Το ποιος φταίει για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας αναλύει σε ένα εξαιρετικό άρθρο του ο Μοχάμεντ Ελ Εριάν, επικεφαλής της PIMCO, του κολοσσιαίου επενδυτικού οργανισμού που διαχειρίζεται 1,4 τρις δολάρια.
Ο διεθνούς φήμης οικονομολόγος, στην ουσία, εκτοξεύει βολές κατά πάντων, αποδίδοντας τις ευθύνες για την «ελληνική τραγωδία» στα ελληνικά πολιτικά κόμματα (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ), στους ιδιώτες μεγαλοεπενδυτές, στην Ε.Ε. και τους ατελείς θεσμούς της, όπως και στο ίδιο το ΔΝΤ.
Όπως λέει, άλλοι ευθύνονται γιατί υπέσκαψαν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, γιατί δημιούργησαν τη γνωστή «φούσκα» κι άλλοι γιατί δεν έδρασαν έγκαιρα, για να αποφευχθεί η καταστροφική κρίση, που έχει φθάσει σήμερα να απειλεί όλη την Ευρωζώνη.
Σύμφωνα με τον Ελ Εριάν, η Ελλάδα, αυτή τη στιγμή, παρουσιάζει απαράλλαχτη εικόνα με την Αργεντινή, λίγο πριν χρεοκοπήσει, σημειώνοντας ότι θα πρέπει να περιμένουμε να ξεσπάσει έντονη διαμάχη σχετικά με το ποιος φταίει για την όλο και πιο βαθιά μιζέρια που αντιμετωπίζουν πλέον εκατομμύρια Έλληνες.
Πολλοί θα βιαστούν να κατηγορήσουν τις ελληνικές κυβερνήσεις των οποίων ηγήθηκαν τα πάλαι ποτέ κυρίαρχα πολιτικά κόμματα, η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, λέει ο επικεφαλής της PIMCO.
Οι ευθύνες τους οφείλονται στην προθυμία τους να ευημερήσει η χώρα με δανεικά, δημιουργώντας τεράστια χρέη, ενώ ταυτόχρονα την οδηγούσαν σε δραματική απώλεια ανταγωνιστικότητας και, συνεπώς, αναπτυξιακής προοπτικής. Ορισμένοι, μάλιστα, δεν αποκάλυψαν το πραγματικό μέγεθος των ελλειμμάτων και των χρεών.
Αλλά η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ απογοήτευσαν τους Έλληνες πολίτες κι όταν χρειάστηκε να γίνουν προσαρμογές και μεταρρυθμίσεις. Την αρχική φάση άρνησης διαδέχθηκαν δεσμεύσεις που δεν μπορούσαν να τηρηθούν (και κατά την άποψη ορισμένων, σημειώνει, δεν θα έπρεπε να τηρηθούν, λόγω του προβληματικού σχεδιασμού των προγραμμάτων).
Βέβαια, για να δημιουργηθεί χρέος, σημαίνει ότι έχει δοθεί πίστωση, τονίζει ο Ελ Εριάν κι εδώ έρχεται ο ρόλος των ιδιωτών πιστωτών.
Όλοι αυτοί έριξαν με μεγάλη χαρά χρήματα στη χώρα, όταν όμως η τεχνητή έκρηξη της οικονομίας δεν μπορούσε πλέον να διατηρηθεί, αποποιήθηκαν τις ευθύνες τους. Ο υπερδανεισμός ήταν τόσο διαδεδομένος, που, σε κάποιο σημείο, έριξε τη διαφορά της απόδοσης μεταξύ των ελληνικών και των γερμανικών κρατικών ομολόγων σε γελοίο χαμηλό επίπεδο για δύο χώρες που διαφέρουν θεμελιωδώς τόσο πολύ.
Όμως, σύμφωνα με τον Eλ Εριάν, ούτε η ελληνική κυβέρνηση ούτε οι ιδιώτες πιστωτές της έδρασαν κατ’ αυτόν τον τρόπο χωρίς να έχουν κάποιο «στήριγμα» – την προσπάθεια ενοποίησης της Ευρώπης.
Ωστόσο, η Ευρωζώνη δεν ανταποκρίθηκε στα απαιτούμενα. Ας θυμηθούμε, προσθέτει, πως οι μεγάλες οικονομίες, Γαλλία και Γερμανία, ήταν μεταξύ των πρώτων μελών που παραβίασαν τους κανόνες για τους προϋπολογισμούς, οι οποίοι θεσμοθετήθηκαν με την έναρξη ισχύος του ευρώ. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αποδείχθηκαν αναποτελεσματικοί, όταν ήρθε η ώρα να επιβληθεί η συμμόρφωση.
Η Ευρώπη όμως, σημειώνει ο Eλ Εριάν, απέτυχε να αντιδράσει σωστά και να συνεργαστεί, ακόμα κι όταν έγινε εμφανές ότι η Ελλάδα άρχισε να παραπαίει.
Και περνάμε στις ευθύνες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, όπου «η πολιτική σκοπιμότητα φαίνεται πως υπερέβη την ικανότητα ανάλυσης, υπονομεύοντας τόσο τον άμεσο επωφελή ρόλο του Ταμείου όσο και τη λειτουργία του ως πολιτικού και οικονομικού καταλύτη».
Όπως επισημαίνει, σήμερα κανένας από τους τέσσερις δεν μπορεί να αποφύγει την πραγματικότητα ότι η κατάρρευση της Ελλάδας δεν θα είχε συντελεστεί, εάν δεν είχαν δείξει αδιαφορία κατά τη διάρκεια της οικονομικής έκρηξης κι αν δεν εκπλήρωναν με τόσο πλημμελή τρόπο τις υποχρεώσεις τους κατά τη διάρκεια της κατάρρευσης. Θα ήλπιζε κάποιος, συμπληρώνει ο CEO της PIMCO, ότι θα αποδοθούν ευθύνες και στους τέσσερις, αλλά το πιθανότερο είναι ότι θα «τη γλυτώσουν» πολύ εύκολα.
Εντυπωσιακή, όμως, είναι και η κατάληξή του, σύμφωνα με την οποία «σε ένα πιο δίκαιο κόσμο τα ευπαθή τμήματα της κοινωνίας θα δικαιούντο να πάρουν πίσω τα επίσημα προνόμια, τους μισθούς, τα bonus, τα οποία απόλαυσαν για πολύ καιρό οι τέσσερις υπεύθυνοι της τραγωδίας. Σε τούτο τον κόσμο όμως, όπως είναι σήμερα, αποτελούν απλώς μάθημα για το μέλλον».
Επιμέλεια: Χριστίνα Ρωμηού