Το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης ανακοίνωσε αργά τη Δευτέρα ότι δεν σκοπεύει πλέον να διαγράψει από το ταμπλό του τους τρεις κινεζικούς κολοσσούς των τηλεπικοινωνιών China Telecom, China Mobile και China Unicom, όπως είχε ανακοινώσει την παραμονή της Πρωτοχρονιάς.
Σε ανακοίνωση που εξέδωσε αναφέρει ότι σταμάτησε τη διαδικασία διαγραφής μετά από «περαιτέρω διαβούλευση με τις αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές και με το Γραφείο Ελέγχου Εξωτερικών Περιουσιακών Στοιχείων».
Οι εισηγμένες και στο Χονγκ Κονγκ μετοχές της China Telecom, της China Mobile και της China Unicom σημείωσαν ράλι μετά την είδηση.
Υπενθυμίζεται ότι το NYSE είχε ανακοινώσει τη διαγραφή των τριών κινεζικών κολοσσών στις 31 Δεκεμβρίου στο πλαίσιο συμμόρφωσής του με το εκτελεστικό διάταγμα το οποίο υπέγραψε ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ τον Νοέμβριο και το οποίο απαγορεύει σε αμερικανικές εταιρείες και ιδιώτες να επενδύουν σε κινεζικές εταιρείες που, σύμφωνα με την Ουάσιγκτον, έχουν σχέσεις με τον κινεζικό στρατό.
Σε αντίστοιχες κινήσεις συμμόρφωσης με το εκτελεστικό διάταγμα του προέδρου προέβησαν επίσης οι MSCI, S&P Dow Jones Indices και FTSE Russell, καθώς και η δημοφιλής εφαρμογή συναλλαγών Robinhood.
Εν τω μεταξύ, τη Δευτέρα, η Ρυθμιστική Επιτροπή Κινητών Αξιών της Κίνας δήλωσε ότι το εκτελεστικό διάταγμα του Τραμπ εξυπηρετεί «πολιτικούς σκοπούς» και «αγνοεί εντελώς τις πραγματικές καταστάσεις των εμπλεκόμενων εταιρειών και τα νόμιμα δικαιώματα των παγκόσμιων επενδυτών, ενώ βλάπτει σοβαρά τους κανόνες των αγορών».
Η απαγόρευση επένδυσης σε κινεζικές εταιρείες που φέρονται να έχουν σχέσεις με τον κινεζικό στρατό, στο πλαίσιο του εκτελεστικού διατάγματος του Τραμπ, πρόκειται να τεθεί σε ισχύ την προσεχή Δευτέρα, μία εβδομάδα και κάτι πριν αναλάβει την προεδρία των ΗΠΑ ο νεοεκλεγής πρόεδρος Τζο Μπάιντεν.
Ο Μπάιντεν είναι απίθανο να προβεί άμεσα σε αλλαγές στη σχέση των ΗΠΑ με την Κίνα, ωστόσο έχει επανειλημμένως δηλώσει ότι θα προτιμούσε να συνεργαστεί με τους συμμάχους των ΗΠΑ για την ενίσχυση των κανόνων του παγκόσμιου εμπορίου.
Προσέγγιση που έρχεται σε αντίθεση με τη στάση της κυβέρνησης Τραμπ, η οποία μέχρι σήμερα είχε ακολουθήσει πιο επιθετική στρατηγική έναντι της Κίνας, προβαίνοντας σε μονομερείς ενέργειες προκαλώντας το Πεκίνο σε μια σειρά θεμάτων, από οικονομικής φύσης έως ζητήματα εθνικής ασφάλειας.