Η αντιστροφή του αρνητικού για την Ελλάδα κλίματος στις αγορές αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση, που καλείται να αντιμετωπίσει άμεσα η μακροοικονομική πολιτική, τονίζει, μεταξύ άλλων, η ΤτΕ στην ενδιάμεση έκθεσή της για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, που δόθηκε στη δημοσιότητα την Τετάρτη.
Η ΤτΕ εκτιμά ότι οι ενδείξεις σταθεροποίησης της παγκόσμιας και της ευρωπαϊκής οικονομίας έχουν επιδράσει προς θετική κατεύθυνση σε ό,τι αφορά την σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ωστόσο η επίδραση αυτή αντισταθμίζεται από το γεγονός ότι η συμπίεση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας συντελείται με χρονική υστέρηση, σε σύγκριση με τις άλλες οικονομίες.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, η ικανότητα της ελληνικής οικονομίας να παρακολουθήσει τους ρυθμούς και να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες της διαφαινόμενης παγκόσμιας ανάκαμψης, καθώς αυτή θα παγιώνεται, θα εξαρτηθεί καθοριστικά από την ταχύτητα με την οποία θα διορθώνονται οι δημοσιονομικές ανισορροπίες και θα αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων, των αγορών και της διεθνούς κοινότητας στις δημοσιονομικές προοπτικές και τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας.
Από την παγίωση του γενικότερου κλίματος εμπιστοσύνης θα εξαρτηθεί επίσης η ικανότητα του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος να διατηρεί και στο μέλλον την αξιοσημείωτη αντοχή που επέδειξε, ακόμη και στις πιο δύσκολες φάσεις της παγκόσμιας κρίσης.
«Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε πολλές άλλες χώρες, τα αίτια των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας δεν πηγάζουν από τον τραπεζικό τομέα», τονίζει η ΤτΕ, εξηγώντας πως παρά τις αρνητικές επιδράσεις του μακροοικονομικού περιβάλλοντος και του κλίματος των αγορών, τα θεμελιώδη μεγέθη του ελληνικού τραπεζικού τομέα έχουν μέχρι στιγμής παραμείνει κατά βάση υγιή.
Ωστόσο, οι κατά καιρούς αντιδράσεις των διεθνών αγορών και οι δευτερογενείς επιδράσεις από τις εγχώριες οικονομικές εξελίξεις και τα μέτρα οικονομικής πολιτικής απαιτούν επαγρύπνηση, όπως αναφέρεται στην έκθεση.
Όσον αφορά στις ανεπτυγμένες οικονομίες, η ΤτΕ τονίζει ότι ενισχύονται τα προμηνύματα επικείμενης αλλά ήπιας και σταδιακής ανάκαμψης, ενώ στις αναδυόμενες οικονομίες της Ασίας η δραστηριότητα ενδυναμώνεται.
«Συνολικά, διαφαίνεται ότι το 2010 η ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας θα είναι βραδεία», παρατηρεί η ΤτΕ, σημειώνοντας πως το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν έχει ακόμη ολοκληρώσει την πορεία επανόδου στην ομαλότητα.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση, μετά το πρώτο φετινό τρίμηνο αποδυναμώθηκαν σταδιακά οι πιέσεις στη σταθερότητα του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος από τις εξελίξεις στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου. Ενώ, όμω,ς οι γενικευμένες εντάσεις στις αγορές έχουν υποχωρήσει, οι πιέσεις κατά χώρα και κατά περίσταση δεν έχουν εξαλειφθεί.
Εντωμεταξύ, η συμπίεση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας έχει επιδράσει αρνητικά στην καθαρή χρηματοοικονομική θέση των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Εξαιτίας των πιέσεων που ασκήθηκαν στην καθαρή χρηματοοικονομική θέση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, ο λόγος των δανείων σε καθυστέρηση προς το σύνολο δανείων τον Σεπτέμβριο 2009 ανήλθε σε 7,2%. Πάντως, ο ρυθμός ανόδου του λόγου αυτού επιβραδυνόταν στη διάρκεια του έτους (β’ τρίμηνο 2009: 6,8%, α’ τρίμηνο 2009: 6%, Δεκέμβριος 2008: 5%).
Όσον αφορά στον τραπεζικό τομέα, η σημαντική υποχώρηση της κερδοφορίας που παρατηρήθηκε κατά το α΄εξάμηνο του 2009, έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2008, συνεχίστηκε και στο γ΄τρίμηνο του 2009.
Καθοριστική συμβολή στη μείωση της κερδοφορίας είχε η σημαντική αύξηση των προβλέψεων για την κάλυψη των ζημιών από δάνεια σε καθυστέρηση. Αντίθετα, θετική συμβολή στην κερδοφορία είχαν οι ευνοϊκές συνθήκες που επικράτησαν στις αγορές κεφαλαίων.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, την περίοδο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2009, σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2008, τα κέρδη προ φόρων των ελληνικών τραπεζών και των ομίλων τους υποχώρησαν κατά 38,6% και 42,3% αντίστοιχα, ενώ ενίσχυση εμφάνισε ο τεκμαιρόμενος βαθμός έκθεσης στον πιστωτικό κίνδυνο και στον κίνδυνο αγοράς. Μικρή ήταν η υποχώρηση του κινδύνου ρευστότητας, ενώ ενισχύθηκαν οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας.
Ο βαθμός ρευστότητας του ελληνικού τραπεζικού τομέα βελτιώθηκε, κατά το επισκοπούμενο χρονικό διάστημα, όπως αντανακλάται στην εξέλιξη των εποπτικών δεικτών ρευστότητας και στην τάση συρρίκνωσης του λόγου χορηγήσεων προς καταθέσεις.
Η ΤτΕ συστήνει, παράλληλα, στις τράπεζες τους αμέσως προσεχείς μήνες να διαφοροποιούν τις πηγές άντλησης κεφαλαίων και να περιορίζουν την εξάρτηση της ρευστότητάς τους από το Ευρωσύστημα, σταθμίζοντας διαρκώς τις εναλλακτικές δυνατότητες και ευθυγραμμιζόμενες με τη στρατηγική που έχει σχεδιάσει η ΕΚΤ για τη σταδιακή απόσυρση των μη συμβατικών (έκτακτων) μέτρων στήριξης της ρευστότητας.
«Σημαντική θετική εξέλιξη ήταν η ενίσχυση, στη διάρκεια του έτους, της κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών εμπορικών τραπεζών και των ομίλων τους, η οποία προήλθε κυρίως από τη σημαντική άνοδο των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων. Στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2009, ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών και των ομίλων τους ανήλθε, αντίστοιχα, σε 13,2 και 11,7 (από 10,7 και 9,4 αντίστοιχα στο τέλος Δεκεμβρίου του 2008)» σημειώνει ακόμα η ΤτΕ.