Πρόσφατη μελέτη του UCL του Λονδίνου, που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Pediatrics», έδειξε ότι η παράλειψη του πρωινού, το κάπνισμα της μητέρας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και η έλλειψη επαρκούς ύπνου είναι παράγοντες που μπορούν να προδιαθέσουν στην παιδική παχυσαρκία.
Με δεδομένο ότι και οι τρεις αυτοί παράγοντες είναι τροποποιήσιμοι, οι ερευνητές επεσήμαναν ότι με την έγκαιρη παρέμβαση μπορούν να περιορίσουν το να γίνει το παιδί υπέρβαρο ή παχύσαρκο.
Ήταν η πρώτη μελέτη στο Ηνωμένο Βασίλειο που εξέτασε τον δείκτη μάζας σώματος στα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής του παιδιού σε συνδυασμό με παράγοντες του τρόπου ζωής που σχετίζονται με την πρόσληψη του βάρους.
«Είναι γνωστό ότι τα παιδιά των υπέρβαρων ή παχύσαρκων μητέρων έχουν μεγάλες πιθανότητες να είναι και εκείνα υπέρβαρα, αντανακλώντας ενδεχομένως ένα παχυσαρκιογόνο περιβάλλον ή μια γενετική προδιάθεση στην παχυσαρκία» σημείωσε η καθηγήτρια Yvonne Kelly, από το Τμήμα Επιδημιολογίας και Δημόσιας Υγείας του UCL.
«H μελέτη αυτή έδειξε, επίσης, ότι η παράλειψη του πρωινού και τα διαταραγμένα πρότυπα ύπνου στην καθημερινότητα μπορούν να οδηγήσουν σε πρόσληψη του βάρους, μέσω της αύξησης της όρεξης και της κατανάλωσης πυκνών ενεργειακά τροφών. Τα ευρήματά μας υποστηρίζουν την ανάγκη για παρεμβάσεις που να στοχεύουν τις πολλαπλές σφαίρες επιρροής της ανάπτυξης του ΒΜΙ» πρόσθεσε.
Τα υπέρβαρα και τα παχύσαρκα παιδιά έχουν φτωχότερη νοητική υγεία, χαμηλότερη αυτοεκτίμηση και μεγαλύτερες πιθανότητες να επιδοθούν σε επικίνδυνες συμπεριφορές, όπως το κάπνισμα και η κατανάλωση αλκοόλ, που μπορεί να συνεχιστεί στη διάρκεια της εφηβείας και στην ενήλικο ζωή.
Πηγή: stogiatro.gr