του Κώστα Ιερίδη

Συναγερμός έχει σημάνει στις ελληνικές εποπτικές αρχές λόγω της εμφάνισης περιπτώσεων των λεγόμενων death bonds στην Ελλάδα. Πρόκειται για ιδιότυπα επενδυτικά προϊόντα που εμφανίστηκαν προ ετών στις ΗΠΑ και τα οποία θεωρούνται εξαιρετικά πολύπλοκα και ουσιαστικά ακατάλληλα για ιδιώτες επενδυτές.

Επισήμως είναι γνωστά ως traded life policies και αφορούν σε ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής και στην αγορά από τρίτο μέρος του δικαιώματος στις ασφαλιστικές καταβολές που θα ενεργοποιηθούν με τον θάνατο του αρχικού ασφαλισμένου. Ουσιαστικά, πρόκειται για έναν μηχανισμό που στηρίζεται στην πρόωρη λύση ασφαλειών ζωής.

Πώς λειτουργούν

Η πρακτική που συνήθως ακολουθείται είναι η εξαγορά των συμβολαίων ζωής ασφαλιζομένων που βρίσκονται σε ανάγκη ρευστού. Με την πώληση των ασφαλιστηρίων τους, οι τελευταίοι εισπράττουν τοις μετρητοίς ένα συμφωνηθέν ποσό, δηλαδή μέρος (κυμαίνεται μεταξύ 20 – 40%) της αποζημίωσης του ασφαλιστηρίου που θα έπαιρναν οι κληρονόμοι. Αντίστοιχα, ο αγοραστής αναλαμβάνει την υποχρέωση να πληρώνει τα ασφάλιστρα μέχρι να αποδημήσει ο αρχικός δικαιούχος.

Εάν αυτό συμβεί -με τον θάνατο του ασφαλιζόμενου- ο αγοραστής του ασφαλιστηρίου έχει δικαίωμα είσπραξης της αποζημίωσης που προβλέπεται στο συμβόλαιο. Συγκεντρώνοντας έναν σημαντικό αριθμό τέτοιων συμβολαίων, ο αγοραστής (funds ή άλλες επενδυτικές εταιρείες) μπορεί να τα ομαδοποιήσει (pool) και να προχωρήσει στην έκδοση αξιόγραφων (asset backed securities) απευθυνόμενος προς άλλους επενδυτές, με «δέλεαρ» ένα σταθερό και σημαντικά υψηλότερο από τα συνήθη επιτόκιο.

Περίεργο επενδυτικό προϊόν που στηρίζεται στο δόγμα «ο θάνατός σου, η ζωή μου» Πρόκειται, λοιπόν, για ένα περίεργο επενδυτικό προϊόν που στηρίζεται στο δόγμα «ο θάνατός σου, η ζωή μου» και γι’ αυτό είχε ασκηθεί δριμεία κριτική στις ΗΠΑ, όπου και πρωτοεμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Μάλιστα, τότε είχαν γίνει δημοφιλή μεταξύ ασθενών με HIV λόγω της ανάγκης τους να καλύψουν τα έξοδα των θεραπειών τους. Και επειδή υπήρξαν πολλές αθετήσεις πληρωμών, πέραν της ήδη κακής τους φήμης, εξοστρακίστηκαν από πολλές αγορές, αλλά δεν εξαφανίστηκαν. Σταδιακά, τέτοιες πρακτικές πέρασαν και στην Ευρώπη και εσχάτως στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης, όπου ασφαλισμένοι εμφανίζονται να «ρευστοποιούν» ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής.

Τι συστήνει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς

Σύμφωνα με όσα γίνονται γνωστά από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, στην ελληνική αγορά προωθούνται από επενδυτικά σχήματα (συγκεκριμένα αναφέρεται το «Aurora Defined Benefits Funds», φερόμενο ως Αμοιβαίο Κεφάλαιο εταιρείας με έδρα τα νησιά Cayman που δεν έχουν λάβει άδεια από τις αρχές) προϊόντα Traded Life Policies. Πρόκειται, τονίζεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, για επενδύσεις υψηλού κινδύνου και αυτό, όπως εξηγούν, για τους κατωτέρω λόγους:

-Χρησιμοποιούν περίπλοκες επενδυτικές στρατηγικές που εμπεριέχουν υπολογισμούς σχετικά με τη διάρκεια ζωής των ανθρώπων. Οι υπολογισμοί και οι προβλέψεις μπορεί να αποδειχθούν εσφαλμένοι, με αποτέλεσμα οι αποδόσεις να είναι μικρότερες των προβλεπομένων.

-Τα συγκεκριμένα επενδυτικά σχήματα πρέπει να διατηρούν μεγάλα αποθέματα διαθεσίμων για να συντηρούνται οι επενδύσεις σε Traded Life Policies. Εάν ο διαχειριστής του επενδυτικού σχήματος χρειαστεί χρηματοδότηση και επιχειρήσει να πουλήσει μέρος των επενδύσεων σε Traded Life Policies, ενδέχεται να μη βρει αγοραστή ή να αναγκαστεί να πουλήσει με ζημιά. Εάν αυτό γίνει σε μεγάλη έκταση, δημιουργείται πρόβλημα ρευστότητας, το οποίο μπορεί να δυσχεράνει την εξαγορά μεριδίων εκ μέρους των επενδυτών ή και να μειώσει σημαντικά την αξία των επενδύσεών τους.

-Συχνά οι εν λόγω επενδύσεις αφορούν πολλές εταιρείες σε διαφορετικές χώρες. Αυτό δημιουργεί δυσκολία στη διαχείριση των επενδύσεων κατά τρόπο που να διασφαλίζει τη δίκαιη μεταχείριση των επενδυτών. Είναι εν γένει δύσκολο για τους επενδυτές αλλά και τους διανομείς των προϊόντων να αντιληφθούν πλήρως τον τρόπο λειτουργίας τους και τους κινδύνους που εμπεριέχουν.

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εφιστά στους επενδυτές ιδιαίτερη προσοχή και επισημαίνει ότι σε πολλές ευρωπαϊκές αγορές έχουν επιβληθεί σοβαρές κυρώσεις σε εταιρείες και πρόσωπα που προωθούν τα συγκεκριμένα προϊόντα.