Έκθεση-κόλαφος του γραφείου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην Αθήνα, την οποία δημοσίευσε η εφημερίδα «Wall Street Journal», αποκαλύπτει ότι η έλλειψη ανταγωνισμού στην ελληνική βιομηχανία διύλισης πετρελαίου κοστίζει στους καταναλωτές περισσότερα από 1 δις ευρώ ετησίως.

Σύμφωνα με το δημοσίευμα της εφημερίδας, όσα αναφέρονται στην έκθεση με τίτλο «Τα προβλήματα στην αγορά καυσίμων» με ημερομηνία 7 Ιουλίου 2012 αποτελούν ένδειξη των μεγάλων διαρθρωτικών προβλημάτων που υπάρχουν στην ελληνική αγορά καυσίμων, τα οποία -σύμφωνα με τους οικονομολόγους- δυσχεραίνουν τις προσπάθειες της χώρας μας να πατήσει και πάλι στα πόδια της.

Άλλωστε, σε εδάφια της έκθεσης που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Τα Νέα» καταγράφονται πρακτικές και συνθήκες καρτέλ που εμποδίζουν τον ελεύθερο ανταγωνισμό και ανεβάζουν τις τιμές στα ύψη, με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να αναφέρει ότι η αγορά ελέγχεται από τα δύο εγχώρια διυλιστήρια.

Πρόκειται -σύμφωνα με την εφημερίδα- για τα «Ελληνικά Πετρέλαια – ΕΛΠΕ» και τη «Motor Oil», συμφερόντων Β. Βαρδινογιάννη και Σ. Λάτση.

Παρά την πενταετή ύφεση, την ανεργία που βρίσκεται στα ύψη και τις επανειλημμένες προσπάθειες για το άνοιγμα της οικονομίας, όπως γράφει η εφημερίδα, οι τιμές στην ελληνική αγορά καυσίμων παραμένουν «φουσκωμένες» και παρακωλύουν την ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας.

Οι τιμές στη χώρα μας δεν μειώνονται, καθώς -σύμφωνα με την έκθεση- σε διάφορους κλάδους της αγοράς καυσίμων υπάρχουν εταιρείες με δεσπόζουσα θέση, ενώ την ίδια ώρα υφίστανται αυστηρές ρυθμίσεις που πλήττουν τον ανταγωνισμό και τις προσπάθειες να απελευθερωθεί η αγορά.

Οι συντάκτες της έκθεσης εκτιμούν ότι τα δύο μεγαλύτερα διυλιστήρια στη χώρα χρησιμοποιούν τη δεσπόζουσα θέση τους για να ελέγχουν την αγορά.  Η «Wall Street Journal» αναφέρει επίσης τις δηλώσεις της κυβέρνησής μας, ότι σκοπεύει να πατάξει τις μη ανταγωνιστικές πρακτικές στην αγορά καυσίμων.

«Η καλύτερη λειτουργία της αγοράς καυσίμων είναι κάτι που θέλουμε και θα εξετάσουμε κάθε πρόταση σχετικά με το πώς μπορούμε να το φέρουμε εις πέρας» είχε αναφέρει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, Σίμος Κεδίκογλου, και η «WSJ» παραθέτει τις δηλώσεις του.

Στην έκθεση αναφέρεται και μία σειρά από εμπόδια τα οποία δεν επιτρέπουν σε ανεξάρτητα πρατήρια να αγοράζουν καύσιμα από το εξωτερικό.

Για παράδειγμα, όλοι οι εισαγωγείς πρέπει να έχουν κατάλληλες εγκαταστάσεις για να αποθηκεύουν αποθέματα 60 ημερών, μία δυνατότητα που αρκετές μικρότερες επιχειρήσεις δεν έχουν. Επίσης, τα καύσιμα πρέπει να μεταφέρονται μόνο με μεγάλα βυτία, κάτι που επίσης δεν διαθέτουν τα μικρά πρατήρια.

«Αυτό καθιστά αδύνατο να φέρουν καύσιμα προς την Ελλάδα τα ανεξάρτητα πρατήρια» επισημαίνεται στην έκθεση.

Να σημειωθεί ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, από την πλευρά του, αρνήθηκε να σχολιάσει την έκθεση, όμως επιβεβαίωσε την αυθεντικότητά της.

Σε άλλο σημείο του κειμένου αναφέρεται ότι «οι μη ανταγωνιστικές αγορές προκαλούν υψηλό κόστος στους Έλληνες καταναλωτές. Εάν αναλογιστούμε πόσο σημαντική είναι η ενέργεια για ολόκληρη την οικονομία, η ανταγωνιστικότητα στην Ελλάδα μπορεί να βελτιωθεί με την καλύτερη λειτουργία της αγοράς καυσίμων. Η εν λόγω αγορά χρειάζεται αλλαγή» και σημειώνεται ότι τα δύο μεγάλα διυλιστήρια της Ελλάδας -που ελέγχουν το 70% της χονδρικής αγοράς και το 60% όλων των πρατηρίων- χρησιμοποιούν μη ανταγωνιστικές πρακτικές και ελέγχουν τις τιμές.

Στο δημοσίευμα αναφέρεται επίσης και η έρευνα που διενήργησε η Ελληνική Επιτροπή Ανταγωνισμού το 2006 για την αγορά καυσίμων. Αν και η αρμόδια Επιτροπή εξέδωσε τέσσερις εκθέσεις και κοινοποίησε δύο αποφάσεις, με τις οποίες διέταξε την κυβέρνηση να ανοίξει την αγορά, δεν υπήρξε κάποιο αποτέλεσμα.

Πολλοί οικονομολόγοι και επιχειρηματίες διαμαρτύρονται για παρόμοια προβλήματα σε δεκάδες τομείς, όμως η αγορά καυσίμων είναι εκείνη που έχει τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στην οικονομία. Η εφημερίδα αναφέρει, μάλιστα, ότι τα περιθώρια κέρδους για τα προϊόντα των καυσίμων στην Ελλάδα είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη και, στην περίπτωση του πετρελαίου θέρμανσης, περισσότερο από το διπλάσιο από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η «Motor Oil Hellas», η οποία ελέγχεται από τον Βαρδή Βαρδινογιάννη, αρνήθηκε να σχολιάσει σχετικά με την έκθεση, ενώ ανώτερα στελέχη από τα «Ελληνικά Πετρέλαια» τόνισαν ότι τα προβλήματα στην αγορά βρίσκονται αλλού, όπως για παράδειγμα στο λαθρεμπόριο καυσίμων, στη νοθεία και την εξαπάτηση, που οδηγούν σε στρεβλώσεις και τελικώς επιβαρύνουν τους καταναλωτές.

Εκπρόσωπος των ΕΛΠΕ (ο Σπύρος Λάτσης κατέχει το 41,9% και η ελληνική κυβέρνηση κατέχει ποσοστό 35,5%) μάλιστα δήλωσε -σύμφωνα με το δημοσίευμα της «WSJ»- ότι έχει καταθέσει προτάσεις, με τις οποίες θα μπορέσουν να εξαλειφθούν αυτές οι στρεβλώσεις.

Τα δέκα σημαντικά προβλήματα είναι τα εξής:
 
– περιορισμοί στις εισαγωγές
– περιορισμοί στις μεταφορές
– ελάχιστα αποθέματα
– σχέσεις με τα διυλιστήρια
– περιορισμοί σε εμπορικά σήματα, σχέσεις με τις εταιρείες εμπορίας
– πολιτική τιμών στα διυλιστήρια
– καύσιμο ντίζελ με τρεις διαφορετικούς φόρους
– κλοπή στη διανομή
– κλοπή στην αντλία και η
– φοροδιαφυγή.

Η έκθεση καταλήγει: «οι καταναλωτές και οι παραγωγοί, οι φορολογούμενοι και τα ανεξάρτητα πρατήρια καυσίμων θα ωφεληθούν από το άνοιγμα της αγοράς», προειδοποιεί όμως ότι οι ιδιοκτήτες και οι εργαζόμενοι στα διυλιστήρια καθώς και οι χονδρέμποροί τους, αλλά και οι τελωνειακοί υπάλληλοι θα αντισταθούν σε μία τέτοια αλλαγή.