«Πατέρα αργείτε;» ρωτάει η μαμά μου τον παππού ενώ περιμένουν άλλα δύο άτομα έξω από το μπάνιο.
«Αχ, δεν θα αντέξω…» μου ψιθυρίζει ο αδελφός μου. Αναμονή και υπομονή. Κι ο παππούς από μέσα να σφυρίζει χαρούμενα.
 
Είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από τον καιρό που χάσαμε τη γιαγιά. Έτσι ξαφνικά μας έφυγε για τους Ουρανούς, όπως είχε πει η μαμά μου.
 
Ο παππούς ήταν κιμπάρης. Ευθυτενής. Με το χαμόγελο στα χείλη και την ιστορία σαν στραγάλι. Ευχάριστος άνθρωπος. Αγαπούσε πολύ τη γιαγιά μου. Το κατάλαβα μετά το χαμό της. Τραχύς στην έκφραση των συναισθημάτων. Ήθελε να σε χαϊδέψει και σε πονούσε… «όποιος αγαπά παιδεύει!» Α, αυτό που το βάζεις; Συνόδευε το λόγο του με παροιμίες είτε ταίριαζαν είτε όχι.
 
Είχε μετακομίσει μαζί μας. Κλείναμε τρία χρόνια μαζί και κάτι μήνες στο ίδιο σπίτι. Η μαμά, ο μπαμπάς (και γιος του) εγώ και ο αδελφός μου. «Η αγία οικογένεια» κατά την εκλιπούσα γιαγιά.
 
Παράξενο δεν θα τον έλεγες, απλά ήταν άλλης νοοτροπίας. Είχε τη δική του βολή και εμείς τον ξεβολεύαμε. Πήγαινε κάθε πρωί με τον καφέ, το σταυρόλεξο και τα τσιγάρα του στην τουαλέτα, γύρω στις 7.30. Χωρίς παρέκκλιση δευτερολέπτου.
 
Ο καφές πάντα ελληνικός στη χόβολη με τρεις φουσκάλες. Αδιανόητο. Πώς γινόταν δεν ξέρω, ήταν το μυστικό του.
Μετά θα ντυνόταν. Με τζηνάκι τις καθημερινές και πουκάμισο, το κοστούμι το είχε μόνο για ευχάριστες ή δυσάρεστες περιστάσεις, γάμους, βαπτίσεις και κηδείες. Όπως στην κηδεία της πολυχρονεμένης του.
 
Θα έβγαινε μια βόλτα στην Αθήνα. Του άρεσε η Αγορά, κοντά στο δημαρχείο της Κοτζιά. Προτιμούσε να διαλέγει φρέσκα ψάρια ο ίδιος και μας έφερνε σπάνια μυρωδικά από την Αθηνάς.
 
Όλα τα γεγονότα και τις αλλαγές το κέντρου της πόλης μας τα προλάβαινε πριν από το δελτίο των 14.00. «Ένας πορτοφολάς σήμερα μέσα στο μετρό προσπάθησε να κλέψει μια κυρία. Να δεις για πότε σταμάτησαν το συρμό και τον έπιασαν… Έτσι είναι η ζωή. «Ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται!»
 
Το μεσημέρι είχε ύπνο. Δεν διαταράσσονταν ο ύπνος του ούτε με σεισμό. Αυτό σας το λέω γιατί στο σεισμό του 1999 στην Αθήνα – έλεγε η γιαγιά –  ότι δεν ξύπνησε ούτε με τη δόνηση. Μόνο μετά ένιωσε μια υπογλυκαιμία και σηκώθηκε. Ναι αυτό το έκανε συχνά… Τρεις τη νύχτα γεύονταν το σερμπέτι από ένα τουλουμπάκι και ευχαριστημένος παραδίδονταν πάλι στον Μορφέα.
«Ο ύπνος θρέφει τα μωρά, ο ήλιος τα μοσχάρια» συμπλήρωνε γελώντας.
 
Απόγευμα είχε πότε σκάκι, πότε τάβλι, πότε χαρτιά με τον φίλο του και κουμπάρου του… Χήρος επίσης! Είχαν πολλά κοινά. Έπαιζαν σαν μικρά παιδιά. Θα έπαιρνε το ουζάκι του με μεζέ που έφτιαχνε ο ίδιος. Γεύονταν τη ζωή μέχρι το μεδούλι της.
 
Πριν από μερικούς μήνες ο παππούς έπεσε από τη σκάλα. Λίγες μέρες πριν φύγει για τη θερινή σεζόν στο χωριό. Έσπασε τη λεκάνη και το πόδι του.
 
Ο παππούς κατέπεσε ψυχολογικά. Είχε χάσει το κέφι του. Παρ’ όλο που και παλαιότερα είχε ξανά σπάσει το πόδι. Τότε μέχρι για τρύγο είχε πάει.
 
Η μητέρα έκανε τη νοσοκόμα, αν και πληρώναμε αποκλειστική. Την κυρία Τασία. Ο παππούς ντρεπόταν για την ανημποριά του και αυτό τον στενοχωρούσε περισσότερο. «Ο γέρος ή από χε$!#@ω ή από πέσιμο θα πάει» πάλι την παροιμία του.
 
Η συμβίωσή μας είχε γίνει άσχημη. Η ανικανότητα του παππού μας να αυτοεξυπηρετείται αρχικά είχε αλλοιώσει το χαρακτήρα του. Ήταν ευερέθιστος, ευέξαπτος και αγρίευε με το παραμικρό, και στον μπαμπά.
 
Η κατάσταση για εμάς τα παιδιά δεν ήταν ευχάριστη από την άποψη ότι αδυνατούσαμε να αντιληφθούμε τις ανάγκες ενός ηλικιωμένου. Νομίζαμε ότι ήταν εμπόδιο στα σχέδια μας, όπως αυτό το πάρτι γενεθλίων. Η μουσική έπρεπε να μην είναι στη διαπασών γιατί ο παππούς ξεκουράζεται.
 
Καβγάδες ομηρικοί μεταξύ γονέων και παιδιών, παιδιών μεταξύ τους και γονέων μεταξύ τους. Ο μόνος βουβός παρατηρητής ο παππούς. «Αχ και να με βαστούσαν τα ποδάρια μου», κρυφοέλεγε κάθε φορά που ένας υψηλός τόνος έφτανε στα αυτιά του. «Τίμα το γήρας, ου γαρ έρχεται μόνον…» προσέθετε.
 
Μακάρι να υπήρχε ο τρόπος να γυρίσω το χρόνο πίσω. Τώρα που θα κοιμηθεί τον ύπνο τον αιώνιο και τι δεν θα έδινα να τον ξαναδώ ζωντανό… Να του πω πόσο πολύ τον αγαπώ και τον θέλω στη ζωή μου. Κι εκείνος να μας πει, «Στερνή μου γνώση να σε είχα πρώτα…»
 
Γι’ αυτό αγκαλιάστε τους ηλικιωμένους, την Τρίτη ηλικία και δώστε τους την αγάπη που χρειάζονται. Μας έχουν ανάγκη και τους έχουμε ανάγκη! Το μόνο που μας ζητούνε είναι δύο γλυκές κουβέντες, μια αγκαλιά και αγάπη…
 
Θυμηθείτε τους πριν να είναι αργά. Ένα τηλέφωνο δικό σας είναι τονωτική ένεση για εκείνους. Ένα δικό σας χαμόγελο είναι μετάγγιση ζωής. Δείξτε αγάπη στους ηλικιωμένους, είναι σαν να αγαπάτε τον εαυτό σας!
Κι όπως έλεγε και ο παππούς… «Εκεί που ήσουν, ήμουν και εδώ που είμαι, θα έρθεις».

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης