Η γιαγιά μου ήταν 80 ετών. Πάντα θυμάμαι να λέει ότι είναι 67. Ποτέ δεν έλεγε τη πραγματική της ηλικία και όταν τη πήγαμε στο νοσοκομείο ο πατέρας μου « έλυσε τη σιωπή του».

Τη θυμάμαι πάντα βαμμένη και περιποιημένη. Τα μάγουλα της πάντα ροδαλά, τα χείλια της βαμμένα με σάπιο μήλο και τα νύχια πάντα κατακόκκινα.

Μη φανταστείτε ότι πήγαινε μόνη της και αγόραζε καλλυντικά. Μου έδινε λεφτά, τάχα μου για χαρτζιλίκι μπροστά στους άλλους και μετά μου έδινε τις παλιές συσκευασίες για να τις ανανεώσουμε.

Μη φανταστείτε καμιά γιαγιά σούργελο! Όχι. Απλά της άρεσε να είναι περιποιημένη.

Ένα μήνα πριν πεθάνει, χωρίς να έχει κανένα φοβερό πρόβλημα υγείας παρά μόνο ζάχαρο που την ταλαιπωρούσε πάνω από 20 χρόνια, μοίρασε τα χρυσαφικά της. Δεν είχε και λίγα. Ότι περίσσευε από τη σύνταξη αστυνομικού που ήταν ο παππούς, γινόταν δαχτυλίδια.

Με φωνάζει λοιπόν, τη πιο μικρή εγγονή και μου λέει…

«Δε θέλω να πεθάνω. Νομίζω ότι έχω ακόμα να δώσω. Δεν ευχαριστήθηκα τίποτα σ’ αυτή τη ζωή. Ο άντρας μου ήταν 15 χρόνια εξορία. (και κομμουνιστής και αστυνομικός δεν έλεγε). Τα παιδιά μου τα μεγάλωσα με στερήσεις. Δεν πήγα ποτέ στο θέατρο, δεν ξέρω πως είναι ο κινηματογράφος, δεν ξέρω κατά που πέφτει το Κολωνάκι, όχι πως έχω και καούρα, δεν έχω πάει ποτέ στο εξωτερικό, δεν  δεν  δεν»

Τη λυπήθηκα.. την έβλεπα να καπνίζει το τσιγάρο σαν να ήταν το τελευταίο.

«Έλα μωρέ γιαγιά δε θα πεθάνεις. Έχεις ακόμα να δεις πολλά. Μη στεναχωριέσαι…» τι να πω κι εγώ…

« Έλα να σου πω μικρή. Εσένα θα σου δώσω μόνο ένα κομμάτι από τα κοσμήματα μου. Τα σκουλαρίκια…»

Κόντευα να πέσω από τη καρέκλα. Ήταν κάτι σκουλαρίκια που λειτουργούσαν σα πυγολαμπίδες. Από χιλιόμετρα έλαμπαν! Απλά καταπληκτικά.

«Μόνο μια χάρη θέλω μικρή. Όταν πεθάνω μη μου βάλετε μαύρα. Τα βαρέθηκα. Κάτι χρωματιστό θέλω. Όχι κόκκινο αλλά να.. μπλε με λουλουδάκια. Και όχι γεροντίστικο! Θα σηκωθώ και θα σας κυνηγάω. Και τα μαλλιά μου χτενισμένα. Όσο για τα νύχια θα τα έχω βάψει μόνη μου…»

11 Δεκεμβρίου η γιαγιά μπήκε στο νοσοκομείο. Την ίδια μέρα έμαθα πως είμαι έγκυος.

Το ίδιο βράδυ πήγα να τη δω στο νοσοκομείο. Της είπα τα νέα.

« Κρίμα… δε θα προλάβω να το δω το μελανούρι. Να ξέρεις… γιος θα είναι! Μη ξεχάσεις ότι σου έχω ζητήσει. Και πες τους να μη κλάψουν. 80 έφτασα. Αλλά να … δε θέλω να πεθάνω. Είναι γλυκιά η που… η ζωή»

Με πήρε η μάνα μου τηλέφωνο στη δουλειά το επόμενο μεσημέρι.

«Έλα από το σπίτι. Η γιαγιά έφυγε…»

1 μέρα άντεξε μέσα στο νοσοκομείο.

Όταν ρώτησα τον πατέρα μου γιατί δε κλαίει μου είπε «της έδωσα τα πάντα όσο ζούσε. Νομίζω ότι φεύγει ευχαριστημένη. Μέχρι και τα νύχια της έβαψε.»

Ένα θα σας πω. Γιος ήταν τελικά…

Αφιερωμένο στη κυρά Δέσποινα.