“Δεν θέλω να πάω, δεν θέλω να πάω!” Με αυτόν τον τρόπο υποδέχτηκε ο δεκάχρονος γιος μου την πρότασή μου να πάει κατασκήνωση.

Δεν ήξερε καν τι είναι. Δεν μπορούσε να διανοηθεί πόσες αγαπημένες του δραστηριότητες θα έκανε. Απλά επαναλάμβανε “Δεν πάω και δεν θα το ξαναπώ μαμά!”
 
Θυμάμαι ότι εγώ περίμενα κάθε χρόνο πότε θα τελειώσω το σχολείο για να πάω έναν ολόκληρο μήνα μόνη μου στην κατασκήνωση. Να γνωρίσω παιδάκια της ηλικίας μου και να επιδοθούμε σε αθλοπαιδιές. Και όχι μόνο.
 
Οι ομαδάρχες παιδιά και αυτοί μόνο λίγο πιο μεγάλοι, μας φρόντιζαν και μας βοηθούσαν. Αλλά ένα παιδί της πόλης και της πολυκατοικίας πού να τα φανταστεί όλα αυτά.
 
Παιχνίδια στην άμμο, κολύμπι, τρέξιμο και ιστορίες – κάποιες τρομακτικές από τους μεγαλύτερους το βράδυ.
 
Με τίποτα δεν μπορούσα να το δελεάσω! Λες και το έκανα για το κακό του. Ήξερα ότι θα περνούσε “Τέλεια”, όπως συνήθιζε να λέει.
 
Ξεροκέφαλος σαν κι εμένα. Μήπως εγώ δεν έκανα το ίδια στη δική μου μητέρα όταν με έφερε προ τετελεσμένου με το camp όπως μου το είχε ξεφουρνίσει; Αντέδρασα, έκλαψα αλλά μετά για έναν ολόκληρο χρόνο περίμενα πώς και τι να έρθει η ώρα της κατασκήνωσης. Όταν ήρθαν και οι πρώτοι έρωτες;

“Μωρό μου, δεν θα προτιμούσες αντί να πηγαίνεις βόλτα με τη γιαγιά και να παίζεται φιδάκι, να είσαι σε ένα παραθαλάσσιο μέρος με αγόρια και κορίτσια που θα θέλουν να παίξετε τυφλόμυγα, κυνηγητό, να κάνετε αγώνες στη θάλασσα…” συνέχιζα να επιχειρηματολογώ. Και το μεσανατολικό να λύναμε τέτοιο veto δεν θα είχα δεχτεί.
 
“Βρε μαμά, είμαι ένα μικρό παιδάκι ακόμη. Θέλεις να με αποχωριστείς για έναν ολόκληρο μήνα και να με παίρνεις τηλέφωνο να γυρίσω;” Με είχε αποστομώσει. Ναι, θα μου έλειπε. Αλλά μήπως οι αντιρρήσεις του οφείλονταν περισσότερο στη δική του φοβία.
 
Στην κατασκήνωση είχε να κερδίσει τόσα πολλά. Πρώτα από όλα του δινόταν η ευκαιρία για κοινωνικοποίηση και κατά μία έννοια ανεξαρτησία.

Η καλύτερη ηλικία για να βιώσει ευχάριστα το μικρό αυτό αποχωρισμό από τους γονείς του ένα παιδάκι είναι γύρω στα δέκα, αποφαίνονται οι παιδοψυχολόγοι. Δεν μπορεί να ήμουν λιγότερο έξυπνη από ένα δεκάχρονο!
 
“Θα πας, πάει και τελείωσε!”, αποφάσισα δικτατορικά. Εξάλλου βαθιά μέσα μου ήξερα ότι θα με ευγνωμονούσε αργότερα γι’ αυτό.

“Μαμά, θα σου λείψω και το ξέρεις. Θα κλαις περισσότερο από εμένα. Και αν μου φερθούν άσχημα εκεί τα παιδάκια, εσύ πού θα είσαι να με προστατέψεις; Ωραία είσαι εσύ. Δεν σκέφτεσαι καν ότι μπορεί να κολυμπήσω φαγωμένος και να πνιγώ ή να πέσω από κανένα δέντρο και να χτυπήσω στο κεφάλι!” το δάκρυ είχε επισκεφτεί τα ματάκια του.
 
“Ματάκια μου, υπάρχουν ομαδάρχες που προσέχουν τα μικρά παιδάκια. Δεν θα σε αφήσουν να πάθεις κάτι γιατί μετά θα τους πάω φυλακή”, εξηγούσα απλοϊκά. “Όσο για τα παιδάκια που είναι άτακτα και κοροϊδεύουν να ξέρεις ότι κοροϊδεύουν τον εαυτό τους…”
 
“Καλά αν μου υποσχεθείς ότι θα έχει ατελείωτο παιχνίδι τότε είμαι μέσα, αλλά όχι για ένα μήνα για μια εβδομάδα”, σκληρός αντίπαλος.

“Για δεκαπέντε μέρες”, αντιπρότεινα. “Έκλεισε. Δώσε το χέρι σου”, μου είπε ο διπλωμάτης.
 
Ήξερα ότι σε αυτή την φάση το παιδί έχει την ωριμότητα πλεόν να δει τους ενδεχόμενους κινδύνους, ενώ παράλληλα έχει αρχίσει να αναπτύσσει την κοινωνικότητα του και είναι πιο εύκολο να ενταχθεί σε μια ομάδα με άγνωστα παιδάκια και σε διαφορετικές ηλικίες.
 
Ο γιος μου πέταξε τους όποιους ενδοιασμούς τον βάρυναν όταν είδε την πισίνα, το μονόζυγο, το γήπεδο ποδοσφαίρου… Αλλά και τα άλλα παιδάκια που είχαν το ίδιο τρακ με εκείνον. Έγινε ένα μαζί τους. Χώρια τις ιστορίες απομνημόνευσε για να τις διηγηθεί στους φίλους του το χειμώνα.