του Steen Jakobsen, Επικεφαλής Οικονομολόγου και Επικεφαλής Επενδύσεων της Saxo Bank

Πώς εξηγείται η άνοδος του Ντόναλτ Τραμπ, ο κίνδυνος του Brexit, το γεγονός ότι η Μαρί Λε Πεν είναι πολύ πιθανό να εκλεγεί επόμενη Πρόεδρος της Γαλλίας, αλλά και η γενικότερη κατάσταση του πολιτικού κόσμου, όπου όλοι οι αξιωματούχοι μοιάζουν έτοιμοι να εκτοπιστούν από τις θέσεις τους;

Στοιχειώδες, Δρ. Γουάτσον! Είναι το κοινωνικό συμβόλαιο, το οποίο όχι μόνο σπάει, αλλά και σκίζεται σε χιλιάδες κομμάτια! Παράλληλα, οι πολιτικές ελίτ διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους, προσπαθώντας να εξηγήσουν γιατί κάποιος σαν τον Τραμπ, ένας χυδαίος και συμφεροντολόγος υποψήφιος, ο οποίος έχει πτωχεύσει τέσσερις φορές ως επιχειρηματίας και δεν διαθέτει καμία ηθική, μπορεί να καταλήξει να κερδίσει το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων.

Το νόημα είναι ότι όλο αυτό δεν σχετίζεται καθόλου με τις πολιτικές του Τραμπ (ή την απουσία τους, για να είμαστε πιο ακριβείς) – σχετίζεται, όμως, απόλυτα με το γεγονός ότι ο Τραμπ δεν προέρχεται από το κατεστημένο. Δεν χρειάζεται να φοβόμαστε ότι οι ΗΠΑ στρέφονται προς τις πολιτικές του Τραμπ, ωστόσο οι πολιτικές ελίτ οφείλουν να αναγνωρίσουν ότι οι ψηφοφόροι στρέφονται μακριά από το «κοινωνικό συμβόλαιο» και τις ελιτίστικες πολιτικές κρίσεις του.

Το κοινωνικό συμβόλαιο αποτελεί την πολιτική θεωρία πίσω από όλες τις σημερινές κοινωνίες: μια πραγματική ή υποθετική δέσμευση ή συμφωνία ανάμεσα στον λαό και τους κυβερνήτες του που προσδιορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις έκαστου. Η ιδέα αυτή προέρχεται από τους Έλληνες Σοφιστές, αλλά οι θεωρίες των κοινωνικών συμβολαίων υπήρξαν ιδιαίτερα δημοφιλείς κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα, με τη στήριξη προσωπικοτήτων όπως ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ, ο Τόμας Χομπς, ο Τζον Λοκ και, πιο πρόσφατα, ο Τζον Ρωλς.

Το σημαντικό ζήτημα είναι η κατάσταση του ίδιου του κοινωνικού συμβολαίου: η κοινωνία όπως την ξέραμε τελείωσε – η σύγχρονη κοινωνία απορρίπτει πλέον την τάξη και την αποδοχή μιας μόνιμης «κατάστασης έκτακτης ανάγκης». Κανείς δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τόσες πολλές και αλλεπάλληλες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης!

Σήμερα, οι ψηφοφόροι σε ολόκληρο τον κόσμο αναζητούν οτιδήποτε άλλο εκτός του παραδοσιακού κατεστημένου. Ακριβώς για αυτό, η Χίλαρι Κλίντον δεν μπορεί να κερδίσει τις αμερικανικές εκλογές – αποτελεί την επιτομή του κατεστημένου, της τάξης των ελίτ. Ο Τραμπ, από την άλλη, απέχει τόσο πολύ από την ουσία ενός πολιτικού ώστε τελικά αντιπροσωπεύει το χάος σε έναν κόσμο τάξης – και αυτό είναι που αναζητούν οι αμερικανοί ψηφοφόροι.

Από οικονομική σκοπιά, αυτή η κατάσταση είναι απολύτως λογική και προμηνυόταν εδώ και πολύ καιρό. Ο δείκτης αποδοχών απασχόλησης προς ΑΕΠ, στις ΗΠΑ, διαμορφώνεται στα χαμηλότερα επίπεδα που σημειώθηκαν ποτέ… Τα χαμηλότερα που σημειώθηκαν ποτέ!

Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που οι «εργαζόμενοι» και η μεσαία τάξη απαιτούν αλλαγή. Αλλά η αλλαγή αυτή είναι αναπόφευκτη και για άλλους λόγους…

Τα εταιρικά κέρδη εξαρτώνται από το αν οι «εργαζόμενοι» σε ολόκληρο τον κόσμο διαθέτουν επαρκές εισόδημα μετά τους φόρους για να αγοράσουν τα «κερδοφόρα» αγαθά. Με άλλα λόγια, καθ’ όλη τη διάρκεια του τρέχοντος κύκλου, υπο-τροφοδοτούμε τη μεσαία τάξη και το λιανικό εμπόριο, ενώ ταυτόχρονα υπερ-τροφοδοτούμε τον τραπεζικό τομέα και τους κερδοφόρους κλάδους.

Η πρόσφατη κίνηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) ήταν άλλη μια αποτυχημένη προσπάθεια «βοήθειας». Δηλαδή, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ακόμα μία χείρα βοηθείας προς τις τράπεζες και δεν θα συνεισφέρει ιδιαίτερα στην τόνωση της τελικής ζήτησης από τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις.

Φαίνεται ότι η ΕΚΤ και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής δεν μπορούν να καταλάβουν απλές αρχές οικονομικής θεωρίας: ο πληθωρισμός προκύπτει από την κίνηση του χρήματος και η κίνηση του χρήματος, στην πιο απλή μορφή της, προκύπτει από τη ζήτηση δανείων – όχι από την παροχή δανείων!

Η παροχή κινήτρων στους επενδυτές και τους καταναλωτές να δαπανήσουν ή να επενδύσουν κεφάλαια ενισχύει τη ζήτηση δανείων. Η στήριξη των τραπεζών δεν θα επηρεάσει με οποιονδήποτε τρόπο τον πληθωρισμό ή την ανάπτυξη, αλλά θα ενισχύσει τις πιθανότητες να σπάσει το κοινωνικό συμβόλαιο.

Το μέτρο αυτό δεν είναι αποτελεσματικό – αντιθέτως, στην παρούσα φάση είναι αντιπαραγωγικό τόσο για τις τράπεζες όσο και για τον στόχο της κανονικοποίησης.

Τέλος, χαίρομαι που έχω την ευκαιρία να επαναλάβω τη θεωρία μου για το Οικονομικό Τρίγωνο των Βερμούδων – για την οποία ακόμη δεν έχω κερδίσει το βραβείο Νόμπελ, παρεμπιπτόντως!

Αυτή τη στιγμή, τα μέτρα νομισματικής πολιτικής έχουν ως στόχο την εξυπηρέτηση, ή τη στήριξη, του 20% της οικονομίας που διαθέτει ήδη πρόσβαση σε πίστωση: τις τράπεζες και τις εισηγμένες εταιρείες. Αυτό συμβαίνει εις βάρος του υπόλοιπου 80%: των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες λαμβάνουν λιγότερο από το 5% των δανείων και το 0% των πολιτικών κεφαλαίων.

Παράλληλα, το 20% -η Wall Street- λαμβάνει το 95% των δανείων και το 100% του πολιτικού κεφαλαίου.

Ποιο είναι, λοιπόν, το πρόβλημα; Το 20% που λαμβάνει το 95% και το 100% από αυτά τα οφέλη δημιουργεί λιγότερο από το 10% των νέων θέσεων εργασίας και της παραγωγικότητας. Αντίθετα, το 80% που λαμβάνει το 5% και το 0% από τα οφέλη δημιουργεί το 90% των νέων θέσεων εργασίας και το 100% της νέας παραγωγικότητας.

Δεν προκαλεί, λοιπόν, έκπληξη το γεγονός ότι ζούμε στο πλαίσιο ενός οικονομικού μοντέλου χωρίς κοινωνικά ερείσματα, όπου η αύξηση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων δεν προέρχεται από την παραγωγικότητα, αλλά από προγράμματα επαναγοράς και την απουσία κεφαλαιουχικών επενδύσεων (κατά ειρωνικό τρόπο, η έλλειψη κεφαλαιουχικών δαπανών «βελτιώνει τα αποτελέσματα» των εταιρειών τα πρώτα τρία έως πέντε έτη).

Τόσο το κοινωνικό συμβόλαιο (βλέπε: Main Street/λιανικό εμπόριο) όσο και το επιχειρηματικό μοντέλο έχουν καταστραφεί, και μάλιστα ταυτόχρονα. Η θεωρία μου -και σας υπενθυμίζω ότι είμαι φιλελεύθερος οικονομολόγος- είναι η εξής:

Το 2016 οφείλει να είναι η χρονιά που η οικονομία θα ισορροπήσει ξανά, παραχωρώντας μεγαλύτερη έμφαση στη Main Street και λιγότερο στη Wall Street. Προκειμένου να αυξηθεί η οικονομική ανάπτυξη και η παραγωγικότητα, θα πρέπει να υπάρξει μείωση της δραστηριότητας στη Wall Street και αύξηση της κίνησης στη Main Street, με ταυτόχρονη αύξηση της παροχής κεφαλαίων προς αυτήν.

Επιπλέον, πρέπει οι εταιρείες να ξεκινήσουν επειγόντως να επενδύουν στην παραγωγικότητα και στα κεφαλαιουχικά αγαθά, κάτι το οποίο σε μεγάλο βαθμό έχουν παραβλέψει εδώ και σχεδόν μία δεκαετία.

Αυτός είναι ο λόγος που το κοινωνικό συμβόλαιο έχει σπάσει και που θα συνεχίσει να τιμωρεί την πολιτική ελίτ – η οποία σε μεγάλο βαθμό παραμένει βέβαιη ότι στο τέλος πάντα «επικρατεί η λογική». Πράγματι, η λογική επικρατεί… αλλά όχι με τον τρόπο που περιμένουν οι δημοσκόποι, οι επικοινωνιολόγοι και οι λοιποί. Αντίθετα, η λογική επικρατεί από κάτω προς τα πάνω.

Οι κυβερνήσεις που μπορούν να δανειστούν με επιτόκιο 0% οφείλουν να φροντίσουν για ευρείας κλίμακας επενδύσεις σε υποδομές – υπάρχει η παραμικρή περίπτωση οι υποδομές να φέρουν αρνητικές αποδόσεις σε βάθος χρόνου;

Οι επιχειρήσεις χρειάζεται να σταματήσουν να επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση των ταμειακών ροών και να στοχεύσουν στη μεγιστοποίηση των κερδών -μακροπρόθεσμα, όχι απλώς ανά τρίμηνο- επενδύοντας στους ανθρώπους: επανεκπαίδευση, καλύτερα προϊόντα, ταχύτερο ίντερνετ και περισσότερα big data.

Η διάλυση του κοινωνικού συμβολαίου ήταν και παραμένει κάτι το προβλέψιμο από ιστορική άποψη. Τα καλά νέα είναι ότι το τέλος της πολιτικής του «παρατείνω και προσποιούμαι» δεν θα αποτελέσει έναν νέο πόλεμο, αλλά αντιθέτως μια άκρως απαραίτητη θεμελιώδη μεταστροφή, μακριά από ένα κοινωνικό συμβόλαιο που βασίζεται στον φόβο και στα μέτρα έκτακτης ανάγκης.

Κανείς δεν αντέχει να φοβάται 24 ώρες το 24ωρο – και, καθώς το κοινωνικό συμβόλαιο φτάνει στο τέλος του, θα προκύψει ένα νέο και πιο στοχευμένο πρόγραμμα. Η διαδικασία θα είναι έντονη και το πολιτικό φάσμα θα στραφεί προς το «χειρότερο» προτού βελτιωθεί. Ωστόσο, αυτό αποτελεί μια επώδυνη, αλλά απαραίτητη διεύρυνση του φάσματος προκειμένου να απομακρυνθούμε από το πολιτικό σκηνικό του «όλοι στο κέντρο», όπου η φερεγγυότητα και η σύνεση είναι πιο σημαντικές από τη φιλοδοξία, το όραμα και τα όνειρα.

Έχω παρατηρήσει σημαντικές αλλαγές σχεδόν σε όλες τις χώρες που έχω επισκεφθεί το τελευταίο εξάμηνο και έχω να δηλώσω το εξής:

Η κίνηση στη Main Street βελτιώνεται, και απαιτεί και χρειάζεται πιο φιλόδοξους στόχους. Η μικροδομή κάθε οικονομίας εργάζεται πυρετωδώς – και θα εργαστεί ακόμα πιο σκληρά. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι οι υπεύθυνοι των κεντρικών τραπεζών να σταματήσουν να συμπεριφέρονται σαν ροκ-σταρ και οι πολιτικοί να σταματήσουν να προωθούν «μέτρα έκτακτης ανάγκης».

Ο κόσμος τα πάει μια χαρά – χρειάζεται λίγη βοήθεια με επενδύσεις σε υποδομές και κεφαλαιουχικές δαπάνες, αλλά συνολικά, ο κόσμος είναι πιο ισορροπημένος και πιο έτοιμος για αλλαγή από ποτέ στο πλαίσιο της τρέχουσας κρίσης.

Μπορεί να έχουμε φτάσει στο ναδίρ σε ό,τι αφορά την πολιτική φιλοδοξία, τις επενδύσεις, τις κεφαλαιουχικές δαπάνες, την απασχόληση, τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη, αλλά η μόνη δυνατή κατεύθυνση από εδώ και πέρα είναι προς τα πάνω.

Η αλλαγή είναι καλό πράγμα και ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο πρέπει να αντιμετωπιστεί ως αυτό που είναι: το τέλος των οικονομικών που (κατά ειρωνικό τρόπο) υιοθετήσαμε από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και έπειτα. Όμως τι συνεπάγεται αυτό για τις αγορές και το πολιτικό γίγνεσθαι;

Ένα Brexit είναι μάλλον πιθανό. Ο μέσος ψηφοφόρος του Ηνωμένου Βασιλείου δεν πρόκειται να ψηφίσει σύμφωνα με τα στοιχεία, αλλά σύμφωνα με τη δυνατότητά του να σηκώσει το μεσαίο δάχτυλο (ή, στην περίπτωση της Αγγλίας, τα δύο δάχτυλα) στην ελίτ.

Στις ΗΠΑ, το θέμα δεν είναι ο Τραμπ, αλλά η αποστροφή όλων για την κατεστημένη πολιτική ελίτ – το τρέχον κίνημα έχει σημαία του την ιδέα «οτιδήποτε άλλο εκτός της ελίτ». Αμφιβάλλω ότι η Κλίντον έχει την παραμικρή πιθανότητα να κερδίσει την έδρα στον Λευκό Οίκο, αφού εκπροσωπεί σε τεράστιο βαθμό τον «παλαιό κόσμο» σε σχέση με το κοινωνικό συμβόλαιο.

Σε όλες τις χώρες, η άκρα αριστερά και η άκρα δεξιά θα καταγράψουν καλύτερα αποτελέσματα. Όχι χάρη στα προγράμματά τους, αλλά επειδή βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση από το κέντρο. Ένα ευρύ, ολοκληρωμένο πολιτικό φάσμα, παρεμπιπτόντως, αποτελεί βελτίωση: ίσως τελικά έτσι να μπορέσουμε να διαφοροποιηθούμε στην ουσία των ζητημάτων, και όχι απλώς βάσει επικοινωνιακής τοποθέτησης.

Η αγορά δεν θα δεχθεί θετικά την όλη διαδικασία και, όπως αναφέρθηκε ήδη, το αντίτιμο για αυτή τη μετάβαση θα είναι η επιδείνωση της πορείας της Wall Street, εν μέρει εξαιτίας της μετακίνησης των εισοδημάτων στη Main Street και εν μέρει εξαιτίας της ανάγκης αύξησης των κεφαλαιουχικών δαπανών – αλλά αυτό αποτελεί θετική εξέλιξη.

Το εναλλακτικό σενάριο περιλαμβάνει νέες παρόμοιες ανοησίες περί «έκτακτης ανάγκης» με αυτές που βιώνουμε τα τελευταία οχτώ χρόνια.

Ο Βασιλιάς πέθανε, ζήτω ο Βασιλιάς.