«Όρεξη να ‘χεις να… ρυθμίζεις» είναι η φράση που ακούγεται όλο και πιο συχνά στις κατά τόπους ΔΟΥ, καθώς τα ληξιπρόθεσμα χρέη φυσικών και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο.
Στη ρύθμιση δεν δύνανται να υπαχθούν:
- οφειλέτες που κατά τον χρόνο υπαγωγής έχουν καταδικαστεί σε πρώτο βαθμό για φοροδιαφυγή – αυτό θα δηλώνεται υπεύθυνα από τον οφειλέτη φυσικό πρόσωπο ή τον νόμιμο εκπρόσωπο του νομικού προσώπου και θα ελέγχεται από την αρμόδια ΔΟΥ/ Υπηρεσία σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτει ή δειγματοληπτικά, κατά την κρίση της
- οφειλέτες τα χρέη των οποίων, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, δεν μπορούν να ενταχθούν στη σχετική νομοθετική ρύθμιση τμηματικής καταβολής ληξιπροθέσμων οφειλών.
Σε κάθε περίπτωση, για την υπαγωγή στη ρύθμιση θα πρέπει να αποδεικνύεται τη δεδομένη χρονική στιγμή, η αδυναμία εξόφλησης της οφειλής σύμφωνα με τα στοιχεία της βεβαίωσης καθώς και η βιωσιμότητα του διακανονισμού.
Επιπλέον, οι οφειλέτες πρέπει να έχουν υποβάλει τις απαιτούμενες φορολογικές δηλώσεις της τελευταίας πενταετίας, δηλαδή τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος, τις εκκαθαριστικές φόρου προστιθέμενης αξίας και τις περιοδικές δηλώσεις ΦΠΑ που έπονται της τελευταίας εκκαθαριστικής και που η προθεσμία υποβολής τους έχει λήξει έναν μήνα πριν την ημερομηνία αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση.
Πρόβλημα, πάντως, στην ενεργοποίηση της ρύθμισης αποτελεί η μη διαθεσιμότητα ειδικής ηλεκτρονικής εφαρμογής στο TAXIS, εξέλιξη που οδηγεί στη δημιουργία νέων ατέλειωτων ωρών στα γκισέ της εφορίας και απίστευτης ταλαιπωρίας για τους ενδιαφερόμενους, καθώς θα πρέπει να καταθέσουν χειρόγραφη αίτηση. «Μεταβατικά και για όσο διάστημα υφίσταται τεχνική αδυναμία διαδικτυακής υποστήριξης, η αίτηση υποβάλλεται στην αρμόδια Υπηρεσία. Το ίδιο ισχύει για κάθε περίπτωση που υφίσταται τεχνική αδυναμία διαδικτυακής υποστήριξης της ρύθμισης, όπως όταν απαιτούνται επιπλέον στοιχεία για την αξιολόγηση της ρύθμισης» επισημαίνεται στην εγκύκλιο.
Υπενθυμίζεται πως, σύμφωνα με την εγκύκλιο, η διαδικασία υπαγωγής στη ρύθμιση προστατεύει αυτόματα τον οφειλέτη από τα μέτρα αναγκαστικής είσπραξης εις βάρος του (κατασχέσεις, πλειστηριασμοί κ.λπ.), προσφέροντάς του τη δυνατότητα να λάβει και αποδεικτικό ενημερότητας από την εφορία.
Ο εφιάλτης της κατάσχεσης
Αυτό, πάντως, δεν σημαίνει ότι όσοι ενταχθούν στη ρύθμιση θα ξεχάσουν μια και καλή τον εφιάλτη της κατάσχεσης.
Παράλληλα, στην περίπτωση που χαθεί η ρύθμιση με ευθύνη του οφειλέτη, δεν απαιτείται πλέον κοινοποίηση ατομικής ειδοποίησης καταβολής οφειλής για τη λήψη αναγκαστικών μέτρων είσπραξης, τα οποία μπορούν να ξεκινήσουν άμεσα χωρίς άλλη προειδοποίηση.
Ακόμα, πάντως, και στην περίπτωση υπαγωγής στη ρύθμιση, το Δημόσιο διατηρεί το δικαίωμα:
- να μη χορηγεί αποδεικτικό ενημερότητας, εφόσον δεν διασφαλίζονται τα συμφέροντά του, ή να ορίζει ποσοστό παρακράτησης
- να εγγράφει υποθήκες σε περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη και των συνυπόχρεων προσώπων, εφόσον η οφειλή δεν είναι ασφαλισμένη και κατ΄ εξαίρεση να λαμβάνει μέτρα, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις
- να περιορίσει τις δόσεις της χορηγηθείσας ρύθμισης, εάν μετά τον έλεγχο των στοιχείων του φακέλου προκύψει δυνατότητα του οφειλέτη να αποπληρώσει την οφειλή του σε λιγότερες δόσεις από τις αρχικά χορηγηθείσες.
Ποιες οφειλές υπάγονται σε ρύθμιση
Στην πάγια ρύθμιση των 12 δόσεων, με τους ίδιους όρους που ισχύουν για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές, μπορούν να υπαχθούν μεταξύ άλλων:
• βεβαιωμένες οφειλές που τελούν σε αναστολή είσπραξης
• βεβαιωμένες μη ληξιπρόθεσμες έως την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση οφειλές (ΕΝΦΙΑ, φόρος εισοδήματος).
Αυτές οι οφειλές υπάγονται στην πάγια ανεξαρτήτως ημερομηνίας βεβαίωσης αυτών ή τυχόν απώλειας άλλης ρύθμισης ή διευκόλυνσης τμηματικής καταβολής βεβαιωμένων οφειλών στην οποία είχαν υπαχθεί και η οποία έχει απολεστεί κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.
Αναλυτικότερα, στη ρύθμιση υπάγονται:
1. το σύνολο των βεβαιωμένων στις φορολογικές Αρχές (Δ.Ο.Υ., Ελεγκτικά Κέντρα) ληξιπρόθεσμων, έως και την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υπαγωγής, οφειλών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κ.Φ.Δ. και δεν έχουν τακτοποιηθεί κατά νόμιμο τρόπο (αναστολή πληρωμής ή διευκόλυνση ή άλλη νομοθετική ρύθμιση τμηματικής καταβολής ληξιπρόθεσμων οφειλών) – στις οφειλές αυτές συγκαταλέγονται και τυχόν συμβεβαιωμένες υπέρ τρίτων (Ν.Π.Δ.Δ. κ.λπ.), εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά
2. βεβαιωμένες μη ληξιπρόθεσμες έως την ημερομηνία υποβολής της αίτησης υπαγωγής στη ρύθμιση οφειλές
3. βεβαιωμένες οφειλές που τελούν σε αναστολή είσπραξης.
Αναφορικά με την καταβολή των δόσεων, η διαδικασία προβλέπει πως η καταβολή της πρώτης δόσης της ρύθμισης γίνεται εντός τριών εργάσιμων ημερών από την ημέρα υποβολής της αίτησης, ενώ οι επόμενες δόσεις καταβάλλονται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα των επόμενων μηνών της αίτησης, υποχρεωτικά στους φορείς είσπραξης. Ωστόσο, εάν ο οφειλέτης δεν καταβάλει την πρώτη δόση εντός της προθεσμίας, η ρύθμιση δεν ενεργοποιείται. Σε αυτήν την περίπτωση όμως, ο οφειλέτης διατηρεί το δικαίωμα να υποβάλει νέα αίτηση προκειμένου να ρυθμίσει τις οφειλές του.