Τον πήχη της ανάπτυξης για το 2017 κατεβάζει σημαντικά η Τράπεζα της Ελλάδος επικαλούμενη τη μεγάλη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και στη συνακόλουθη έξαρση της αβεβαιότητας, η οποία προκάλεσε σημαντική μείωση των επενδύσεων.
Αυτό, σε συνδυασμό με τη μεγάλη αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης, αποδυνάμωσε την αρχική της πρόβλεψη.
Βελτιώνονται οι προϋποθέσεις για επιτυχή έξοδο στις αγορές μετά τη λήξη του προγράμματος με τη στήριξη των εταίρων
Στην έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2016-2017 που υποβλήθηκε σήμερα στον Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων, η ΤτΕ τοποθετεί το ρυθμό ανάπτυξης στο 1,6% φέτος, από 2,5% προηγουμένως.
«Μετά την ήπια ύφεση του 2015, το ΑΕΠ παρέμεινε αμετάβλητο το 2016. Η ανοδική τάση του β΄ και γ΄ τριμήνου του 2016 ανακόπηκε το δ΄ τρίμηνο. Το αρνητικό μεταφερόμενο αποτέλεσμα από το τελευταίο τρίμηνο του 2016 αποδυναμώνει την πρόβλεψη ανάπτυξης για το 2017», εξηγεί.
Απαραίτητες οι μεταρρυθμίσεις
Η ΤτΕ επισημαίνει ότι παρά τη χειροτέρευση των προβλέψεων για το 2017, οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για την ανάπτυξη παραμένουν ευοίωνες, εφόσον όμως συνεχιστεί απρόσκοπτα η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Παράλληλα, σημαντικό ρόλο στην ανάκαμψη διαδραματίζουν και οι θετικές οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ).
Τι πετύχαμε με το κλείσιμο της β’ αξιολόγησης
Oι παρεμβάσεις που προβλέπονται από το νόμο 4472/2017 και τα πρόσθετα μέτρα που ψηφίστηκαν στις 12 Ιουνίου ικανοποιούν τα προαπαιτούμενα της συμφωνίας με τους εταίρους και επέτρεψαν την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης. Με την απόφαση του Eurogroup της 15ης Ιουνίου:
1ον Εκφράζεται σαφώς η θετική εκτίμηση των εταίρων για την πορεία εφαρμογής του προγράμματος και αναγνωρίζεται ρητά ότι η ελληνική πλευρά έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμφωνία.
2ον Συνεχίζεται η ροή της χρηματοδότησης που είναι αναγκαία για να αντιμετωπιστούν οι άμεσες δανειακές υποχρεώσεις της χώρας και για να εξοφληθεί τμήμα των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του κράτους προς τον ιδιωτικό τομέα. Η εξόφληση των οφειλών του κράτους θα βελτιώσει τις συνθήκες ρευστότητας του ιδιωτικού τομέα και θα έχει πολλαπλασιαστικές επιδράσεις στην πραγματική οικονομία.
3ον Επαναλαμβάνεται με πιο σαφή τρόπο η κατεύθυνση για αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους μετά το τέλος του προγράμματος το 2018.
4ον Αναγνωρίζεται η δυνατότητα μείωσης του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων σε επίπεδο ίσο προς ή λίγο πάνω από 2% του ΑΕΠ μετά το 2022.
Βελτιώνονται έτσι οι προϋποθέσεις για επιτυχή έξοδο στις αγορές μετά τη λήξη του προγράμματος με τη στήριξη των εταίρων.