Προβληματισμό προκαλεί στο τραπεζικό σύστημα της χώρας τα νέα στοιχεία που παρουσιάζει η Έκθεση για την Νομισματική Πολιτική, η οποία κατατέθηκε από την ΤτΕ εσπευσμένα στη Βουλή την Τετάρτη. Σε μια χρονική περίοδο που η εκροή καταθέσεων συνεχίζεται με επιταχυνόμενο ρυθμό (σ.σ.: την τελευταία εβδομάδα μόλις, ο «λογαριασμός» ανέβηκε στο ένα δισ. ευρώ) η έκθεση της Κεντρικής Τράπεζας έρχεται να κλιμακώσει τα σενάρια περί χρηματοπιστωτικού αδιεξόδου αναφέροντας ότι σε διάστημα μόλις πέντε μηνών, οι συνολικές εκροές καταθέσεων στη χώρα ανήλθαν στα… 30 δισ. ευρώ!
Διαβάστε ΕΔΩ ολόκληρο το κείμενο της Τράπεζας της Ελλάδος
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος που δημοσιοποίησε ο διοικητής του Ιδρύματος Γιάννης Στουρνάρας, οι εκροές καταθέσεων που σημειώθηκαν μεταξύ Δεκεμβρίου 2014 και Απριλίου 2015 εκτιμώνται στα 29,4 δισ. ευρώ.
Στο τέλος Απριλίου 2015 το υπόλοιπο των καταθέσεων στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα ανερχόταν σε 128 δισ. ευρώΕιδικότερα, την περίοδο Οκτωβρίου 2009 – Απριλίου 2015 παρατηρούνται τρεις φάσεις στην εξέλιξη των ροών καταθέσεων των εγχώριων μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και νοικοκυριών προς και από τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα:
-Στην πρώτη και μεγαλύτερη σε διάρκεια φάση (Οκτώβριος 2009-Ιούνιος 2012) καταγράφηκαν συνολικές καθαρές εκροές, ύψους 88,9 δισ. ευρώ (-38% του υπολοίπου του Σεπτεμβρίου 2009).
-Ακολούθησε φάση ανάκτησης αρχικά και στη συνέχεια σταθεροποίησης των καταθέσεων (Ιούλιος 2012-Νοέμβριος 2014), οπότε καταγράφηκαν εισροές ύψους 12,1 δισ. ευρώ από τις εγχώριες μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά (+8% του υπολοίπου του (Ιουνίου 2012).
-Στην τρίτη και τρέχουσα φάση (Δεκέμβριος 2014-Απρίλιος 2015), παρατηρήθηκαν και πάλι υψηλές μηνιαίες εκροές συνολικού ύψους 29,4 δισ. ευρώ (-19% του υπολοίπου καταθέσεων Νοεμβρίου 2014).
Στο τέλος Απριλίου 2015 το υπόλοιπο των καταθέσεων αυτών στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα ανερχόταν σε 128 δισ. ευρώ, έναντι 232,8 δισ. ευρώ το Σεπτέμβριο του 2009. Στη διάρκεια των πέντε τελευταίων μηνών, οι εκροές καταθέσεων από τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις ανήλθαν σε 7,2 δισ. ευρώ (μείωση καταθέσεων κατά 35% σε σχέση με το Νοέμβριο του 2014).
Οι εκροές από λογαριασμούς των νοικοκυριών έφθασαν τα 22,3 δισ. ευρώ (μείωση καταθέσεων κατά 16% σε σχέση με το Νοέμβριο του 2014). Ως προς την ποσοστιαία μεταβολή παρατηρείται ότι κατά την πρώτη φάση των εκροών η ποσοστιαία εκροή από τις επιχειρήσεις ήταν σημαντικά υψηλότερη.
Ωστόσο, η μέση μηνιαία εκροή της παρούσας φάσης είναι σημαντικά υψηλότερη από ότι στο παρελθόν, καθώς οι απώλειες Ιανουαρίου και Φεβρουαρίου 2015 ήταν μεταξύ των τριών υψηλότερων που έχουν καταγραφεί από την αρχή της κρίσης.
Ο παράγοντας της αβεβαιότητας
Ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό της τρέχουσας περιόδου, όπως αναφέρει η ΤτΕ, είναι το γεγονός ότι σχεδόν στο σύνολό τους οι εκροές από τα νοικοκυριά προέρχονται από καταθέσεις προθεσμίας, δείγμα κυρίως της αβεβαιότητας. Αντιθέτως, κατά την προηγούμενη περίοδο μεγάλων εκροών, η εκροή από καταθέσεις προθεσμίας συνοδευόταν και από σημαντική μείωση των καταθέσεων μίας ημέρας (ταμιευτηρίου και όψεως) λόγω της βαθιάς ύφεσης που διένυε η ελληνική οικονομία.
Εξάλλου, η υποχώρηση των καταθέσεων μίας ημέρας των νοικοκυριών συνεχίστηκε κατά τη φάση της επιστροφής και σταθεροποίησης των καταθέσεων (Ιούλ. 2012-Νοέμ. 2014) υποδηλώνοντας τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.
Ομοίως στην περίπτωση των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, το σημαντικότερο μέρος της μείωσης των καταθέσεων κατά τις περιόδους εκροών αφορούσε σε καταθέσεις προθεσμίας. Κατά την περίοδο ανάκτησης και σταθεροποίησης των καταθέσεων όμως, η άνοδος αφορούσε κυρίως καταθέσεις όψεως που σχετίζονται με την κάλυψη αναγκών για κεφάλαια κίνησης των επιχειρήσεων.
Η εξέλιξη αυτή ενδεχομένως αντανακλά ενίσχυση του όγκου των συναλλαγών στην οικονομία στη διάρκεια αυτής της περιόδου. Το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των εκροών προέρχεται από καταθέσεις προθεσμίας είναι εύλογο καθώς οι καταθέσεις μίας ημέρας διακρατούνται σε μεγάλο βαθμό ως μέσο πληρωμής για συναλλαγές με τη μεσολάβηση των τραπεζών και επομένως οι δυνατότητες υποκατάστασής τους, ακόμη και υπό συνθήκες κρίσης, είναι περιορισμένες, αναφέρεται στην έκθεση της ΤτΕ.
Παράλληλα, η διακράτηση καταθέσεων προθεσμίας υπαγορεύεται κυρίως από το κίνητρο της επένδυσης. Υπό συνθήκες όξυνσης της αβεβαιότητας, τα τραπεζογραμμάτια ή οι τραπεζικές καταθέσεις ή άλλες επενδύσεις στο εξωτερικό θεωρήθηκε από το κοινό ότι διέθεταν αυξημένη ελκυστικότητα η οποία υπέρ-αντιστάθμιζε μειονεκτήματα όπως ο κίνδυνος κλοπής ή καταστροφής των τραπεζογραμματίων, ο περιορισμένος συγκριτικά βαθμός ρευστότητας των στοιχείων στο εξωτερικό για έναν κάτοικο εσωτερικού κ.λπ. Τέλος, το γεγονός ότι οι καταθέσεις προθεσμίας μειώθηκαν αναλογικά περισσότερο είναι συνεπές με το εύρημα πολλών παραδοσιακών μελετών της ζήτησης χρήματος ότι το χρήμα με την ευρεία έννοια παρουσιάζει υψηλότερη εισοδηματική ελαστικότητα από το χρήμα με τη στενή έννοια.
Εκροές σε όλα τα κλιμάκια καταθέσεων
Όσον αφορά στα νοικοκυριά, υπάρχουν ενδείξεις ότι στην παρούσα συγκυρία, οι εκροές κατανέμονται πλέον σε όλα τα κλιμάκια καταθέσεων. Φαίνεται μάλιστα ότι οι ποσοστιαίες μεταβολές είναι μεγαλύτερες για καταθέτες με σχετικά μικρά υπόλοιπα καταθέσεων.
Αναφορικά με την κατεύθυνση των εκροών, σύμφωνα με στοιχεία του Ισοζυγίου Πληρωμών, τον Δεκέμβριο του 2014 και τους τρεις πρώτους μήνες του 2015 παρατηρήθηκε καθαρή φυγή καταθέσεων προς τραπεζικές καταθέσεις στο εξωτερικό ύψους 4,4 δισ. ευρώ, (προερχόμενη κατά 80% από επιχειρήσεις και κατά 20% από νοικοκυριά σε αντίθεση με την πιο ισορροπημένη εικόνα παρελθουσών περιόδων εκροών).
Επιπλέον, ροές πόρων προς το εξωτερικό ύψους περίπου πέντε δισ. ευρώ προερχόμενες κυρίως από νοικοκυριά αφορούσαν τοποθετήσεις σε αμοιβαία κεφάλαια της αλλοδαπής, κυρίως διαχείρισης διαθεσίμων. Παρατηρήθηκε διαφοροποίηση σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο μεγάλων εκροών καταθέσεων, όταν τα κεφάλαια που έφυγαν προς το εξωτερικό κατευθύνθηκαν κυρίως σε τραπεζικές καταθέσεις και λιγότερο σε άλλες επενδυτικές επιλογές.
Ο λόγος της καθαρής φυγής καταθέσεων προς το εξωτερικό προς τη συνολική μείωση των καταθέσεων στα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα τους τελευταίους μήνες, αναφέρει η ΤτΕ, υποδηλώνει ότι συγκριτικά μεγαλύτερο ποσοστό των εκροών παραμένει εντός της χώρας. Η εξέλιξη αυτή υποστηρίζεται και από την αύξηση των τραπεζογραμματίων σε κυκλοφορία κατά περίπου 15 δισ. ευρώ την περίοδο Δεκεμβρίου 2014 – Μαΐου 2015.
Τα συμπεράσματα της ΤτΕ
-Οι μεταβολές στις καταθέσεις επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από την αβεβαιότητα για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας
-Οι επιχειρήσεις δείχνουν μεγαλύτερη ευελιξία και ταχύτητα στην εκροή καταθέσεων. ∆εν πρέπει ωστόσο να παραβλέπεται ότι σε σύγκριση με τα νοικοκυριά αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικά μικρότερο τμήμα της καταθετικής βάσης
-Δεδομένου του κυρίαρχου ρόλου της αβεβαιότητας, η ροπή για απόσυρση σε σχέση με την επικρατούσα αβεβαιότητα ήταν εντονότερη για τις καταθέσεις προθεσμίας συγκριτικά με τις καταθέσεις μίας ημέρας οι οποίες σχετίζονται περισσότερο με τη διενέργεια καθημερινών συναλλαγών από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά
-Στην πρώτη περίοδο εκροών οι εκροές φαίνεται να προέρχονταν κυρίως από καταθέτες με σχετικά υψηλά υπόλοιπα καταθέσεων. Στην πρόσφατη περίοδο οι εκροές χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη ένταση, ενώ διαχέονται σε μεγαλύτερο εύρος καταθετών, δηλαδή ακόμη και στους μικρο-καταθέτες. Ωστόσο, φαίνεται ότι σημαντικό μέρος των καταθέσεων που αποσύρονται παραμένουν εντός της χώρας. Το γεγονός αυτό που αντανακλάται σε σημαντική αύξηση της ποσότητας τραπεζογραμματίων σε κυκλοφορία σημαίνει ότι υπάρχουν αυξημένες πιθανότητες επιστροφής μέρους των καταθέσεων όταν βελτιωθούν οι συνθήκες εμπιστοσύνης.
Επί του παρόντος το κλίμα εμπιστοσύνης επηρεάζεται από την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης με τους εταίρους, από την οποία εξαρτώνται οι οικονομικές προοπτικές της χώρας.
Με βάση την εμπειρία του παρελθόντος, η αναστροφή του αρνητικού κλίματος και η καταγραφή θετικού ισοζυγίου δημοσιευμάτων/δηλώσεων θα συμβάλουν στην επιστροφή των καταθέσεων στα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα, εκτιμά η ΤτΕ.
Δραματικές οι συνέπειες από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια
Στην έκθεση, η ΤτΕ κάνει ιδιαίτερα αναφορά στα «κόκκινα δάνεια», υπογραμμίζοντας ότι ο βαθμός πιστωτικού κινδύνου αντανακλάται στο υψηλό επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (39,9%), για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για πρώτη φορά το Δεκέμβριο του 2004.
Σύμφωνα με τα στοιχεία για το α΄ τρίμηνο του 2015, ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων ως προς το σύνολο των δανείων, ανήλθε σε 40,8%, με το ύψος τους να ξεπερνά τα 100 δισ. ευρώ.
Διαβάστε επίσης: