Πτωτικά κινούνται οι δείκτες της Wall Street την Τετάρτη, συνεχίζοντας στο χθεσινό πτωτικό τέμπο, με τους επενδυτές την ίδια ώρα να αξιολογούν τα κατώτερα των προσδοκιών στοιχεία για την απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα τον Φεβρουάριο που ανακοινώθηκαν νωρίτερα, υποδηλώνοντας ότι η ανάκαμψη της οικονομίας είναι πιο αργή από ό,τι αναμενόταν.

Το κλίμα επιβαρύνει και η επιστροφή των αποδόσεων των ομολόγων σε ανοδική τροχιά.

Ειδικότερα, ο βιομηχανικός δείκτης Dow Jones ενισχύεται μόλις κατά 25 μονάδες ή 0,08%, ενώ αντίθετα ο ευρύτερος S&P 500 υποχωρεί κατά 0,43% και ο τεχνολογικός Nasdaq χάνει 0,94%.

Την Τρίτη ο Dow Jones υποχώρησε κατά 0,5% στις 31.391,52 μονάδες, ο S&P 500 έχασε 0,8% και έκλεισε στις 3.870,29 μονάδες, ενώ ο Nasdaq σημείωσε πτώση 1,7% στις 13.358,79 μονάδες.

Οι επενδυτές εξακολουθούν να προβληματίζονται από την άνοδο των αποδόσεων των ομολόγων, που επέστρεψαν σε ανοδική τροχιά με την άρνηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να αναλάβει δράσει για τον περιορισμό των αποδόσεων. Πορεία που ακολουθεί και η απόδοση του αμερικανικού 10ετούς, η οποία την Τετάρτη ενισχύεται κατά 6 μονάδες βάσεις στο 1.468%.

Κι αυτό παρότι η Federal Reserve επανέλαβε και την Τρίτη ότι δεν ανησυχεί για την ανησυχεί για την κίνηση των αποδόσεων, η οποία ασκεί πιέσεις στις μετοχικές αξίας καθώς υποδηλώνει αύξηση του κόστους δανεισμού για τις επιχειρήσεις και τους ιδιώτες.

Συγκεκριμένα η αξιωματούχος της Fed Lael Brainard δήλωσε ότι ο πληθωρισμός μπορεί να σημειώσει άνοδο όμως αυτή θα είναι παροδική και οφείλεται στην αδυναμία της προσφοράς να καλύψει την αύξηση της ζήτησης καθώς η οικονομία προσπαθεί να επανέλθει σε μια κανονικότητα μετά τα μέτρα περιορισμού λόγω της πανδημίας.

Το κλίμα επιβαρύνουν περαιτέρω τα στοιχεία για τις νέες θέσεις σεργασίας στον ιδιωτικό τομέα τον Φεβρουάριο που ήταν κατώτερα των προσδοκιών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ADP δημιουργήθηκαν 117.000 θέσεις εργασίας τον Φεβρουάριο, αριθμός κατώτερος της πρόβλεψης των οικονομολόγων που ανέμεναν 225.000 νέες θέσεις εργασίας, αλλά και λιγότερες από τον αναθεωρημένο αριθμό για τον Ιανουάριο που ήταν 195.000.