Με τίτλο «Εάν έχω τόσους εχθρούς παντού, είναι καλό σημάδι», η εφημερίδα «Libération» δημοσιεύει συνέντευξη της Κριστίν Λαγκάρντ, στην οποία η επικεφαλής του ΔΝΤ τονίζει μεταξύ άλλων την ανάγκη επικαιροποίησης του προγράμματος της Ελλάδας.
Στο ερώτημα «Πόσος χρόνος απομένει στην Ελλάδα πριν από τη χρεοκοπία και τι περιθώρια ελιγμών υπάρχουν;» η κα Λαγκάρντ απάντησε: «Το σημαντικό είναι να μπορέσουμε, την ερχόμενη εβδομάδα, να ξαναρχίσουμε τον διάλογο με μια κυβέρνηση που θα βγει από τις κάλπες της Κυριακής. Μπορούμε να κάνουμε μια νέα αναθεώρηση του προγράμματος, την οποία είναι δυνατόν να ξεκινήσουμε αμέσως μετά τη δημιουργία κυβέρνησης. Πρέπει να επικαιροποιήσουμε την κατάσταση, γιατί δεν γνωρίζουμε πολύ καλά τι έχει πραγματοποιηθεί, τι έχει γίνει σεβαστό και τι όχι, τις τελευταίες 6 με 8 εβδομάδες».
Σε άλλο ερώτημα, για το εάν μπορούμε να πάμε σε μια νέα αναδιάρθρωση, σβήνοντας αυτήν τη φορά μέρος των πιστώσεων που δόθηκαν από τους δημόσιους φορείς, με δεδομένο ότι το ελληνικό χρέος αντιπροσωπεύει το 160% του ΑΕΠ, η επικεφαλής του ΔΝΤ απάντησε: «Πρώτα θα δούμε τι συμβαίνει επί τόπου, θα κάνουμε την επικαιροποίησή μας, θα ξεκινήσουμε πάλι τον διάλογο με τις πολιτικές αρχές και μετά θα δούμε. Δεν θα κάνω λεπτομερή περιγραφή του οδικού χάρτη, χωρίς να ξέρω σε ποια κατάσταση βρισκόμαστε».
Στην παρατήρηση της εφημερίδας ότι, σύμφωνα με τις προβλέψεις που κυκλοφορούν, η Ευρωζώνη έχει περιθώριο τριών μηνών για να διασωθεί, η κα Λαγκάρντ επεσήμανε ότι πρόκειται για πρόβλεψη του Τζορτζ Σόρος. Η ίδια πιστεύει ότι: «Βραχυπρόθεσμα, ίσως και σε λιγότερο από τρεις μήνες, είναι απαραίτητο οι Ευρωπαίοι, ιδιαίτερα στην Ευρωζώνη, να δώσουν ισχυρές ενδείξεις γύρω από μια συλλογική βούληση ενίσχυσης της νομισματικής τους ένωσης». Δήλωσε παράλληλα ότι δεν είναι σε θέση να απαντήσει για το «τι θα μπορούσε να σπάσει τον κύκλο της κρίσης, γιατί το ζήτημα είναι ιδιαίτερα σύνθετο». «Το θέμα», εξηγεί, «δεν είναι να δοθεί ένα νούμερο ή μια πρωτοβουλία που θα προσφερόταν για επικοινωνία (στα μέσα ενημέρωσης). Αυτό που χρειάζεται είναι συλλογική αποφασιστικότητα, για να προχωρήσουμε σε ένα ισχυρό στάδιο οικοδόμησης της Ευρωζώνης. Πρέπει να ξεπεράσουμε τη νομισματική ένωση, ώστε να υπάρξουν κοινές δημοσιονομικές πολιτικές, μαζί με εργαλεία ελέγχου του, υπό ευρεία έννοια, χρηματοπιστωτικού τομέα, καθώς και μηχανισμοί επίλυσης τραπεζικών κρίσεων. Όλα αυτά κάτω από μια αρχή της Ευρωζώνης και όχι από τις κεντρικές τράπεζες των κρατών».
Στο ερώτημα εάν οι κοινές δημοσιονομικές πολιτικές θα σημαίνουν έναν ευρωπαϊκό φόρο και ένα ευρωπαϊκό Υπουργείο Οικονομικών, η κα Λαγκάρντ έκανε αναφορά στον Ζαν Κλοντ Τρισέ, πρώην πρόεδρο της ΕΚΤ, που είχε μιλήσει σχετικά. «Όταν ο Ζαν Κλοντ Τρισέ μίλησε για ένα ευρωπαϊκό Υπουργείο Οικονομικών, είχε δίκιο» είπε και πρόσθεσε: «Μιλώντας για ένα τέτοιο υπουργείο, μιλάμε για έναν οργανισμό που είναι ευκόλως αντιληπτός για τους πάντες, χωρίς να μπούμε στις λεπτομέρειες της σύστασής του. Ένα ευρωπαϊκό Δημόσιο Ταμείο, όμως, θα σήμαινε το τέλος για το γαλλικό Δημόσιο Ταμείο. Στη θέση του θα έχουμε τον ευρωπαϊκό φορέα διαχείρισης του χρέους για λογαριασμό ολόκληρης της Ευρωζώνης. Αυτό όμως είναι κάτι πολύ σημαντικό, που δεν θα μπορέσει να γίνει από τη μια μέρα στην άλλη, ενώ είναι σημαντικό να επιβεβαιωθεί ως συλλογική αρχή».
Η κα Λαγκάρντ αναγνώρισε, τέλος, ότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε ένα βήμα προς τον φεντεραλισμό και την εγκατάλειψη μέρους της εθνικής κυριαρχίας. Υποστήριξε πως κάτι τέτοιο είναι πλέον απαραίτητο, γιατί σήμερα είναι σαφές ότι οι προσπάθειες που γίνονται μεμονωμένα σε εθνικό επίπεδο από την Ιταλία, την Ισπανία και τις χώρες που είναι κάτω από πρόγραμμα δεν επαρκούν για να δώσουν στους επενδυτές εμπιστοσύνη και τη βεβαιότητα για ένα συλλογικό μέλλον στην Ευρωζώνη.
Eπιμέλεια: Μαριάννα Μαρμαρά