γιατί θα το έσπαγα το κεφάλι αν σήκωνε χέρι πάνω μου.

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης