Ο σχολικός εκφοβισμός (αγγλιστί bullying) ξεκινά από το νηπιαγωγείο, σύμφωνα με έρευνα που έκανε η σχολική σύμβουλος στην Περιφέρεια Αττικής και διδάκτορας Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Ελένη Δ. Τρίγκα.
Η έρευνα έγινε με βάση απαντήσεις 119 γυναικών νηπιαγωγών στην περιοχή της Αττικής, σε σύνολο 150 που κλήθηκαν να συμπληρώσουν σχετικό ερωτηματολόγιο. Από την ανάλυση των δεδομένων προκύπτει ότι, όπως συμβαίνει και διεθνώς, η πράξη σωματικής και λεκτικής βίας εναντίον συμμαθητών αυξάνεται χρόνο με τον χρόνο, με τα αγόρια να εκδηλώνουν συχνότερα επιθετική συμπεριφορά εκμεταλλευόμενα τη σωματική, πνευματική ή κοινωνική αδυναμία των παιδιών.
Όσον αφορά στην κλίμακα των παραγόντων που συμβάλλουν στην εμφάνιση αυτού του φαινομένου, προκύπτει ότι οι λόγοι που σπρώχνουν ένα παιδί -ακόμη και στην προσχολική ηλικία- σε μια τέτοια στάση σχετίζονται με: τους ανεπαρκείς συναισθηματικούς δεσμούς γονέων και παιδιών, τα συζυγικά προβλήματα, τα επιεική μέτρα πειθαρχίας, τις αυστηρές απαιτήσεις των γονέων, την αδυναμία του πατέρα και της μητέρας να βοηθήσουν το παιδί τους, το χαμηλό εισόδημα των γονέων και την ύπαρξη πολυμελούς οικογένειας.
Ενδιαφέροντα είναι και τα εξής ευρήματα: η συχνότητα του εκφοβισμού δεν σχετίζεται με το φύλο των μαθητών, οι μαθητές με χαμηλή επίδοση εκδηλώνουν συχνότερα προβλήματα συμπεριφοράς, οι Έλληνες μαθητές είναι περισσότερο επιρρεπείς στον εκφοβισμό, η εθνικότητα είναι τελευταίος λόγος κινήτρου εκφοβισμού.
Όσον αφορά στο ερώτημα κατά πόσον οι ερωτηθείσες νηπιαγωγοί πιστεύουν ότι οι εκπαιδευτικοί έχουν επαρκείς γνώσεις για να διαχειριστούν αποτελεσματικά τα προβλήματα της σχολικής βίας, σε ποσοστό 16,1% απάντησαν «Ναι» και σε ποσοστό 83,9% «Όχι».
Σχετικά με τις ρυθμιστικές μεταβλητές στην αντιμετώπιση του φαινομένου, οι απαντήσεις ιεραρχικά είναι: ο μεγάλος αριθμός μαθητών στην τάξη, η ανεπαρκής συνεργασία με την οικογένεια, οι κακές σχέσεις μεταξύ των μαθητών και οι κοινωνικές προκαταλήψεις των μαθητών.
Για τους τρόπους αντιμετώπισης του προβλήματος, ο υψηλότερος βαθμός συμφωνίας αποτυπώθηκε στις παρακάτω προτάσεις: παρακίνηση του μαθητή για συμμετοχή του στις δραστηριότητες του σχολείου, υπενθύμιση του τρόπου των κανόνων συμπεριφοράς της τάξης, ενημέρωση μέσω επιμόρφωσης των νηπιαγωγών για τους τρόπους αντιμετώπισης των προβλημάτων, συζήτηση με τον μαθητή, συμμετοχή των μαθητών στην επίλυση του προβλήματος, συζήτηση μέσα στην τάξη για τις συνέπειες παρόμοιων συμπεριφορών.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το κεφάλαιο για τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του θύτη και του θύματος (στο δημοτικό, γυμνάσιο και λύκειο).
Συνοπτικά είναι τα εξής:
– ο θύτης συνήθως είναι εύσωμος με εμφανείς σωματικές δυνάμεις, ενώ το θύμα έχει σωματική αδυναμία
– ο θύτης είναι άτομο εξωστρεφές και κοινωνικά υπερδραστήριο, ενώ το θύμα είναι άτομο εσωστρεφές, συνεσταλμένο, μοναχικό
– ο θύτης έχει μειωμένο αυτοέλεγχο, είναι επιρρεπής στις παραβάσεις των κανόνων και δεν έχει ενοχές για τις ενέργειες του, ενώ το θύμα έχει υπερβολικές αναστολές και έντονη τάση για αυτοενοχοποίηση
– ο θύτης είναι άτομο αυθόρμητο, παρορμητικό, ετοιμόλογο και δείχνει ότι έχει αυτοπεποίθηση, ενώ το θύμα είναι άτομο παθητικό, άτολμο και ανίκανο να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
«Γενικά, θύτης και θύμα έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό, δηλαδή και οι δύο κατατρύχονται από συναισθήματα εσωτερικής ανασφάλειας, ανεπάρκειας και κατωτερότητας» τονίζει η συγγραφέας.
Το βιβλίο-πόνημα των 253 σελίδων συνδυάζει το θεωρητικό πλαίσιο και την εκπαιδευτική παρέμβαση. Το θεωρητικό μέρος αποτελείται από κεφάλαια που παρουσιάζουν τον εννοιολογικό προσδιορισμό του όρου, τις θεωρίες κοινωνικοποίησης, τα χαρακτηριστικά των παιδιών θυτών και θυμάτων αλλά και παιδιών παρατηρητών, τα αίτια της βίας, την πρόληψη των φαινομένων και την αντιμετώπισή τους με βάση τις πολιτικές του εκπαιδευτικού συστήματος καθώς και τις ψυχοπαιδαγωγικές παρεμβάσεις που μπορούν να γίνουν σε ατομικό επίπεδο και σε επίπεδο σχολικής μονάδας.
Το ερευνητικό μέρος συγκροτείται από κεφάλαια που αναφέρονται στον σκοπό της έρευνας, στη μεθοδολογία, στο δείγμα, στη διαδικασία της έρευνας, στην ανάλυση των δεδομένων, στη στατιστική επεξεργασία και στα συμπεράσματα της μελέτης.
Χαρακτηριστικό της ενδελεχούς ανάπτυξης της μελέτης είναι ότι η ελληνόγλωσση και ξενόγλωσση βιβλιογραφία καλύπτει 23 σελίδες.
Η έρευνα συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο της συγγραφέως «Ενδοσχολική Βία και σχολικός εκφοβισμός» που κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες από τις εκδόσεις «Παπαζήση».