Περιμένοντας τις μεγάλες στιγμές από τα γήπεδα της Αφρικής, η «Ζούγκλα» επιχειρεί μέσα από αυτό το κομμάτι «μνήμης και γοητείας», να θυμίσει συνοπτικά κάποιες λεπτομέρειες από την 80χρονη Ιστορία του Παγκοσμίου Κυπέλλου, που άφησαν τα χνάρια τους στις καρδιές των φιλάθλων όλου του κόσμου και που υποχρέωσαν αρκετούς διανοούμενους (με πρώτο και καλύτερο τον Γαλλοαλγερινό νομπελίστα Αλμπέρ Καμύ) να αποδεχθούν ότι το να παίζεις ποδόσφαιρο είναι μια ύψιστη τιμή ενεργητικότητας και αξίας.
Η Βραζιλία (πέντε φορές πρωταθλήτρια) παραμένει η κορυφαία εθνική ομάδα σε τίτλους αλλά και ποιότητα. Κι αυτό κρίνεται εντελώς φυσιολογικό, αφού, όπως έχει γραφεί «στη Βραζιλία παίζουν καλή μπάλα ακόμη και οι περιπτεράδες»! Πέντε φορές πρωταθλητές κόσμου αναδείχθηκαν οι «Καριόκας», προσφέροντας στο κοινό ποδοσφαιριστές αληθινής λάμψης. Ο Πελέ παραμένει κορυφαίος ποδοσφαιριστής όλων των εποχών, αν και δεν είναι λίγοι αυτοί οι οποίοι προτιμούν τον «αλητήριο» Μαραντόνα, από τον μεθοδικό και πολιτικάντη Ντον Νασιμέντο.
Η Ιταλία (4 κούπες), χάρη στις σούπερ επιτυχίες της το 1934 και το 1938, έβαλε τις βάσεις, ώστε να πλασαριστεί σήμερα στη δεύτερη θέση τροπαίων. Το πώς τα κατάφερε το 1982 (στην Ισπανία) και το 2006 (μεγάλε Μάρκο Ματεράτσι!) είναι γνωστό από την τηλεοπτική μας μνήμη. Όμως, στα χρόνια του Μεσοπολέμου, αυτή η ομάδα διέθετε έναν κυνηγό, ο οποίος αναδείχτηκε Θρύλος! Γκιουζέπε Μεάτσα. Μόνος του μπορούσε να ανατρέψει την αντίπαλη άμυνα και να αχρηστέψει τα πλάνα του αντίπαλου προπονητή. Ακολούθησαν πλήθος σπουδαίων παικτών (Αλεσάντρο Ματσόλα, Τζάνι Ριβέρα, Ρομπέρτο Μπονισένια, Ντίνο Τζοφ, Μικελάντζελο Αντονιόνι), όμως ουδείς από αυτούς πλησίασε την αξία του Μεάτσα.
Το 1954, η Γερμανία (τρεις φορές πρωταθλήτρια στα ελβετικά γήπεδα, διέθετε πολύ δυνατή και «πεισματάρα» ομάδα, αλλά δεν ήταν καλύτερη από την Ουγγαρία. Κι όμως, στον τελικό τα κατάφερε, στον πλέον άδικο αγώνα όλων των εποχών. Ο Φέρνετς Πούσκας και ο Γιόχαν Κρόιφ υπήρξαν ποδοσφαιρικές αξίες που δεν σήκωσαν το τρόπαιο, αν και το άξιζαν. Για την Ουγγαρία, η μοίρα της (στον τελικό) ήταν προδιαγεγραμμένη, αφού στα τελευταία είκοσι λεπτά με παίκτες τραυματίες και καταπονημένους δεν άντεξε την αντεπίθεση των Γερμανών.
Για την Ολλανδία του Κρόιφ, ομάδα που βρέθηκε σε δύο τελικούς αλλά ηττήθηκε, έχουν καταγραφεί βάσιμα παράπονα. Και δεν πρέπει να περνά απαρατήρητο το εξής στοιχείο. Και τις δύο φορές, αυτή η υπέροχη πορτοκαλί μηχανή απέτυχε με αντίπαλο τη διοργανώτρια χώρα! Εδικά το 1978, στην Αργεντινή του δικτάτορα Βιντέλα, αρκεί να θυμηθούμε τον διασυρμό του Περού στον ημιτελικό με τους γηπεδούχους. Δέχτηκαν όσα γκολ χρειαζόταν η Αργεντινή για να προχωρήσει…
Η Αργεντινή προσπαθεί μετά το 1986 (και την άδοξη έξοδο του Μαραντόνα από την ενεργό δράση) να κερδίσει το τρίτο της τρόπαιο όμως, κάτι της λείπει. Το ότι άλλες δύο φορές έμεινε στη δεύτερη θέση κάτι σημαίνει. Όσο για τις γειτονικές Αγγλία και Γαλλία, κατάφεραν να κερδίσουν από μία φορά (το 1966 και το 1998, αντίστοιχα), αλλά αυτό έγινε σε γήπεδα της χώρας τους. Και στους δύο τελικούς, αυτών των διοργανώσεων, οι τίτλοι συνοδεύτηκαν από μπόλικο παρασκήνιο και αμφισβήτηση, με την αδυναμία του Ρονάλντο στο Παρίσι να σταθεί στα πόδια του.
Στο Λονδίνο, η Γερμανία ήταν ισάξια, όμως, στην κρίσιμη στιγμή, η διαιτησία την αδίκησε και μετρήθηκε υπέρ των Άγγλων ένα γκολ, χωρίς η μπάλα να έχει περάσει ολόκληρη τη γραμμή. Από τότε συνέβησαν δύο πολύ σημαντικά πράγματα. Πρώτο, τα δοκάρια από ξύλινα (και με ορθές γωνίες) αντικαταστάθηκαν από στρογγυλά. Δεύτερο, οι Γερμανοί ποτέ δεν παραδέχτηκαν την ήττα τους. Μάλιστα, είχε ακουστεί πως, για αρκετά χρόνια μετά, οι υπεύθυνοι της γερμανικής Ομοσπονδίας, σχεδόν μία φορά τον μήνα έβλεπαν την τηλεοπτική εικόνα ψάχνοντας τις λεπτομέρειες χιλιοστό προς χιλιοστό… Αυτή η αδικία, που ωφέλησε την Αγγλία, ίσως την ακολουθεί από τότε σαν «υπαρκτό φάντασμα». Αλήθεια: πότε κατάφερε να διακριθεί μετά το 1966 η ομάδα της χώρας που ανακάλυψε το ποδόσφαιρο;
Σημειολογικά, να αναφερθεί εδώ ότι η πρώτη ποδοσφαιρική ομάδα που ιδρύθηκε στον πλανήτη Γη, ονομάζεται Σέφιλντ, το 1857, για να ακολουθήσει τρία χρόνια μετά η Μόναχο, 1860.