Μητέρες που θεωρούν δύσκολο το θηλασμό και εγκαταλείπουν δεν θα πρέπει να κατηγορούν τον εαυτό τους, σύμφωνα με τους ερευνητές. Νορβηγική έρευνα καταλήγει ότι η δυσκολία στο θηλασμό μπορεί να οφείλεται στα υψηλότερα επίπεδα τεστοστερόνης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Μετά την ανασκόπηση των διαθέσιμων στοιχείων οι ερευνητές αμφιβάλλουν για τα οφέλη που έχει στην υγεία ο θηλασμός σε σχέση με το γάλα φόρμουλα. Η ερευνητική ομάδα από το Πανεπιστήμιο Επιστήμης και Τεχνολογίας, της Νορβηγίας, παρακολούθησε 180 εγκύους. Σε αυτές περιλαμβάνονταν όσες βρίσκονταν σε κίνδυνο να γεννήσουν μικρό μωρό, περιστατικά που επηρεάζονται από υψηλότερα επίπεδα τεστοστερόνης. Έχοντας λάβει υπόψη άλλους παράγοντες όπως η ηλικία, η εκπαίδευση, και το κάπνισμα, οι ερευνητές παρατήρησαν σαφή σχέση μεταξύ χαμηλών ποσοστών θηλασμού στους 3 και 6 μήνες και υψηλότερων επιπέδων τεστοστερόνης.
Πέρσι, η ομάδα του Carlsen, ανασκόπησε 50 έρευνες σχετικά με τη σχέση θηλασμού και υγείας. Με βάση αυτή την έρευνα καταλήγει ότι τα οφέλη του θηλασμού σε σχέση με τη φόρμουλα μπορεί ενδεχομένως να έχουν υπερτιμηθεί. Όπως δήλωσε, οι διαφορές στην υγεία στην πραγματικότητα δεν είναι τόσο σημαντικές. Αν εστιάσουμε σε επιδημιολογικές έρευνες και προσπαθήσουμε να αποκλείσουμε άλλους παράγοντες είναι δύσκολο να ανακαλυφτούν ουσιαστικά οφέλη στα παιδιά που θήλασαν ως νεογνά.
Η έρευνα δημοσιεύεται στο περιοδικό ‘Acta Obstetricia and Gynacologica Scandinavica’.